Open menu
06 | 10 | 2024

Άρθρο 13
Εκπτώσεις δαπανών από το συνολικό εισόδημα.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του κοινοποιούμενου νόμου στην περίπτωση% ιβ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, μετά την υποπερίπτωση στ.στ΄, προστέθηκε νέο εδάφιο που αναφέρεται στον τρόπο έκπτωσης των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, επιτρέποντας για πρώτη φορά τη μεταφορά των εξόδων αυτών, που δεν καλύπτονται από το συνολικό ετήσιο εισόδημα του φορολογουμένου και της συζύγου του, διαδοχικά στα επόμενα δύο (2) έτη.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, αν το συνολικό ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης που αφορούν το φορολογούμενο και τα άλλα πρόσωπα που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν, καθώς και το ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, με το οποίο επιβαρύνεται αυτός, για τα ανάπηρα πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν αλλά δεν τον βαρύνουν φορολογικά γιατί το ετήσιο εισόδημα τους υπερβαίνει τις 600.000 δρχ., δεν καλύπτεται από το συνολικό εισόδημα αυτού και της συζύγου του, το υπόλοιπο που απομένει μεταφέρεται για να αφαιρεθεί διαδοχικά, κατά το ποσό που απομένει κάθε φορά, από τα εισοδήματα του των δύο (2) επομένων οικονομικών ετών, αθροιζόμενο με το ποσό των τυχόν άλλων όμοιων δαπανών σε αυτά τα έτη.

Για καλύτερη κατανόηση των πιο πάνω παραθέτουμε το εξής παράδειγμα:

Έστω ότι ένας φορολογούμενος στη δήλωση του οικονομικού έτους 1995 δηλώνει εισόδημα 1.500.000 δρχ. Λόγω χρήσεως αυτοκινήτου, προκύπτει τεκμαρτή προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίου 500.000 δρχ. Δηλαδή το συνολικό φορολογούμενο εισόδημα του είναι 2.000.000 δρχ. Έχει δαπάνη ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης δική του και των τέκνων του συνολικού ποσού 10.000.000 δρχ. Επίσης, έχει άλλες δαπάνες του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, συνολικού ποσού 400.000 δρχ. Η σύζυγος του δηλώνει συνολικό εισόδημα 3.000.000 δρχ., δαπάνη ιατρικής περίθαλψης δική της ποσού 100.000 δρχ. και άλλες δαπάνες του άρθρου 8, 100.000 δρχ.

Δήλωση οικον. έτους 1995

Του συζύγου

Της συζύγου

Συνολικό εισόδημα

2.000.000

3.000.000

Μείον δαπάνες άρθρου 8(εκτός ιατρικών)

400.000

100.000

Υπόλοιπο

1.600.000

2.900.000

Μείον δαπάνες ιατρ.& νοσοκ. περίθαλψης

10.000.000

100.000

Υπόλοιπο

- 8.400.000

2.800.000

Το ποσό της δαπάνης ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του συζύγου των 8.400.000 δρχ., που δεν καλύφθηκε από το εισόδημα του, μεταφέρεται για να αφαιρεθεί από το εισόδημα της συζύγου. Έτσι 2.800.000 - 8.400.000 = - 5.600.000 δρχ. Το ποσό της δαπάνης των 5.600.000 δρχ. που δεν καλύφθηκε από το εισόδημα της συζύγου, μεταφέρεται για να αφαιρεθεί από το εισόδημα που θα δηλώσει ο φορολογούμενος το επόμενο έτος, δηλαδή το οικονομικό έτος 1996.

Έστω ότι στη δήλωση οικονομικού έτους 1996 ο ίδιος φορολογούμενος δηλώνει συνολικό ποσό εισοδήματος 3.000.000 δρχ. ιατρικά έξοδα 50.000 δρχ. και λοιπές δαπάνες άρθρου 8, 1.000.000 δρχ. Σύμφωνα με τα ανωτέρω το μεταφερόμενο ποσό των 5.600.000 δρχ. εξόδων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θα αθροισθεί με το ποσό των 50.000 δρχ. και το σύνολο θα αφαιρεθεί από το εισόδημα του έτους αυτού. Επίσης, η σύζυγος του δηλώνει εισόδημα 3.500.000 δρχ. και δαπάνες του άρθρου 8, πλην εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, ποσού 500.000 δρχ.

Δήλωση οικον. έτους 1996

του συζύγου

της συζύγου

Συνολικό εισόδημα

3.000.000

3.500.000

Μείον δαπάνες άρθρου 8(εκτός ιατρικών)

1.000.000

500.000

Υπόλοιπο

2.000.000

3.000.000

Μείον δαπάνες ιατρ.& νοσοκ. περίθαλψης

5.650.000

Υπόλοιπο

3.650.000

3.000.000

Το ποσό της δαπάνης των 3.650.000 δρχ. που δεν καλύπτεται από το εισόδημα του συζύγου θα μεταφερθεί για να αφαιρεθεί από το εισόδημα της συζύγου και το υπόλοιπο (3.650.000 - 3.000.000 = 650.000 δρχ.) θα μεταφερθεί για να αφαιρεθεί από το εισόδημα του φορολογουμένου οικον. έτους 1997.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 13, αντικαθίσταται η υποπερίπτωση εε΄ της περίπτωσης ιβ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται σε 600.000 δρχ. το όριο του ετήσιου φορολογούμενου και απαλλασσόμενου εισοδήματος, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα τέκνα του φορολογουμένου, που πάσχουν από ανίατο νόσημα, είναι τυφλά κτλ., προκειμένου να δικαιούται ο φορολογούμενος την έκπτωση της δαπάνης νοσοκομειακής περίθαλψης αυτών, των διδάκτρων και των τροφείων σε ειδικές για την πάθηση τους σχολές, αντί των 350.000 δρχ. που ίσχυε.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 13, στην περίπτωση ιγ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, τα εδάφια πέμπτο και έβδομο καταργούνται και προστίθεται νέο τέταρτο εδάφιο.

Με τις νέες διατάξεις περιορίστηκε η δυνατότητα μεταφοράς στα επόμενα έτη των δωρεών, που δεν καλύπτονται, για να αφαιρεθούν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα του φορολογουμένου, μόνο για τα επόμενα δύο (2) χρόνια, από πέντε (5) που ίσχυαν, για τις δωρεές και καταργήθηκε αυτό το δικαίωμα για τις χορηγίες.

Συγκεκριμένα με τις διατάξεις αυτές ορίζεται ότι αν το ποσό των δωρεών προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του κράτους, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και προς το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, είτε αυτές γίνονται σε χρηματικά ποσά είτε σε ακίνητα είτε σε ιατρικά μηχανήματα και ασθενοφόρα αυτοκίνητα, όπου και με τις προϋποθέσεις που αναγνωρίζονται αυτές οι δωρεές, είναι μεγαλύτερο από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου, η διαφορά μεταφέρεται για να αφαιρεθεί από το εισόδημα του επόμενου οικον. έτους και αν και αυτό δεν φθάνει, μεταφέρεται για έκπτωση από το εισόδημα του μεθεπόμενου οίκον .έτους, κατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται η μεταφορά των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, δηλαδή και σ΄ αυτή την περίπτωση, αν δεν επαρκεί το εισόδημα του φορολογουμένου), πρώτα αφαιρούνται από το εισόδημα του οι άλλες δαπάνες του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 και μετά η δαπάνη δωρεών, από την οποία μένει ένα υπόλοιπο για μεταφορά. Εάν υπάρχουν και ιατρικά έξοδα και δαπάνη δωρεών, εξετάζεται ποια δαπάνη εξετάζεται από το εισόδημα του φορολογουμένου ή, προκειμένου για ιατρικά έξοδα, εάν καλύπτονται από το εισόδημα της συζύγου, ώστε αυτή η δαπάνη να αφαιρεθεί πρώτη και τελευταία αφαιρείται η δαπάνη για την οποία υπάρχει δυνατότητα μεταφοράς στο επόμενο οικον. έτος.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 13, αντικαθίσταται η περίπτωση ιδ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρείται το συνολικό ποσό μόνο των δεδουλευμένων τόκων που όφειλε και κατέβαλε αυτός, κατά τη διάρκεια του έτους που απέκτησε το εισόδημα από το οποίο θα αφαιρεθούν, για:

α) Στεγαστικά δάνεια που του έχουν χορηγηθεί από Τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς, με υποθήκη ή προσημείωση που έχει εγγραφεί σε ακίνητο (οικοδομή, οικόπεδο, αγροτεμάχιο κτλ.) δικό του ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων τους που τους βαρύνουν, με την προϋπόθεση ότι τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν για απόκτηση πρώτης κατοικίας.

β) Στεγαστικά δάνεια που του έχουν χορηγηθεί από ασφαλιστική επιχείρηση, στην οποία εργάζεται ως υπάλληλος, με υποθήκη ή προσημείωση που έχει εγγραφεί σε ακίνητο του ίδιου ή του άλλου συζύγου ή των τέκνων τους που τους βαρύνουν, εφόσον τα δάνεια αυτά χορηγήθηκαν για απόκτηση πρώτης κατοικίας.

γ) Προκαταβολές που του έχουν χορηγηθεί από τα Ταμεία Αλληλοβοηθείας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας, στα οποία είναι βοηθηματούχος, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.Δ. 398/1974 (ΦΕK Α΄ 116), για απόκτηση πρώτης κατοικίας.

Στην έννοια της απόκτησης πρώτης κατοικίας, που αναφέρεται στις πιο πάνω περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄, περιλαμβάνεται η αγορά, η ανέγερση και η αποπεράτωση πρώτης κατοικίας.

δ) Δάνεια που του έχουν χορηγηθεί από τράπεζες, το Ταμείο Παρακαταθηκών και δανείων, τα Ταχυδρομικά Ταμιευτήρια και λοιπούς πιστωτικούς οργανισμούς, για αναστήλωση, επισκευή, συντήρηση ή εξωραϊσμό διατηρητέων κτισμάτων, καθώς και κτισμάτων που βρίσκονται σε περιοχές που έχουν χαρακτηρισθεί ως παραδοσιακά τμήματα πόλεων ή ως παραδοσιακοί οικισμοί.

ε) Χρέη προς το Δημόσιο από φόρο κληρονομιάς, δωρεάς και γονικής παροχής, που έχουν βεβαιωθεί στο όνομα του φορολογουμένου και τα οφείλει. Δεν περιλαμβάνονται χρέη που κληρονόμησε ή που είναι βεβαιωμένα στο όνομα του άλλου συζύγου ή των τέκνων τους που τους βαρύνουν.

Το ποσό των τόκων από φόρο κληρονομίας κτλ. προς το Δημόσιο που αφαιρείται δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το 25% του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος που δηλώνεται με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση του υπόχρεου. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής της αρχικής δήλωσης δεν μπορεί να αφαιρεθεί το ποσό των τόκων από χρέη προς το Δημόσιο.

Σ΄ όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις χορήγησης δανείων ή προκαταβολών, τα ποσά των τόκων που καταβάλλονται γι΄ αυτά, αφαιρούνται μόνο από το εισόδημα του φορολογουμένου που έχει συμβληθεί με το δανειοδοτικό φορέα και έχει λάβει το δάνειο ή την προκαταβολή. Εάν το δάνειο έλαβε ο ένας σύζυγος, ο οποίος δεν έχει εισόδημα ή αυτό που έχει υπολείπεται του ποσού των τόκων, το ποσό των τόκων που καταβάλλεται ή η διαφορά δεν αφαιρείται από το εισόδημα του άλλου συζύγου. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που το δάνειο έχει χορηγηθεί στο όνομα των τέκνων που τους βαρύνουν. Επίσης, αν στη σύμβαση δανείου αναφέρεται ένα τρίτο πρόσωπο ως εγγυητής, ο οποίος για διάφορους λόγους μπορεί να καταβάλει τους τόκους του δανείου, οι τόκοι αυτοί δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του εγγυητή.

Το ποσό της δαπάνης των ανωτέρω τόκων δεν πρέπει, κατά ρητή διάταξη του νόμου, να έχει εκπέσει από το εισόδημα του φορολογουμένου με βάση άλλη διάταξη του Ν.Δ. 3323/1955.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 13, στην παράγραφο 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, προστίθεται περίπτωση ιστ΄. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου αφαιρείται, επιπλέον των άλλων δαπανών που ορίζονται στο άρθρο 8 του Ν.Δ. 3323/1955, ποσοστό 30% του συνολικού ετήσιου ποσού των οικογενειακών δαπανών του φορολογουμένου, της συζύγου του και των τέκνων τους που τους βαρύνουν, για αγορά αγαθών και για διάφορες υπηρεσίες που τους παρέχονται με βάση νόμιμα δικαιολογητικά.

Στην έννοια των οικογενειακών αυτών δαπανών περιλαμβάνονται:

Α. Η δαπάνη αγοράς, για την κατοικία του φορολογουμένου, ηλεκτρικών συσκευών (π.χ. θερμοσίφωνας, κουζίνα, ψυγείο, καταψύκτης, πλυντήριο, απορροφητήρας, σκούπα, θερμάστρα, θερμοπομποί κτλ.), ηλεκτρικών μικροσυσκευών (π.χ. ραδιόφωνο, στεγνωτήρας μαλλιών, σίδερο, ψηστιέρα, τοστιέρα, ιονιστής αέρα κτλ.), συσκευών υγραερίου (π.χ. κουζίνα, θερμάστρα κτλ.), ηλεκτρονικών συσκευών (π.χ. υπολογιστής, τηλεόραση κτλ.), επίπλων (π.χ. κρεβάτια, καρέκλες, τραπέζια, καναπέδες, κορνίζες κτλ.), φωτιστικών, πινάκων ζωγραφικής, κρυστάλλινων ειδών, ειδών πορσελάνης, ειδών διακόσμησης γενικά, ειδών οικιακής χρήσης (σερβίτσια πιάτων, ποτηριών, μαχαιροπίρουνα, κατσαρόλες, υαλικά κτλ.), κεραιών τηλεόρασης, τουριστικών ειδών και ειδών λαϊκής τέχνης.

Β. Η δαπάνη για εγκατάσταση, σύνδεση, επισκευή και συντήρηση των ανωτέρω συσκευών.

Γ. Η δαπάνη για αγορά έτοιμων ενδυμάτων (εσώρουχα, ενδύματα γενικά, πυζάμες, καπέλα, δερμάτινα ρούχα, γουναρικά κτλ.), υποδημάτων, τσαντών, ειδών ταξιδίου, δερμάτινων ειδών γενικά αθλητικών ειδών, καλλυντικών, κοσμημάτων, ωρολογίων, ψευδοκοσμημάτων.

Δ. Η δαπάνη για αγορά υφασμάτων, λευκών ειδών, κουβερτών, παπλωμάτων, κεντημάτων, κουρτινών, ειδών ραπτικής, καθώς και η αμοιβή για ραφή ανδρικών, γυναικείων και παιδικών ενδυμάτων.

Ε. Η δαπάνη για αγορά βιβλίων, περιοδικών, εφημερίδων, σχολικών ειδών, γραφικών και ειδών σχεδιάσεως και ζωγραφικής, χαρτικών (χαρτί κάθε είδους), χαρτικών οικιακής χρήσεως (χαρτί υγείας, χαρτοπετσέτες, χαρτομάντιλα κτλ.), απορρυπαντικών, φαρμάκων από φαρμακεία, φαρμακευτικού υλικού (βαμβάκι, οινόπνευμα, γάζες κτλ.), φιλμ, εμφάνισης φιλμ, εκτύπωσης φωτογραφιών, κασετών, βιντεοκασετών, δίσκων, παιγνιδιών, ανθέων).

ΣΤ. Η δαπάνη για επισκευή, συντήρηση και για ανταλλακτικά και εξαρτήματα της ιδιωτικής χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων, μοτοσικλετών και μοτοποδηλάτων, εφόσον δεν ανήκουν κατά κυριότητα, κατοχή και χρήση σε πρόσωπο που τα χρησιμοποιεί κατά την άσκηση επιχείρησης ή ελευθερίου επαγγέλματος.

Ζ. Η δαπάνη ενοικίου θερινής κατοικίας ή διαμονής του φορολογούμενου και της οικογένειάς του σε παραθεριστικά κέντρα ή εξοχές, κάμπιγκ και ξενοδοχεία, γενικά.

Η. Η δαπάνη που καταβάλλεται από το φορολογούμενο για τον ίδιο και για κάθε τέκνο που τον βαρύνει, κατά περίπτωση, σε νηπιαγωγεία και παιδικούς ή βρεφονηπιακούς σταθμούς για τη φύλαξη των τέκνων του και για δίδακτρα για την παρακολούθηση ιδιωτικών τεχνικών και επαγγελματικών σχολών, ωδείων, μπαλέτων, γυμναστηρίων και εργαστηρίων ελεύθερων σπουδών.

Θ. Η δαπάνη που καταβάλλεται σε εστιατόρια, καφενεία, μπαρ, κέντρα διασκέδασης, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα, τουριστικά γραφεία, επιχειρήσεις που κάνουν καθαρισμό χώρων, απολύμανση κτλ., επιχειρήσεις ενοικίασης ποδηλάτων, αυτοκινήτων, μικρών αεροπλάνων, κότερων κτλ.

Ι. Η δαπάνη που καταβάλλεται σε κουρεία, κομμωτήρια, καθαριστήρια γενικά, ινστιτούτα καλλονής, κέντρα αδυνατίσματος, ή σε κέντρα λογοθεραπείας, ή σε λογοθεραπευτή, σε κέντρα ψυχολογίας ή σε ψυχολόγο.

Ευνόητο είναι ότι η αναφορά των παραπάνω δαπανών είναι ενδεικτική.

Δεν εμπίπτουν στην έννοια των οικογενειακών δαπανών και δεν αφαιρούνται από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου οι παρακάτω δαπάνες:

α. Δαπάνες για ασφάλιστρα κατά του κινδύνου πυρκαγιάς ή άλλων κινδύνων των οικοδομών του φορολογουμένου, για έξοδα επισκευής και συντήρησης των οικοδομών αυτών, καθώς και για αμοιβή δικηγόρου για δίκες σε διαφορές απόδοσης μισθίου ή καθορισμού μισθώματος. Διευκρινίζεται ότι οι δαπάνες αυτής της κατηγορίας που αφορούν την κατοικία του φορολογούμενου κύρια ή δευτερεύουσα που απαλλάσσεται από τη φορολογία, αναγνωρίζονται ως οικογενειακές και αφαιρούνται από το εισόδημα του φορολογουμένου.

β. Δαπάνες για αγορά από το φορολογούμενο, τη σύζυγο του και των προσώπων που τους βαρύνουν, αυτοκινήτων, δίτροχών ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, οχημάτων τύπου jeep, πλοίων αναψυχής ή λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας δηλαδή αξίας άνω του 1.000.000 δραχμών. Σημειώνεται ότι στις δαπάνες αυτές δεν αναφέρουμε τις άλλες δαπάνες της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3323/1955,οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης του φορολογούμενου, όπως είναι η αγορά ακινήτων ή ανέγερση οικοδομών κτλ, γιατί αυτές γίνονται για απόκτηση επενδυτικών αγαθών και δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του φορολογούμενου.

Διευκρινίζεται περαιτέρω ότι, για τον ίδιο λόγο η δαπάνη αγοράς κτηματικών ομολόγων του Δημοσίου ή αγοράς ομολόγων του Δημοσίου ή τίτλων εταιριών, στις οποίες μετέχει το Δημόσιο κατά ποσοστό τουλάχιστον 50% ή αγοράς μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο κτλ στην οποία δεν εφαρμόζεται το τεκμήριο

προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης με βάση την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου, δεν αποτελεί οικογενειακή δαπάνη και δεν αφαιρείται από το εισόδημα του φορολογουμένου.

γ. Δαπάνες που ορίζονται στις προηγούμενες περιπτώσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, δηλαδή δαπάνες για σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές, β) ασφάλιστρα ασφαλίσεως ζωής ή θανάτου, ασφαλίσεων προσωπικών Ατυχημάτων και ασθενείας, γ) δίδακτρα φροντιστηρίων, ιδιαίτερων μαθημάτων ή ξένων γλωσσών, δ) εισφορές σε ταμεία ασφάλισης, ε) ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη και στ) αμοιβή δικηγόρου για νομικές υπηρεσίας , ανεξάρτητα από το εάν οι δαπάνες αυτές αφαιρούνται μόνο κατά ένα ποσοστό τους από το εισόδημα του φορολογουμένου.

δ. Δαπάνες για αγορά α) τροφίμων και ποτών γενικά, εφόσον αυτά δεν καταναλώνονται ή δεν σερβίρονται στα καταστήματα πώλησης αυτών και β) καυσίμων (π.χ. βενζίνη, πετρέλαιο, υγραέριο κ.λ.π.) .

ε. Δαπάνες για ύδρευση (π.χ. λογαριασμοί ΕΥΔΑΠ), αποχέτευση, συγκοινωνίες (π.χ. εισιτήρια λεωφορείων, τραίνων, αεροπλάνων, πλοίων), τηλεφώνου, φωταέριο, παροχή ηλεκτρικού ρεύματος (π.χ. λογαριασμοί ΔΕΗ), ασφάλιστρα για οποιαδήποτε ασφάλιση και τέλη κυκλοφορίας αυτοκινήτων.

στ. Δαπάνες για δίδακτρα σε ιδιωτικά σχολεία (Δημοτικά, Γυμνάσια, Λύκεια).

Το συνολικό ποσό των οικογενειακών δαπανών που αφαιρείται και για τους δύο συζύγους δεν μπορεί να υπερβεί τις 300.000 δρχ. Ο επιμερισμός του ποσού αυτού στους δυο συζύγους γίνεται ανάλογα με το φορολογούμενο (όχι απαλλασσόμενο) εισόδημα, του καθενός, που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις και δηλώνεται

με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση τους. Η μείωση του φόρου την οποία ωφελείται ο κάθε σύζυγος από την έκπτωση των οικογενειακών δαπανών αυτής της περίπτωσης, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από ποσοστό 15% του αφορολόγητου ποσού που του αναλογεί. Επίσης, η μείωση αυτή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τη μείωση του φόρου που ωφελείται ο κάθε σύζυγος, από την αφαίρεση των οικογενειακών δαπανών αυτής της περίπτωσης, με βάση την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση.

Για καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε το ακόλουθο παράδειγμα:

Έστω ότι φορολογούμενος δηλώνει με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση του συνολικό εισόδημα 5.000.000 δρχ. και η σύζυγος του 2.500.000 δρχ. Επίσης δηλώνουν οικογενειακές δαπάνες συνολικού ποσού 1.400.000 δρχ. Από το εισόδημα τους αφαιρείται ποσό 1.400.000 Χ 30% - 420.000 δρχ. το οποίο περιορίζεται στις 300.000 δρχ. που είναι το ανώτατο ποσό δαπανών αυτής της περίπτωσης, το οποίο αφαιρείται από το εισόδημα του φορολογουμένου. Το ποσό των 300.000 δρχ. μερίζεται στους δύο συζύγους ως εξής:

Στο σύζυγο 300.000 Χ

5.000.000

= 200.000 δρχ.

7.500.000

Στη σύζυγο 300.000 Χ

2.500.000

= 100.000 δρχ.

7.500.000

Υπολογισμός του φόρου:

Του συζύγου

Της συζύγου

- Συνολικό εισόδημα

5.000.000

2.500.000

- Οικογενειακές δαπάνες

200.000

100.000

- Φόρος με βάση την κλίμακα πριν από την αφαίρεση των οικογενειακών δαπανών

600.000

75.000

- Φόρος με βάση την κλίμακα μετά από την αφαίρεση των οικογενειακών δαπανών

540.000

70.000

- Ωφέλεια λόγω οικογενειακών δαπανών

60.000

5.0000

- Η ωφέλεια αυτή δεν μπορεί να είναι ανώτερη του 15% επί των οικογενειακών δαπανών δηλαδή: 200.000 Χ 15%

30.000

και 100.000 Χ 15%

15.000

Συνεπώς, το τελικό ποσό του φόρου που οφείλεται είναι:

- Για το σύζυγο 600.000 - 30.000 = 570.000

- Για τη σύζυγο 70.000

Έστω ότι στη συνέχεια το εισόδημα της συζύγου αυξάνει σε 3.500.000 δρχ. είτε λόγω υποβολής συμπληρωματικής δήλωσης, είτε έπειτα από έλεγχο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ.

Υπολογισμός του φόρου της συζύγου:

- Συνολικό εισόδημα

3.500.000

- Οικογενειακές δαπάνες (ο επιμερισμός γίνεται με βάση την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση)

100.000

- Φόρος με βάση την κλίμακα πριν από την αφαίρεση των οικογενειακών δαπανών

225.000

- Φόρος με βάση την κλίμακα μετά την αφαίρεση των οικογενειακών δαπανών

210.000

- Ωφέλεια λόγω οικογενειακών δαπανών

15.000

Το ποσό αυτό όμως δεν μπορεί να είναι ανωτέρω από το φόρο που εκπίπτει για τις δαπάνες αυτές με βάση την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση, δηλαδή από τις 5.000 δρχ.

Συνεπώς, ο φόρος που αναλογεί στα εισοδήματα της συζύγου είναι 225.000 - 5.000 = 220.000 δρχ.

Για να διενεργηθεί η έκπτωση της δαπάνης αυτής απαιτείται α)το συνολικό ποσό των δαπανών να αναγραφεί στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση εισοδήματος και β)να συνυποβληθούν με τη δήλωση αυτή τα πρωτότυπα δικαιολογητικά που εκδίδονται συμφωνά με τις διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις ισχύουν αθροιστικά. Εάν η δαπάνη αυτή δηλωθεί με εκπρόθεσμη αρχική δήλωση ή με συμπληρωματική δήλωση, εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση.

Αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας πάνω από 10.000 δρχ. που εκδίδονται, με τη χρήση φορολογικής ταμειακής μηχανής, από 11 Μαΐου 1994, και μετά, για να γίνουν δεκτές και να αφαιρεθεί το ποσό που αναγράφουν ως δαπάνη, πρέπει να αναγράφουν το ονοματεπώνυμο του αγοραστή φορολογούμενου και να έχει τεθεί η σφραγίδα του πωλητή επιτηδευματία. Αν οι αποδείξεις λιανικής πώλησης αξίας άνω των 10.000 δρχ. εκδίδονται χειρόγραφα ή με τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή - εκτυπωτή και αναγράφουν το ονοματεπώνυμο του αγοραστή φορολογουμένου, δεν χρειάζεται να τίθεται επιπλέον και η σφραγίδα του πωλητή.

Οικογενειακές δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών που γίνονται στην αλλοδαπή, κατά ρητή διάταξη του νόμου, δεν αφαιρούνται από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου. Σημειώνεται ότι, στη διάταξη αναφέρεται ότι δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του φορολογουμένου οι δαπάνες της παραγράφου 6 του άρθρου 8, που γίνονται στην αλλοδαπή. Όπως προκύπτει όμως από την ιστορική ακολουθία των υπόψη διατάξεων και από το γεγονός ότι το σχετικό εδάφιο είναι ενταγμένο στην περίπτωση ιστ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8, η εξαίρεση των δαπανών που γίνονται στην αλλοδαπή αναφέρεται στις δαπάνες της περίπτωσης ιστ΄. 6.- Με την παράγραφο 6 του άρθρου 13, αντικαθίστανται η παράγραφος 10 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι είναι δυνατή η μεταφορά, εκτός των άλλων δαπανών, και του ποσού των οικογενειακών δαπανών της περίπτωσης ιστ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, που δεν καλύπτεται από το εισόδημα του ενός συζύγου, που το δικαιούται, στον άλλο σύζυγο για να αφαιρεθεί από το εισόδημα του.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 13 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται υποπερίπτωση ιγ΄ στην περίπτωση Ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι από το φόρο εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών απαλλάσσεται το στεγαστικό επίδομα που καταβάλλεται α) στους Αξιωματικούς Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων με βάση την Φ.841.1/41/207083/1-12-1981 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Αμύνης και Οικονομικών, που κυρώθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 1284/1982, β) στο στρατιωτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος με βάση την 2076633/8788/022/2-10-1989 (ΦΕΚ 738 Β΄) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης και γ) στο στρατιωτικό προσωπικό του Λιμενικού Σώματος με βάση την 2076633/8788/022/2-10-1989 (ΦΕΚ 738 β΄) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης και γ) στο στρατιωτικό προσωπικό του Λιμενικού σώματος με βάση την 2076438/8790/0022/2-10-1989 (ΦΕΚ 739 Β΄) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, που κυρώθηκε, όπως και η προηγούμενη, με το άρθρο 11 του Ν. 1881/1990.

8. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1 έως και 7 αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται ή τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

9. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 13 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι για τον υπολογισμό του φόρου στις αποζημιώσεις, που καταβάλλονται λόγω διακοπής της σχέσης η οποία συνδέει το φορέα με το δικαιούχο της αποζημίωσης, από το ποσό της αποζημίωσης αφαιρείται ποσό μέχρι 1.000.000 δρχ., το οποίο δε θεωρείται εισόδημα και στο υπόλοιπο υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955. Ο φόρος που προκύπτει παρακρατείται κατά την πληρωμή της αποζημίωσης στο δικαιούχο.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από την 11η Μαΐου 1994, ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 14
Υπολογισμός του φόρου και μειώσεις αυτού.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 14 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955.

α) Με τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 ορίζεται νέα φορολογική κλίμακα με την οποία υπολογίζεται ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων από το οικονομικό έτος 1955 (εισοδήματα χρήσης 1/1-31/12/1994). Η νέα φορολογική κλίμακα είναι διευρυμένη με ένα ακόμη κλιμάκιο εισοδήματος 8.000.000 δραχμών και με συντελεστή φορολογίας 40% και έτσι το εισόδημα από 7.000.000 έως 15.000.000 φορολογείται πλέον με 40% με καθιέρωση ανώτατου συντελεστή το 45%. Έτσι, το εισόδημα που απομένει, μετά την αφαίρεση των ποσών των μειώσεων του άρθρου 4 και των δαπανών του άρθρου 8 από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου, υποβάλλεται σε φόρο με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

Κλιμάκιο εισοδήματος

Φορολογικός Συντελεστής

Φόρος κλιμακίου

Σύνολο

εισοδήματος

φόρου

1.000.000

0

0

1.000.000

0

1.500.000

5

75.000

2.500.000

75.000

1.500.000

15

225.000

4.000.000

300.000

3.000.000

30

900.000

7.000.000

1.200.000

8.000.000

40

3.200.000

15.000.000

4.400.000

Υπερβάλλον

45

Ειδικά, για φορολογούμενο με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό του πρώτουκλιμακίου της πιο πάνω κλίμακας, προκειμένου να υπολογισθεί ο φόρος που αναλογεί στο εισόδημα του, αυξάνεται κατά τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές με ισόποση μείωση του ποσού του δευτέρου κλιμακίου.

Δηλαδή, για φορολογούμενο με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό του πρώτου κλιμακίου, στο οποίο υπολογίζεται φόρος με συντελεστή μηδέν (0), γίνεται 1.300.000 δρχ. αντί 1.000.000 δρχ. και το ποσό του δεύτερου κλιμακίου, στο οποίο υπολογίζεται φόρος με συντελεστή 5%, γίνεται 1.200.000 δρχ. αντί 1.500.000 δρχ. που ισχύουν για τους λοιπούς φορολογουμένους.

Το πρόσθετο αυτό ποσό, με το οποίο προσαυξάνει το ποσό του πρώτου κλιμακίου της πιο πάνω κλίμακας, δεν μπορεί, κατά ρητή διάταξη να είναι μεγαλύτερο από το συνολικό ποσό του μισθού, ή της σύνταξης που δηλώνεται. Συνεπώς, αν ο φορολογούμενος δηλώνει, εκτός των άλλων και εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις π.χ. 230.000 δρχ., προκειμένου να υπολογισθεί ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό του εισόδημα, τα ποσά των δύο πρώτων κλιμακίων της κλίμακας διαμορφώνονται σε 1.230.000 και 1.270.000 αντίστοιχα.

Παράδειγμα 1ο:

Φορολογούμενος δηλώνει εισόδημα 2.000.000 δρχ. από μισθούς και 3.000.000 δρχ. από εμπορική επιχείρηση. Ακόμη δηλώνει δαπάνες του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3323/1955, 1.000.000 δρχ.

Εισόδημα που δηλώθηκε 2.000.000 + 3.000.000 =

5.000.000 δρχ

Εκπτώσεις άρθρου 8

1.000.000 δρχ

Εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος

4.000.000 δρχ

Υπολογισμός του φόρου

1.300.000 με συντελεστή 0

φόρος

1.200.000 « « 5% «

60.000 δρχ.

1.500.000 « « 15% «

225.000 δρχ

Σύνολο φόρου

285.000 δρχ.

Παράδειγμα 2ο

Φορολογούμενος δηλώνει εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις 4.750.000 δρχ. και από συντάξεις 250.000 δρχ. Ακόμη δηλώνει δαπάνες του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, 1.000.000 δρχ.

Εισόδημα που δηλώθηκε 2.000.000 + 3.000.000=

5.000.000 δρχ

Εκπτώσεις άρθρου 8

1.000.000 δρχ

Εισόδημα επί του οποίου υπολογίζεται ο φόρος

4.000.000 δρχ

Υπολογισμός του φόρου

1.250.000 με συντελεστή 0 φόρος

0

1.250.000 « « 5% «

62.500 δρχ.

1.500.000 « « 15% «

225.000 δρχ

Σύνολο φόρου

287.000 δρχ.

Από παραπάνω γίνεται φανερό ότι στην πραγματικότητα για φορολογούμενο με εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, ο φόρος που αναλογεί στο συνολικό εισόδημα του με βάση την πιο πάνω κλίμακα, μειώνεται κατά ποσό ίσο με ποσοστό 5% επί του εισοδήματος από μισθούς ή συντάξεις που δηλώθηκε, μη δυνάμενο να υπερβεί τις

15.000 δρχ.

Συνεπώς ο υπολογισμός του φόρου στα παραπάνω παραδείγματα θα γίνει ως εξής:

Παράδειγμα 1ο

Φόρος με βάση την κλίμακα

300.000 δρχ.

μείον 2.000.000Χ5%«100.000 μη δυνάμενο να υπερβεί τις 15.000 δρχ.

15.000 δρχ.

Υπόλοιπο φόρου

285.000 δρχ.

Παράδειγμα 2ο

Φόρος με βάση την κλίμακα

300.000 δρχ.

250.000 Χ 5%

12.500 δρχ.

Υπόλοιπο φόρου

287.500 δρχ.

Β) Με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, επεκτείνεται σε όλους τους φορολογούμενους, ανεξάρτητα από την κατηγορία του εισοδήματός τους, εφόσον έχουν τέκνα που τους βαρύνουν, το δικαίωμα της μείωσης του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα.

Έτσι με την παράγραφο αυτή προβλέπεται ότι, για το φορολογούμενο που τον βαρύνουν τέκνα, το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την πιο πάνω κλίμακα μειώνεται ως εξής:

α) είκοσι χιλιάδες (20.000) δραχμές για καθένα τέκνο του, όταν έχει μέχρι δύο (2) τέκνα που τον βαρύνουν,

β) τριάντα χιλιάδες (30.000) δραχμές για καθένα τέκνο του, όταν έχει τρία (3) τέκνα που τον βαρύνουν,

γ) σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές για καθένα τέκνο του, έχει τέσσερα (4) τέκνα και πάνω που τον βαρύνουν,

Για το φορολογούμενο που αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες (μισθούς και συντάξεις), εφόσον αυτός προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για εννέα (9) τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή, τα ως άνω ποσά μειώσεως του φόρου προσαυξάνονται με δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές για κάθε τέκνο που βαρύνει το φορολογούμενο.

Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για το φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό είναι μικρότερο από το συνολικό ποσό των παραπάνω μειώσεων, ολόκληρο το ποσό των μειώσεων ή η διαφορά που προκύπτει, με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.

Παράδειγμα:

Φορολογούμενος με σύζυγο και 3 τέκνα που τον βαρύνουν δηλώνει εισόδημα από ατομική εμπορική 3.000.000 δρχ. και από ελευθέριο επάγγελμα της συζύγου του 2.800.000 δρχ. Δαπάνες άρθρου 8 του φορολογούμενου 500.000 δρχ. και της συζύγου 200.000 δρχ.

Υπολογισμός φόρου:

Του συζύγου

Της συζύγου

Εισόδημα

3.000.000

2.800.000

Εκπτώσεις άρθρου 8

500.000

200.000

Φορολογητέο εισόδημα

2.500.000

2.600.000

Φόρος κλίμακας

75.000

90.000

Μείωση λόγω τέκνων

90.000

Πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο μεταφέρεται για να μειώσει το φόρο της συζύγου

15.000

15.000

Φόρος της συζύγου

75.000

Εάν το συνολικό ποσό των μειώσεων για τα τέκνα και την παραμεθόριο περιοχή, είναι μεγαλύτερο από το φόρο που προκύπτει, με βάση τη φορολογική κλίμακα, για το φορολογούμενο και τη σύζυγο του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.

Τέλος, με τις διατάζεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι το ποσό που απομένει ύστερα από τις παραπάνω μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 14, προστίθεται νέο εδάφιο στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις επιβάλλεται αυξημένο ποσό συμπληρωματικού φόρου το οποίο ορίζεται σε ποσοστό 6% στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα που χρησιμοποιούνται ως κατοικίες, εφόσον η επιφάνεια κάθε μιας από αυτές υπερβαίνει τα 300 τετραγωνικά μέτρα.

Το αυξημένο αυτό ποσοστό συμπληρωματικού φόρου επιβάλλεται στο ακαθάριστο εισόδημα τόσο από εκμισθούμενες κατοικίες, όσο και από ιδιοκατοικούμενες κύριες ή δευτερεύουσες κατοικίες, με εξαίρεση το απαλλασσόμενο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας ή δευτερεύουσας κατοικίας. Παράδειγμα:

Φορολογούμενος δηλώνει ιδιοκατοικούμενη κύρια κατοικία 170 τ.μ. με τεκμαρτό ακαθάριστο εισόδημα 1.500.000 δρχ., ιδιοκατοικούμενη δευτερεύουσα κατοικία 310 τ.μ. με τεκμαρτό ακαθάριστο εισόδημα 2.500.000 δρχ. και εισόδημα από εκμίσθωση κατοικίας 350 τ.μ. 3.500.000 δρχ.

Υπολογισμός συμπληρωματικού φόρου.

- Το ακαθάριστο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας απαλλάσσεται επειδή η επιφάνεια της είναι μικρότερη από 200 τ.μ.

- Το υπόλοιπο (200 τ.μ. - 170 τ.μ. - 30 τ.μ.) αφαιρείται από την ιδιοκατοικούμενη δευτερεύουσα κατοικία.

- Φορολογούμενη επιφάνεια δευτερεύουσας κατοικίας 310 τ.μ. - 30 τ.μ. = 280 τ.μ.

-Φορολογούμενο τεκμαρτό εισόδημα δευτερεύουσας κατοικίας

2.500.000 X 280/310 =2.258.000 δρχ.

- Συμπληρωματικός φόρος δευτερεύουσας κατοικίας

2.580.000 χ 6% = 135.480 δρχ.

- Συμπληρωματικός φόρος εκμισθούμενης κατοικίας

3.600.000 χ 6% = 216.000 δρχ.

Σύνολο συμπληρωματικού φόρου

351.480 δρχ.

Το ποσό αυτό του συμπληρωματικού φόρου, σύμφωνα με τις διατάσεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 9.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, συμφωνά με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται οι περιπτώσεις α΄ και β΄ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις αναπροσαρμόζονται οι αναλογικοί συντελεστές υπολογισμού του φόρου, που επιβάλλεται στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού και ιπτάμενο προσωπικό της πολιτικής αεροπορίας, από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία ή σε αεροσκάφη, κατά περίπτωση, ως εξής:

α) Στις αμοιβές που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε ξένο νόμισμα, με αναλογικό συντελεστή 8%, αντί του 5% που ίσχυε

β) Στις αμοιβές που καταβάλλονται από τον εργοδότη σε δραχμές, με αναλογικό συντελεστή 5%, αντί του 3% που ίσχυε.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα μ« την περίπτωση γ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου1995, για τις αμοιβές που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.,

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 14 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθενται δύο τελευταία εδάφια στην παράγραφο 7 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι όταν ο βάση την εμπρόθεσμη δήλωση, φόρος καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο αυτή, παρέχεται έκπτωση πέντε τοις εκατό (5%) στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων οφειλών. Στην περίπτωση που η βεβαίωση ενεργείται ύστερα από το μήνα Οκτώβριο του οικείου οικονομικού έτους, παρέχεται έκπτωση τρία τοις εκατό (3%) στην εφάπαξ καταβολή της οφειλής μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, μόνον όταν αυτή προέρχεται από εμπρόθεσμη δήλωση και η βεβαίωση γίνει μέχρι το μήνα Οκτώβριο του επόμενου οικον. έτους.

Συνεπώς, για την παροχή της παραπάνω έκπτωσης πρέπει η δήλωση φορολογίας εισοδήματος να έχει υποβληθεί εμπρόθεσμα και το ποσό της συνολικής οφειλής, που προκύπτει από αυτή, να καταβληθεί εφάπαξ μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του κοινοποιούμε νου νόμου στο άρθρο 1 του Ν. 2019/1992 η παράγραφος 5 αναριθμείται σε 6 και προστίθεται νέα παράγραφος 5.

Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται έκπτωση ποσοστού 5% στο φόρο που παρακρατείται στο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 2019/1992 και της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955 (αμοιβές αξιωματικών εμπορικού ναυτικού και ιπτάμενου προσωπικού πολιτικής αεροπορίας). Η έκπτωση αυτή διενεργείται κατά την παρακράτηση του φόρου. Συνεπώς η έκπτωση στο φόρο που παρακρατείται παρέχεται στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, καθώς επίσης και στο φόρο που παρακρατείται στις πρόσθετες αμοιβές, στα εισοδήματα που καταβάλλονται αναδρομικά, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 41 καθώς και στα χρηματικά ποσά τη παραγρ. 5 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/55, στις επικουρικές συντάξεις και τέλος στις αμοιβές των αξιωματικών -.του εμπορικού ναυτικού και του ιπταμένου προσωπικού της Πολιτικής Αεροπορίας.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από 1η Ιουλίου 1994, για τα εισοδήματα, που καταβάλλονται στους δικαιούχους από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Σημειώνεται ότι στις παραπάνω διατάξεις από παραδρομή αναφέρεται το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43 του Ν.Δ. 3323/1955. Πρόκειται για το μοναδικό εδάφιο της περίπτωσης στ΄, καθόσον το δεύτερο εδάφιο αυτής έχει καταργηθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Ν. 2019/1992.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 14 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 6 του άρθρου 59 του Ν.Δ. 3323/1955, με τα οποία προβλεπόταν η βεβαίωση του φόρου στο όνομα των μελών της ομόρρυθμης εταιρίας κ.τ.λ., σε περίπτωση προσφυγής κατά της πράξης που εκδίδεται με βάση το άρθρο 16α, του ιδίου νομ. διατ/τος, καθόσον μετά την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 7 του Ν. 2065/1992, με τις οποίες τα υπόψη νομικά πρόσωπα κατέστησαν τα ίδια υποκείμενα φόρου, δεν έχουν λόγο ύπαρξης,

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμε νου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

Άρθρο 15
Διεύρυνση της φορολογικής βάσης

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 του κοινοποιούμε νου νόμου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται περίπτωση ιβ΄.

Με την νέα διάταξη διευρύνεται η φορολογική βάση και υποχρεούνται σε υποβολή ετήσιας φορολογικής δήλωσης από το οικονομικό έτος 1395 και μετά, όσοι έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους (άνδρες και γυναίκες) και ανεξάρτητα αν υπόκεινται ή όχι σε φόρο εισοδήματος κατά τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955.

Από την πιο πάνω υποχρέωση εξαιρούνται :

α) Όσοι αποκτούν εισόδημα μόνο από μισθωτές υπηρεσίες, όταν αυτό δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δρχ. Η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για μισθωτούς που στο πρόσωπο τους συντρέχει μία από τις περιπτώσεις α΄, β΄, στ΄, ζ΄ ή ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955, δηλαδή εφόσον διαθέτουν επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης, διατηρούν υπηρετικό προσωπικό, αγοράζουν ή ανεγείρουν ακίνητα, κτλ.

β)΄Όσοι αποκτούν τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας με επιφάνεια μέχρι 60τ.μ..

γ) Όσοι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες.

Έτσι με βάση τις νέος διατάξεις όσοι έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους (προκειμένου για το οικον. έτος 1995 όσοι έχουν γεννηθεί μέχρι 31.12.1968) και ανεξάρτητα εάν υπόκεινται ή όχι σε φόρο, έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος εφόσον;

- Δεν έχουν εισόδημα (έστω κι αν είναι ανάπηροι, προστατευόμενα μέλη κτλ.).

- Έχουν τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας κατοικίας με επιφάνεια πάνω από 60τ.μ.

- Έχουν τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση δευτερεύουσας κατοικίας με οποιαδήποτε επιφάνεια και ανεξάρτητα σε ποια περιοχή βρίσκεται αυτή.

Κατόπιν των παραπάνω, οι διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3323/1955, με τις οποίες ορίζεται ότι υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχουν, εκτός των άλλων και όσοι διατηρούν δευτερεύουσα κατοικία ή κατοικούν σε οικοδομή με επιφάνεια πάνω από 150 τ.μ. εφαρμόζονται μόνο για:

- Υπόχρεους οι οποίοι δεν έχουν υπερβεί το 25ο έτος της ηλικίας τους.

- Γεωργούς κατά κύριο επάγγελμα, ανεξαρτήτως ηλικίας.

- Κατοίκους αλλοδαπής.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 15, ορίζεται ότι, οι όροι και οι προϋποθέσει ς της υποχρέωσης που έχουν οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, για υποβολή ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος καθορίζονται με τις. διατάξεις του άρθρου 7 του κοινοποιούμε νου νόμου και οι οποίοι όροι και προϋποθέσεις διεξοδικά αναλύονται στο άρθρο 7 της παρούσας εγκυκλίου διαταγής μας.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 15, προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 4 του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με την νέα αυτή διάταξη ορίζεται ότι, κάβε οικον. έτος, μαζί με την ετήσια δήλωση φορολογίας εισοδήματος οι υπόχρεοι θα συνυποβάλλουν και δήλωση με τα πλήρη στοιχεία των ακινήτων που τους ανήκουν κατά:

α) Πλήρη κυριότητα.

β) Ψιλή κυριότητα.

γ) Συγκυριότητα.

6) Μετακλητή κυριότητα.

ε) Δικαίωμα επικαρπίας.

στ) Δικαίωμα χρήσης.

ζ) Δικαίωμα οίκησης.

Η δήλωση αυτή θα υποβάλλεται ανεξάρτητα:

α) Αν τα ακίνητα αποφέρουν εισόδημα ή όχι.

β) Από το ποσοστό κυριότητας ή δικαιώματος ή εξ΄ αδιαιρέτου κατ΄ ιδανικά μέρη.

γ) Προκειμένου για οικοδομές, αν είναι περατωμένες ή ημιτελείς.

Διευκρινίζεται ότι στην έννοια των ακινήτων συμπεριλαμβάνονται τα πάσης φύσεως κτήσματα (κατοικίες, καταστήματα, γραφεία, αποθήκες, κτλ) τα γήπεδα, τα οικόπεδα, τα κτήματα, τα αγροκτήματα, τα δάση κτλ. και γενικά ότι θεωρείται ακίνητο κατά τον Αστικό Κώδικα, με εξαίρεση τα πλοία και αεροσκάφη.

Τέλος, σημειώνεται ότι η ανωτέρω υποχρέωση δεν ισχύει για τα υπόχρεα πρόσωπα της παραγρ.3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3323/1955 (προσωπικές εταιρίες κτλ.) και τα νομικά πρόσωπα που φορολογούνται με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3843/1958 (ανώνυμες εταιρίες κτλ.).

4. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικον. έτος 1995 και μετά.

Άρθρο 16
Καταβολή του φόρου της δήλωσης του άρθρου 16α και εξαιρέσεις από αυτόν.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις διατηρείται μόνο για τις εταιρίες του άρθρου 13 του Ν. 718/1977 (εταιρίες μεταξύ εκτελωνιστών), το καθεστώς κατανομής επιχειρηματικής αμοιβής σε όλους τους ομόρρυθμους εταίρου - φυσικά πρόσωπα, ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής τους στην εταιρία, ανεξάρτητα από τον αριθμό τους.

Το καθεστώς αυτό το οποίο ίσχυε ως γνωστόν και για τους ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα των συστεγασμένων φαρμακείων καταργήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του κοινοποιουμένου νόμου καθόσον οι εταιρίες συστεγαζόμενων φαρμακείων στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά φαρμακοποιοί εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιουμένου νόμου, αρχίζει από το οικονομικό έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 16, αντικαθίσταται η παράγραφος 12 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Με την περίπτωση α΄ της νέας παραγράφου 12- του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι οι κοινωνίες αστικού δικαίου που εκμεταλλεύονται φορτηγά ή επιβατικά αυτοκίνητα δημοσίας χρήσης, για τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από τη συνεκμετάλλευση με τη μορφή κοινωνίας μέχρι και δύο αυτοκινήτων, δε φορολογούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955. Αντίθετα με ρητή διάταξη, τα καθαρά κέρδη των κοινωνιών αστικοί δικαίου, που προέρχονται από τη συνεκμετάλλευση των πάνω από δύο αυτοκινήτων, φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 16α.

Οι διατάξεις αυτής της περίπτωσης, σύμφωνα με την περίπτωση ε του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα του οικονομικού έτους 1994. Κατά συνέπεια, καταλαμβάνει και δηλώσεις κοινωνιών αστικού δικαίου οικον. έτους 1994 (χρήσης 1933), που εκμεταλλεύονται μέχρι και 2 φορτηγά ή επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, οι οποίες έχουν υποβληθεί πριν τις 11.5.1994, ημερομηνία δημοσίευσης του κοινοποιούμε νου νόμου και για τις οποίες βεβαιώθηκε ή καταβλήθηκε φόρος με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις.

Στην περίπτωση αυτή, για να γίνει διορθωτική εκκαθάριση, θα πρέπει να υποβληθεί αίτηση της φορολογούμενης κοινωνίας μαζί με συμπληρωματική-τροποποιητική δήλωση, φόρου εισοδήματος του άρθρου Ι6α οικον. έτους 1994 (χρήσεως 1993), και θα υπολογίζεται ο οφειλόμενος από την κοινωνία φόρος στο διαμορφωμένο νέο ποσό καθαρών κερδών.

Μετά την νέα εκκαθάριση, τα επιπλέον βεβαιωθέντα ή καταβληθέντα ποσά φόρου και προκαταβολής φόρου, που προέκυψαν, με βάση την αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος της κοινωνίας, θα διαγραφούν ή θα επιστραφούν κατά περίπτωση.

Παράλληλα όμως με την υποβολή της συμπληρωματικής-τροποποιητικής δήλωσης του άρθρου 16α, θα ελέγχεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. και η υποβολή δηλώσεων (αρχικών ή συμπληρωματικών οικον. έτους 1994) από τα φυσικά πρόσωπα μέλη της κοινωνίας τα οποία δικαιούνται τα καθαρά κέρδη τα οποία δε φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Ο έλεγχος αυτός θα διενεργείται άμεσα, αν οι δηλώσεις των φυσικών προσώπων υποβάλλονται στην ίδια Δ.Ο.Υ. που είναι αρμόδια για την παραλαβή της δήλωσης της κοινωνίας ή με την αποστολή πληροφοριακών δελτίων, αν αυτές υποβάλλονται σε διαφορετικές Δ.Ο.Υ..

Τέλος, σημειώνεται ότι το ποσό των καθαρών κερδών που δηλώνεται με αρχική ή συμπληρωματική δήλωση οικον. έτους 1994, του μέλους της κοινωνίας που το δικαιούται, λόγω των παραπάνω διατάξεων, δεν θα επιβαρύνεται περαιτέρω με προσαύξηση εκπροθέσμου και αυτοτελές πρόστιμο των άρθρων 67 και 73 του Ν.Δ. 3323/1955, αντίστοιχα.

Με την περίπτωση β΄ της νέας παραγράφου 12 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι οι λοιποί υπόχρεοι που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 3323/1955, (εκτός από τις κοινωνίες αστικού δικαίου που εκμεταλλεύονται φορτηγά ή επιβατικά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης), οι οποίοι εκμεταλλεύονται ένα μόνο αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης, δε φορολογούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955. Οι υπόχρεοι αυτοί, όταν εκμεταλλεύονται περισσότερα από ένα αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης, υπόκεινται στις διατάξεις του άρθρου 16α, για τα καθαρά κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση όλων, γενικώς των αυτοκινήτων.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της περίπτωσης, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικονομικό έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

Με την περίπτωση γ΄ της νέας παραγράφου 12 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι οι εταιρίες συστεγαζόμενων φαρμακείων, στις οποίες συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο φαρμακοποιοί, δε φορολογούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 5 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955. Η ισχύς των διατάξεων αυτής της περίπτωσης, σύμφωνα με την περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11 Μαΐου 1994. Συνεπώς οι δηλώσεις του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 οικον. έτους 1995 των εταιριών συστεγασμένων φαρμακείων θα υποβληθούν χωρίς την καταβολή του φόρου. Τα καθαρά κέρδη των εταιριών αυτών αφού κατανεμηθούν στους εταίρους φυσικά πρόσωπα ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής στην εταιρία θα δηλωθούν από αυτά και θα φορολογηθούν στο όνομα τους με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/55.

Σημειώνεται ότι με την 1060111/980/Α0012/25.5.1994/ ΠΟΛ. 1130 εγκύκλιο διαταγή μας από παραδρομή αναφέρεται ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της νέας παραγράφου 12 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955 ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν στο οιον. έτος 1994 (Χρήση 1993).

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 του κοινοποιούμενου νόμου, προστέθηκε νέο εδάφιο μετά το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι το δικαίωμα της αφαίρεσης της επιχειρηματικής αμοιβής από τα κέρδη της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, εξακολουθεί να ισχύει και στην περίπτωση που η αρχική δήλωση του νομικού προσώπου υποβάλλεται εκπρόθεσμα και μέχρι τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της νόμιμης, κατά περίπτωση προθεσμίας υποβολής της.

Οι παραπάνω διατάξεις, σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα του οικον. έτους 1994 για εισοδήματα κτηθέντα στη χρήση 1993.

Επειδή οι παραπάνω διατάξεις καταλαμβάνουν και τις δηλώσεις οικον. έτους 1994 (χρήσης 1993), που είχαν υποβληθεί εκπρόθεσμα πριν από τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου (11-5-1994), δόθηκαν λεπτομερείς οδηγίες για την εφαρμογή τους με την 1072540/1338/A0012/ΠΟΛ. 1160/22-6-1994 διαταγή μας.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 16, αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι, φυσικό πρόσωπο ως ομόρρυθμος εταίρος ή διαχειριστής εταίρος εταιρίας περιορισμένης ευθύνης μπορεί να δηλώσει την επιλογή του από ποια εταιρία θα λάβει επιχειρηματική αμοιβή, με την οικεία αρχική εμπρόθεσμη ή αρχική εκπρόθεσμη κατά περίπτωση, δήλωση φορολογίας εισοδήματος της εταιρίας. Η επιλογή αυτή δεν ανακαλείται.

Διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που η παραπάνω επιλογή γίνεται με αρχική εκπρόθεσμη δήλωση, η δήλωση αυτή πρέπει να έχει υποβληθεί μέχρι τριάντα (30) ημέρες από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας υποβολής της δήλωσης της εταιρίας.

Οι παραπάνω διατάξεις, σύμφωνα με την περίπτωση ε΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για τα εισοδήματα του οικον. έτους 1994:

5. Με την παράγραφο του άρθρου 16, στην παράγραφο 8 του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, μετά το δεύτερο εδάφιο προστέθηκαν δύο νέα εδάφια.

Με τις διατάξεις του πρώτου νέου εδαφίου, ορίζεται ότι οι δηλώσεις, που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16α του Ν.Δ. 3323/1955, θεωρούνται απαράδεκτες (ως μη υποβληθείσες) και δεν παράγουν κανένα έννομο αποτέλεσμα, στην περίπτωση που δεν καταβληθούν ταυτόχρονα τα ποσά των ληξιπρόθεσμων δόσεων του φόρου, της προκαταβολής και των τυχόν τελών ή εισφορών.

Με τις διατάξεις του δεύτερου νέου εδαφίου, ορίζεται ότι παρέχεται έκπτωση ποσοστού 5% στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιουμένων με αυτόν οφειλών, όπως χαρτοσήμου κτλ., στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής της οφειλής, που προκύπτει με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση των υπόχρεων που υπόκεινται στις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955.

Η ισχύς των διατάξεων αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από το οικον. έτος 1995, για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

΄Άρθρο 17
Εκπτώσεις από το ακαθάριστο εισόδημα των επιχειρήσεων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της περιπτ. β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955.

Μετά την τροποποίηση αυτή, τα μισθώματα που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις σε εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης λόγω παραχώρησης χρήσης επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης αντιμετωπίζονται πλέον όπως και οι δαπάνες συντήρησης, λειτουργίας, επισκευής, κυκλοφορίας και αποσβέσεων των αυτοκινήτων αυτών που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της επιχείρησης.

Δηλαδή, ενώ προηγουμένως τα πιο πάνω μισθώματα εκπίπτοντο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του Ν. 1665/1986, εξ ολοκλήρου από τα ακαθάριστα έσοδα της μισθώτριας επιχείρησης (ως γενικό έξοδο), με βάση τις νέες διατάξεις αναγνωρίζεται προς έκπτωση ποσοστό μέχρι ογδόντα τοις εκατό (80 %) αυτών, προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. μέχρι 2000 κ.ε. και μέχρι είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), προκειμένου για επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. μεγαλύτερου κυβισμού.

Ο περιορισμός των δαπανών που προβλέπεται με την παράγραφο αυτή ισχύει και όταν τα επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. έχουν μισθωθεί από αλλοδαπή εταιρεία leasing λόγω της γενικής διατύπωσης των διατάξεων. Επίσης αφορά και τη μίσθωση αυτοκινήτων μικτής χρήσεως, όπως για παράδειγμα station wagon, τα οποία βάσει των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν.Δ. 833/1971 θεωρούνται ως επιβατικά αυτοκίνητα.

Αντίθετα, ο περιορισμός των δαπανών δεν ισχύει για λεωφορεία αυτοκίνητα Ι.Χ. και φορτηγά Ι.Χ. Επίσης δεν ισχύει ούτε για τα επιβατικά αυτοκίνητα Ι.Χ. που μισθώνουν οι επιχειρήσεις από επιχειρήσεις ενοικίασης αυτοκινήτων, επειδή στο νόμο γίνεται ρητή αναφορά για τα μισθώματα που καταβάλλονται αποκλειστικά σε εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης. Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περιπτ. Β΄ της παραγρ. 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955, ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εκμίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως, καθώς και στις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν τα αυτοκίνητά τους αποκλειστικά για την εκπαίδευση υποψήφιων οδηγών, επομένως, τα μισθώματα που ενδεχόμενα καταβάλλουν οι επιχειρήσεις αυτές σε εταιρείες leasing για την μίσθωση επιβατικών αυτοκινήτων Ι.Χ., τα οποία χρησιμοποιούνται για την άσκηση του αντικειμένου των εργασιών τους (ενοικίαση και εκπαίδευση οδηγών, αντίστοιχα), εκπίπτονται εξολοκλήρου από τα ακαθάριστα έσοδα τους.

Κατά τα λοιπά, έχουν εφαρμογή τα όσα έχουν γίνει δεκτά με τις αριθ. 19/1978, 1018050/ ΠΟΛ. 1042/1993 ερμηνευτικές εγκυκλίους των νόμων 814/1978 και 2065/1992, αντίστοιχα.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περιπτ. στ του άρθρου 66 του Ν. 2214/1994 για τα μισθώματα επιβατικών αυτοκινήτων Ι.Χ. που αφορούν διαχειριστικές χρήσεις που κλείνουν με 30 Ιουνίου 1994 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περιπτ. θ΄ της παραγρ.1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 σχετικά με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων της πρόβλεψης για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων.

Με τις νέες διατάξεις προβλέπονται τα εξής:

Μειώνεται από 1% σε 0,50% το ποσοστό με το οποίο υπολογίζεται η πρόβλεψη.

Το πιο πάνω ποσοστό υπολογίζεται επί της αναγραφόμενης αξίας στα τιμολόγια πώλησης ή παροχής υπηρεσιών που έχουν εκδοθεί αποκλειστικά προς επιτηδευματίες. Επομένως, για τον υπολογισμό της πρόβλεψης, δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία των τιμολογίων πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών στις περιπτώσεις που εκδίδονται αυτά προς ιδιώτες.

Από τα ανωτέρω ακαθάριστα έσοδα αφαιρούνται: α) οι επιστροφές ή εκπτώσεις, β) η αξία των πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς το δημόσιο, δήμους και κοινότητες, δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, γ) τα ποσά του ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαιοειδών, του φόρου κατανάλωσης καπνού και των ειδικών φόρων που εμπεριέχονται στην τιμή πώλησης. Σημειώνεται ότι και με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις, τα ποσά των φόρων αυτών δεν ελαμβάνοντο υπόψη προκειμένου για τον υπολογισμό της πρόβλεψης για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων, γιατί τα ποσά αυτά αποτελούν εμμέσους φόρους και όχι ακαθάριστα έσοδα (εισόδημα) των πετρελαϊκών και καπνοβιομηχανιών επιχειρήσεων (1061230/10264/ΠΟΛ. 1166/1993 διαταγή μας).

Διευκρινίζεται ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν για τη διάθεση των προϊόντων τους αντιπροσώπους, προς τους οποίους στέλνουν τα εμπορεύματα τους με δελτίο αποστολής και στη ακολουθεί η έκδοση εκκαθαρίσεων, δεν δικαιούνται για τις πωλήσεις αυτές να ενεργούν πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων, αφού δεν εκδίδεται τιμολόγιο πώλησης. Το δικαίωμα αυτό έχει ο αντιπρόσωπος για τις περαιτέρω χονδρικές πωλήσεις των ίδιων εμπορευμάτων στις οποίες προβαίνει (1050603/10233/1933, 1091476/10429/1993 έγγραφό μας).

Περαιτέρω με τις διατάξεις της ίδιας παραγράφου τίθεται ο περιορισμός ότι, το ποσό της πρόβλεψης που σχηματίζεται στο τέλος της χρήσης, συναθροιζόμενο με το ποσό που εμφανίζεται ήδη στο λογαριασμό του Ε.Γ.Λ.Σ.44.11 "Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις", λόγω σχηματισμού προβλέψεων σε προγενέστερες χρήσεις με βάση τις ίδιες διατάξεις, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "πελάται", όπως αυτό εμφανίζεται στην απογραφή τέλους χρήσης. Για τον υπολογισμό δε αυτού του χρεωστικού υπολοίπου, προβλέπεται η αφαίρεση των απαιτήσεων κατά του δημοσίου, των δήμων ή κοινοτήτων, των δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

Επί του θέματος αυτού με την αριθ.1018050/189/ ΠΟΛ. 1042/1993 ερμηνευτική εγκύκλιο του άρθρου 10 του Ν. 2065/1992 είχε γίνει δεκτό ότι, το συσσωρευμένο ύφος των σχηματισθεί σων προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων δεν μπορεί να υπερβεί το 50% του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "πελάται" και κατά συνέπεια, η επιχείρηση δεν μπορεί να ενεργεί την πρόβλεψη από το χρόνο κατά τον οποίο το αποθεματικό των προβλέψεων θα καλύψει το πιο πάνω όριο.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στις ισχύουσες σήμερα διατάξεις της περιπτ. θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 αναφέρονται πλέον ρητά αυτά που είχαν γίνει δεκτά από τη Διοίκηση, σχετικά με το ύφος μέχρι το οποίο μπορεί να φθάσει η πρόβλεψη που σχηματίζεται κάθε χρόνο για την απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων και κατά συνέπεια, δεν επέρχεται καμία μεταβολή στο υφιστάμενο καθεστώς πραγματοποίησης προβλέψεων για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων.

Με το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου αυτής προβλέπεται, όπως και με τις αντικατασταθείσες διατάξεις, ότι η έκπτωση της δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα εμφανίζεται στα τηρούμενα βιβλία σε ειδικό λογαριασμό "Προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων". Για την εμφάνιση της πρόβλεψης αυτής στα βιβλία της επιχείρησης και για την διαγραφή των ανεπίδεκτων εισπράξεως πελατών εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που δόθηκαν με την αριθ. 1018050/ ΠΟΛ. 1042/1993 εγκύκλιο.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του έκτου εδαφίου προβλέπεται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία οι πραγματοποιηθείσες ήδη προβλέψεις που εμφανίζονται στον προηγούμενο λογαριασμό (44.11 "Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις") υπερβαίνουν το 50% του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "Πελάται" συγκεκριμένης χρήσης (αφαιρουμένων και των προαναφερθεισών απαιτήσεων), εκτός του ότι η επιχείρηση δεν δικαιούται, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, να σχηματίσει πρόβλεψη για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης αυτής, θα υπαχθεί σε φορολογία το επί πλέον ποσό των σχηματισθεισών προβλέψεων με τη μεταφορά του στα "αποτελέσματα χρήσεως" (χρεώσει του λογαριασμού 44.11 "Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις"). Επομένως με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα, αν επιχείρηση που έχει διαχ/κή χρήση 1/1/94-31/12/94 εμφανίζει στα τηρούμενα βιβλία της την 31/12/1994 χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού "πελάται" δρχ. 100.000.000 και οι πραγματοποιηθείσες προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων στις προγενέστερες χρήσεις όπως αυτές εμφανίζονται στα βιβλία της κατά τη διαχ/κή χρήση 1994, ανέρχονται σε 80.000.000 δρχ., δεν δικαιούται η επιχείρηση αφ΄ ενός μεν να σχηματίσει στη χρήση αυτή περαιτέρω πρόβλεψη για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων, αφού η πραγματοποιηθείσα ήδη πρόβλεψη υπερβαίνει το 50% του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "πελάται", ήτοι τα ποσό των 50.000.000 δρχ. και αφετέρου υποχρεούται το πέραν του 50% του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού "πελάται" ποσό πραγματοποιηθεισών προβλέψεων δρχ. 30.000.000 (80 εκ. ~ 50 εκ.) να το μεταφέρει στα αποτελέσματα χρήσης και φορολογείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.

Τέλος, με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου προβλέπεται, όμως και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, ότι, πέραν της ανωτέρω πρόβλεψης, ουδέν άλλο ποσό αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων.

Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες που έχουν δοθεί με την αριθ. 1018050/ΠΟΛ. 1042/1993 εγκύκλιο μας.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περιπτ. στ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμε νου νόμου για αποσβέσεις επισφαλών απαιτήσεων που αφορούν τις διαχειριστικές χρήσεις που κλείνουν με 30 Ιουνίου 1994 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 αντικαταστάθηκε η προβλεπόμενη από το δεύτερο εδάφιο της παραγρ.2 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 κλίμακα υπολογισμού των δαπανών χωρίς δικαιολογητικά που μπορούν να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα τους οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες και εργασίες στην αλλοδαπή, εφόσον εισάγεται συνάλλαγμα, οι επιχειρήσεις ραδιοφωνίας-τηλεόρασης, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, τα κατασκηνωτικά κέντρα (CAMPING), γραφεία γενικού τουρισμού και οι επιχειρήσεις έκδοσης δεκαπενθήμερων ή μηνιαίων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών εφημερίδων, καθώς και οι επιχειρήσεις έκδοσης περιοδικών, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται τα πολιτικά, αθλητικά και οικονομικά περιοδικά.

Οι πιο πάνω δαπάνες θα υπολογίζονται πλέον, στα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων που ορίζονται κατά περίπτωση από την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 με την ακόλουθη κλίμακα: Για ακαθάριστα έσοδα μέχρι 3 δις με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) και για ακαθάριστα έσοδα άνω των 3 δις με συντελεστή ένα τοις εκατό (1%).

Τονίζεται ότι επειδή τροποποιήθηκε μόνο το δεύτερο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 35, οι άλλες επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό (επιχειρήσεις εξαγωγής πετρελαιοειδών προϊόντων, μεταφορικές επιχειρήσεις διεθνών οδικών εμπορευματικών μεταφορών κτλ.) θα εξακολουθήσουν να υπολογίζουν τις δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά, όπως μέχρι σήμερα, με τους οριζόμενους κατά περίπτώση συντελεστές.

Επίσης, οι επιχειρήσεις έκδοσης ημερησίων και εβδομαδιαίων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών εφημερίδων και περιοδικών να υπολογίζουν, σύμφωνα με τα άρθρο 4 του Ν. 2120/1993, τις δαπάνες χωρίς δικαιολογητικά με συντελεστή 4% στα ακαθάριστα έσοδα τους από την πώληση εντύπων και από καταχωρήσεις γενικά σε αυτά, ανεξάρτητα με το ύφος αυτών.

Η ως άνω κλίμακα υπολογισμού των δαπανών χωρίς δικαιολογητικά έχει εφαρμογή, σύμφωνα με την περιπτ. στ΄ του άρθρου 66 του Ν. 2214/1994 για δαπάνες που αφορούν διαχειριστικές χρήσεις που κλείνουν με 30 Ιουνίου 1994 και μετά.

Άρθρο 18
Εισόδημα τεχνικών επιχειρήσεων

Με το άρθρο 18 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίστανται τα εδάφια όγδοο και ένατο της παραγράφου 1 του άρθρου 36α του Ν.Δ. 3323/1955.

Σύμφωνα με τις νέες διατάξεις θεωρείται ως ακαθάριστο έσοδο της ομόρρυθμης και ετερόρρυθμης εταιρίας, της κοινωνίας αστικού δικαίου, που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, της αστικής κερδοσκοπικής ή μη εταιρίας, της συμμετοχικής ή αφανούς, καθώς και των κοινοπραξιών της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ. 186/1992), που ασχολούνται με την ανέγερση και πώληση οικοδομών, η αντικειμενική αξία ή πραγματική, κατά περίπτωση, όπως αυτή προσδιορίζεται στην φορολογία μεταβίβασης ακινήτων, των αυτοτελών οικοδομών, διαμερισμάτων, καταστημάτων, γραφείων, αποθηκών και λοιπών χώρων, που περιέρχονται, κατά τον χρόνο της διάλυσης, στα μέλη αυτών.

Το καθαρό κέρδος που προκύπτει με βάση τα έσοδα αυτά φορολογείται στο όνομα της εταιρίας, κοινωνίας, κοινοπραξίας κτλ. με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) κατά το έτος που διαλύεται η εταιρία, κοινωνία ή κοινοπραξία μετά την αφαίρεση της επιχειρηματικής αμοιβής.

Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994.

Άρθρο 19
Παρακράτηση και απόδοση φόρου.

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι στα μερίσματα που διανέμονται από ημεδαπές "εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου", καθώς και στα κέρδη που διανέμονται από ημεδαπά "αμοιβαία κεφάλαια" θα ενεργείται πλέον παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 16 και 48 του Ν. 1969/1991, αντίστοιχα, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με τις διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 23 του κοινοποιούμενου νόμου, ενώ με βάση τις αντικατασταθείσες διατάξεις εξαιρούντο από την παρακράτηση φόρου.

Ενόψει των νέων αυτών διατάξεων καθώς και των άρθρων 16 και 48 του Ν. 1969/1991, παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% θα γίνεται στο μέρος των μερισμάτων ή κερδών, που διανέμονται αντίστοιχα από τις εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και τα αμοιβαία κεφάλαια και τα οποία προέρχονται από τα εξής εισοδήματα: αα) απαλλασσόμενα της φορολογίας (τόκοι εντόκων γραμματίων ή ομολόγων του Δημοσίου κλπ.) ββ) κέρδη από την πώληση χρεωγράφων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης και γγ) αλλοδαπής προέλευσης.

Επειδή με τις διατάζεις της περίπτωσης θ΄ του άρθρου 66 ορίζεται ότι οι διατάξεις των παραγράφων 14 και 15 του άρθρου 23 (με τις οποίες τροποποιήθηκαν τα άρθρα 16 και 48 του Ν. 1969/1991) έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα που αποκτούν οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και τα αμοιβαία κεφάλαια από 1 Ιανουαρίου 1994 και μετά προκύπτει ότι, "οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου" και οι "ΑΕ Διαχειρίσεως" θα προβαίνουν σε παρακράτηση φόρου 15% στα πιο πάνω εισοδήματα που διανέμουν με απόφαση της Γ.Σ. από 1/1/95 και μετά και τα οποία θα δηλωθούν από τους δικαιούχους με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικον. έτους 1996. Για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής παρέχονται λεπτομερείς οδηγίες στις παραγράφους 14 και 15 του άρθρου 23 της παρούσας εγκυκλίου.

2. Με την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκαν στην παράγραφο 4 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955 νέες περιπτώσεις στ΄ και ζ΄ με βάση τις οποίες, η παρακράτηση φόρου, που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, θα γίνεται κατά το χρόνο που εγκρίνεται η διανομή των μερισμάτων ή κερδών από τη γενική συνέλευση των μετόχων της "εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου" και της "ΑΕ Διαχειρίσεως", αντίστοιχα.

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου τροποποιήθηκε η περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955. Με την τροποποίηση αυτή οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου καθίστανται υπόχρεες να προβαίνουν στην παρακράτηση φόρου 15% επί των μερισμάτων που διανέμουν και προέρχονται από τα αναφερθέντα στην ιταρ.1 εισοδήματα.

4. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε στην παράγραφο 5 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955 περίπτωση δ΄, με βάση την οποία, η "ΑΕ Διαχειρίσεως" που καταβάλλει τα κέρδη στους μεριδιούχους του Αμοιβαίου Κεφαλαίου που διαχειρίζεται, έχει την υποχρέωση για παρακράτηση του προαναφερθέντος φόρου 15%.

5. Με την παράγραφο 5 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955,

Με τις νέες διατάξεις το ποσοστό του παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα των εργοληπτών κατασκευής κάθε είδους τεχνικών έργων και ενοικιαστών δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή λιμενικών προσόδων αυξάνεται σε 3% από 2% που ίσχυε στην αξία του έργου που κατασκευάζεται ή του μισθώματος.

Το νέο ποσοστό 3% του παρακρατούμενου φόρου υπολογίζεται από 11 Μαΐου 1994, σύμφωνα με την περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, για εκκαθαρίσεις ή καταβολές, που πραγματοποιούνται από την ανωτέρω ημερομηνία, από κάθε φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο, επί της αξίας του έργου που εκτελέστηκε.

6. Με την παράγραφο 6 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστίθεται στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955, που είχε προστεθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του Ν. 2187/1994 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Ν. 2198/1994, υποπερίπτωση δδ΄ και στη συνέχεια δύο νέα εδάφια της περίπτωσης αυτής.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι εξαιρούνται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου οι δημόσιες υπηρεσίες, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δημόσιες επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις και νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου γενικά όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές βιομηχανίες Ε.Α.Β., Ε.Β.Ο. και ΠΥΡΚΑΛ.

Επίσης, εξαιρείται από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου η δημόσια επιχείρηση ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ για τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτή από τους συναλλασσόμενους με αυτή.

Τέλος, με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α και όχι της παραγράφου 4, όπως από παραδρομή αναφέρεται στον κοινοποιούμενο νόμο, που αναφέρονται στην απόδοση του φόρου εργολάβων με δήλωση του δικαιούχου της αμοιβής, στις περιπτώσεις εκείνες, που για οποιονδήποτε λόγο, δεν παρακρατήθηκε ο φόρος από το πρόσωπο που ενήργησε την εκκαθάριση ή καταβολή, εφαρμόζονται ανάλογα και για τον παρακρατούμενο φόρο κατά την προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.

Επομένως, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αν για οποιοδήποτε λόγο ο φόρος δεν παρακρατήθηκε από τους υπόχρεους, που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α, τότε αυτός αποδίδεται με δήλωση της προμηθεύτριας επιχείρησης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.

7. Με την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου και νόμου, ισχύουν από 8 Φεβρουαρίου 1994 για τιμολόγια που εκδίδονται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Διευκρινίζεται ότι περισσότερες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6 και 7 σας έχουν παρασχεθεί με τη 1060204/982/Α0012/ ΠΟΛ. 1131/25.5.1994 διαταγή μας.

8. Με την παράγραφο 8 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 37α του N.Δ. 3323/1955 καινούργια περίπτωση ζ΄, σύμφωνα με την οποία στις αμοιβές ή προμήθειες που καταβάλλουν οι "ΑΕ Διαχειρίσεως" σε πρόσωπα που μεσολαβούν για την πώληση μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων πρέπει να παρακρατείται φόρος με συντελεστή 15%. Η παρακράτηση αυτή πρέπει να γίνεται από την "ΑΕ Διαχειρίσεως" κατά το χρόνο που καταβάλλει την προμήθεια ή την αμοιβή.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή για προμήθειες και αμοιβές που καταβάλλονται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11 Μαΐου 1994 και μετά.

Επίσης, με την παράγραφο 8 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/55 περίπτωση η΄ με βάση την οποία, οι μισθοί και λοιπές αμοιβές που καταβάλλει η εταιρία περιορισμένης ευθύνης σε διαχειριστές εταίρους της, λόγω των παρεχομένων σε αυτή υπηρεσιών, δεν

υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου. Περαιτέρω όμως, για τους πιο πάνω μισθούς και αμοιβές η ΕΠΕ έχει υποχρέωση να καταβάλλει στο Δημόσιο φόρο που υπολογίζεται με συντελεστή 15% πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ ΟΓΑ 1,20%.

Η απόδοση του φόρου αυτού γίνεται, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, έναντι του φόρου που υποχρεούται η ΕΠΕ να παρακρατήσει, σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955, στην επιχειρηματική αμοιβή των διαχειριστών -εταίρων της. Ο πιο πάνω φόρος καταβάλλεται στο Δημόσιο, σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου και Ιανουαρίου, κάθε έτους με προσωρινή δήλωση η οποία θα περιλαμβάνει τις κατά το προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο καταβληθείσες ακαθάριστες αποδοχές των διαχειριστών εταίρων. Περαιτέρω, κατά την υποβολή της δήλωσης απόδοσης του παρακρατούμενου φόρου επιχειρηματικής αμοιβής των διαχειριστών εταίρων, θα αφαιρεθεί από τον παρακρατούμενο φόρο 15% επί των ποσών της επιχειρηματικής αμοιβής των διαχειριστών εταίρων, ο φόρος που είχε αποδοθεί στο Δημόσιο με βάση τις ως άνω τριμηνιαίες δηλώσεις για τους μισθούς των διαχειριστών εταίρων. Το προκύπτον χρεωστικό υπόλοιπο καταβάλλεται εφάπαξ σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955, ενώ το τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο επιστρέφεται.

Για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της περιπτ. η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955 θα εφαρμόζονται οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις αριθ. 1088411/10621/ ΠΟΛ. 1185/1992, 1018050/189/ ΠΟΛ. 1042/1993 ερμηνευτικές εγκυκλίους του Ν. 2065/1992.

9. Με την παράγραφο 9 του άρθρου 19, αντικαθίσταται η παράγραφος 5 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955, που αναφέρεται στον τρόπο απόδοσης του φόρου που παρακρατείται στα εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι οι υπόχρεοι παρακράτησης φόρου, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β΄ (εισόδημα εργοληπτών κτλ.), γ΄ (εισόδημα αντιπροσώπων κτλ.), δ΄ (Επιχειρηματική αμοιβή διαχειριστών εταίρων ΕΠΕ), στ΄ (προμήθειες κάθε είδους αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τις δημόσιες υπηρεσίες κτλ.) και ζ΄ (εισόδημα από αμοιβές ή προμήθειες, λόγω διαμεσολάβησης για πώληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων) της παραγράφου 1 του άρθρου 37α του Ν.Δ. 3323/1955, υποχρεούνται να αποδίδουν αυτόν εφάπαξ με δήλωση, στη Δ.Ο.Υ. της περιφέρειας που έγινε η καταβολή των ποσών, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα. Η ουσιώδης μεταβολή που επέρχεται με τις νέες διατάξεις είναι ότι, σε αυτές περιλαμβάνεται και η απόδοση του φόρου που παρακρατείται από τις "Ανώνυμες Εταιρίες διαχειρίσεως" αμοιβαίων κεφαλαίων στα εισοδήματα που προέρχονται από αμοιβές ή προμήθειες λόγω διαμεσολάβησης για πώληση μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων.

10. Με την παράγραφο 10 του άρθρου 19, προστίθεται δεύτερο 5 στην παράγραφο 1 του άρθρου 40 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται - για την εφαρμογή της διάταξης αυτής - και το εισόδημα που αποκτούν οι δικηγόροι ως πάγια αντιμισθία για την παροχή νομικών υπηρεσιών σε τράπεζες, επιχειρήσεις κτλ. Ομοίως, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες θεωρείται και το εισόδημα που αποκτούν οι ξεναγοί οι οποίοι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37 του Ν. 1545/1985 (ΦΕΚ Α΄ 91) έχουν την προβλεπόμενη άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος του ξεναγού και συμβάλλονται με τουριστικά ταξιδιωτικά γραφεία, με μέλη της ένωσης εφοπλιστών επιβατηγών πλοίων και με τουριστικά γραφεία του εξωτερικού άμεσα ή με τα παραρτήματα - πρακτορεία τους στην Ελλάδα, για την πραγματοποίηση τουριστικών προγραμμάτων, που εκείνα οργανώνουν, συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας και υπάγονται στις σχετικές διατάξεις της ελληνικής εργατικής νομοθεσίας ως προς τις σχέσεις τους με τους εργοδότες τους.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικον. έτος 1995, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

Διευκρινίζεται ότι στις αμοιβές που καταβάλλονται στους δικαιούχους δικηγόρους ή ξεναγούς από 11 Ιουνίου 1994 και μετά, πρέπει να διενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 2019/1992, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 2065/1992 (Σχετ. 1151267/2009/Α0012/ΠΟΛ. 1379/17.12.1993 διαταγή Υπ. Οικονομικών) .

11. Με την παράγραφο 11 του άρθρου 19 του κοινοποιούμενου νόμου προστέθηκαν στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Ν. 1921/1991 δύο νέα εδάφια. Σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου, τα εισοδήματα που προκύπτουν κατά την εξωχρηματιστηριακή πώληση εντόκων γραμματίων ή ομολόγων του Δημοσίου με ειδική συμφωνία επαναγοράς (REPO) ή επαναπώλησης (REVERSE REPO), θεωρούνται τόκοι καταθέσεων και φορολογούνται αυτοτελώς με 15%. Κατά εξουσιοδότηση του δευτέρου προστεθέντος εδαφίου εκδόθηκε η αριθ.1053286/10431/ΠΟΛ. 1110/11.5.1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία καθορίσθηκαν η διαδικασία και οι λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 21 του Ν. 1921/1991 και στην περίπτωση των ως άνω εισοδημάτων.

Για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που δόθηκαν με την αριθ.1087436/10509/ΠΟΛ. 1151/13.6.1994 εγκύκλιο μας.

Άρθρο 20
Προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος αρχιτεκτόνων και μηχανικών

1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου 20 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο και οι περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις αυξάνονται οι συντελεστές προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος, προκειμένου για τις αμοιβές των αρχιτεκτόνων και μηχανικών που λαμβάνουν για τη

σύνταξη μελετών και σχεδίων οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, την επίβλεψη της εκτέλεσης τους, τη διεύθυνση εκτέλεσης (διοίκηση του έργου) και την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικά με αυτά τα έργα ως εξής:

α) Σε 38% από 35% που ίσχυε, για μελέτη - επίβλεψη κτιριακών έργων.

β) Σε 22% από 17% που ίσχυε, για μελέτη - επίβλεψη χωροταξικών, πολεοδομικών, συγκοινωνιακά, υδραυλικών έργων και για τις ακαθάριστες αμοιβές από διεύθυνση εκτέλεσης έργου,

γ) Σε 26% από 21% που ίσχυε, για μελέτη - επίβλεψη ηλεκτρομηχανολογικών έργων

δ) Σε 17% από 13% που ίσχυε, για μελέτη - επίβλεψη τοπογραφικών έργων

ε) Σε 60% από 55% που ίσχυε, για ακαθάριστες αμοιβές αρχιτεκτόνων και μηχανικών που -προσφέρουν ανεξάρτητες υπηρεσίες σε οργανωμένα γραφεία και για την ενέργεια πραγματογνωμοσυνών και διαιτησιών σχετικών με τα έργα αυτά.

Το καθαρό εισόδημα εξευρίσκεται με τη χρήση των πιο πάνω συντελεστών στις ακαθάριστες νόμιμες αμοιβές τους τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια έργα.

Για την εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος αρχιτεκτόνων -μηχανικών στις νόμιμες αμοιβές τους συμπεριλαμβάνονται και οι πάσης φύσεως τόκοι υπερημερίας που εισπράττονται λόγω καθυστέρησης στην καταβολή των πιο πάνω αμοιβών.

Για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος δεν αφαιρούνται τα ποσά τυχόν παρεχόμενων εκπτώσεων.

Σημειώνεται ότι στην έννοια του όρου "οργανωμένα γραφεία" της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, νοείται οποιασδήποτε μορφής μελετητική επιχείρηση, που αναθέτει σε μεμονωμένους αρχιτέκτονες ναι μηχανικούς την εκπόνηση μελέτης, που έχει αναλάβει η ίδια, με σχέση μίσθωσης έργου.

2. Με την -παράγραφο 2 του άρθρου 20 του κοινοποιούμενου νόμου ορίζεται ότι οι συντελεστές της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση που διατάξεις άλλου νόμου παραπέμπουν στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955, με τους ίδιους όρους και τις ίδιες προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο αυτή.

Ενδεικτικά αναφέρουμε την 1022100/315/Ά0012/ΠΟΛ. 105/19.3.90 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που κυρώθηκε με την περίπτωση ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 1914/1990 (ΦΕΚ Α΄ 178).

3. Με την παράγραφο 3 του άρθρου 20 του κοινοποιούμε νου νόμου αντικαθίσταται το -προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 46 του Ν.Δ. 3323/1955.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι αν από τα βιβλία και στοιχεία του υπόχρεου προκύπτει ότι οι δαπάνες της χρήσης βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με το υπόλοιπο των ακαθάριστων αμοιβών (τεκμαρτές, δαπάνες) που προκύπτουν από την εφαρμογή του συντελεστή, ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να προσαυξήσει το συντελεστή αυτό κατά ποσοστό 20%, αντί της διακριτικής ευχέρειας που είχε με τις προηγούμενες διατάξεις, να προσαυξήσει το συντελεστή αυτό κατά ποσοστό μέχρι 30%.

4. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν από το οικονομικό έτος 1995, για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

Άρθρο 21
Επιβολή έκτακτης εφάπαξ εισφοράς στα κέρδη από εξαγωγές σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση την Ε. 3789/128/15.3.1988 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών

Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, ήδη, παρασχέθηκαν οι σχετικές οδηγίες και διευκρινίσεις με τις αριθμ. 1058151/10442/Β0012/ΠΟΛ. 1123/23.5.1994 και 1065669/10498/Β0012/ΠΟΛ. 1146/7.6.1994 εγκυκλίους, στις οποίες και παραπέμπουμε.

Άρθρο 22
Εναρμόνιση των διατάξεων του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 με τις ισχύουσες διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος

1. Με το άρθρο 22 του κοινοποιούμενου νόμου τροποποιούνται ορισμένες διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 με σκοπό την εναρμόνιση αυτού με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του Ν.Δ. 3323/1955.

Η εναρμόνιση αυτή ήταν επιβεβλημένη μετά τη ριζική τροποποίηση των άρθρων 8 και 9 του Ν.Δ. 3323/1955 με το Ν. 2065/1992 με τον οποίο καταργήθηκαν τα αφορολόγητα ποσά, θεσπίστηκαν ή επαναφέρθηκαν εκπτώσεις δαπανών από το εισόδημα του φορολογουμένου και επαναπροσδιορίστηκε ο τρόπος υπολογισμού του φόρου εισοδήματος. Τούτο, καθόσον το άρθρο 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 έχει άμεση σχέση με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 9 του Ν. 3323/55, στις οποίες και ρητά αναφέρεται στο κείμενο του.

Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, του Ν. 565/1977, του άρθρου 10 του Ν. 1180/1981 και του άρθρου 32 του Ν. 1489/1984, εκτός από την βουλευτική αποζημίωση, κατά τον ίδιο τρόπο φορολογούνται και η χορηγία του Προέδρου της Δημοκρατίας (Ν. 565/1977), οι αποζημιώσεις Ελλήνων αντιπροσώπων στη Συνέλευση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (παράγραφος 2 άρθρου 10 Ν. 1180/1981), οι αποζημιώσεις των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου που δεν έχουν την βουλευτική ιδιότητα (παράγραφος 6 άρθρου 5 Ζ΄ Ψηφίσματος έτους 1975) και η βουλευτική σύνταξη (παράγραφος 1 άρθρου 32 του Ν. 1489/1984).

2. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 22 του κοινοποιούμενου νόμου, η οριστική εκκαθάριση του φόρου που αναλογεί στη Βουλευτική αποζημίωση, όπως και με το προϊσχύσαν καθεστώς, διενεργείται από το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής. Έτσι από το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής διενεργείται, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα Φεβρουαρίου ίου επόμενου έτους, από το έτος της καταβολής της Βουλευτικής αποζημίωσης, οριστική εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος που αναλογεί στο τμήμα της ετήσιας Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογήθηκε αυτοτελώς. Με την οριστική αυτή εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος επί της Βουλευτικής αποζημίωσης, επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του Βουλευτή για το εισόδημα από τη Βουλευτική του αποζημίωση. Συνεπώς η Βουλευτική αποζημίωση δεν φορολογείται με τις γενικές διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955, δηλώνεται όμως από το Βουλευτή (φορολογούμενο) με την ετήσια δήλωση του φορολογίας εισοδήματος, στο πίνακα 12 ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ και ειδικότερα στην ένδειξη "εισοδήματα που απαλλάσσονται από το φόρο" αναγράφεται το τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης (καθαρό ποσό) που δεν θεωρείται εισόδημα και στην ένδειξη "εισοδήματα που φορολογούνται με ειδικό τρόπο" αναγράφεται το τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης (καθαρό ποσό) που φορολογήθηκε αυτοτελώς (μειωμένο βέβαια με το ποσό του φόρου που του παρακρατήθηκε) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.

Κατά την εκκαθάριση του φόρου από το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής από το ποσό της βουλευτικής αποζημίωσης αφαιρούνται οι κρατήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 (κρατήσεις υπέρ του Κόμματος, κρατήσεις υπέρ του Δημοσίου για υγειονομική περίθαλψη κτλ.) και το ήμισυ του ποσού που απομένει υπόκειται αυτοτελώς σε φόρο.

Περαιτέρω για να εξευρεθεί ο φόρος που αναλογεί, από το ποσό της Βουλευτικής αποζημίωσης που υπόκειται αυτοτελώς σε φόρο αφαιρείται το σύνολον των ποσών των εκπτώσεων του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955, εφόσον η Βουλευτική αποζημίωση αποτελεί το μοναδικό εισόδημα του Βουλευτή. Στο υπόλοιπο ποσό της Βουλευτικής αποζημίωσης υπολογίζεται ο φόρος που αναλογεί με βάση τη φορολογική κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955.

Αν ο Βουλευτής, εκτός της Βουλευτικής αποζημίωσης, αποκτά εισοδήματα και από άλλες πηγές (οικοδομές, ελευθέρια επαγγέλματα κτλ.), τότε οι προβλεπόμενες εκπτώσεις του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 ενεργούνται κατ΄ επιλογή του Βουλευτή, μετά από υποβολή σχετικής δήλωσης του στο Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής, είτε κατά την διενέργεια της εκκαθάρισης του φόρου εισοδήματος, ο οποίος αναλογεί στο τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς, είτε από τα άλλα εισοδήματα του που φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955, κατά την εκκαθάριση του φόρου της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.

Αν ο Βουλευτής επιλέξει οι δαπάνες του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955 να εκπεσθούν από το τμήμα της Βουλευτικής του αποζημίωσης που φορολογείται, τότε ο Βουλευτής, μαζί με τη δήλωση επιλογής του, έχει υποχρέωση να υποβάλλει στο ειδικό λογιστήριο της Βουλής και τα σχετικά δικαιολογητικά δαπανών του άρθρου 8, που προβλέπονται από το νόμο και τις σχετικές Υπουργικές αποφάσεις.

Σε αυτή την περίπτωση εφόσον ο βουλευτής έχει και άλλα εισοδήματα, το ΚΕΠΥΟ δεν θα αφαιρέσει από τα λοιπά του εισοδήματα εκπτώσεις άρθρου 8, ανεξάρτητα από το εάν το τμήμα της βουλευτικής αποζημίωσης τ«.ου φορολογείται αυτοτελώς επαρκεί για τη διενέργεια του συνολικού ποσού των εκπτώσεων του άρθρου 8 από αυτό. Επίσης, σε αυτή την περίπτωση στο φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 στα λοιπά εισοδήματα του βουλευτή, προστίθεται ο φόρος ο οποίος προκύπτει με την εφαρμογή αναλογικού συντελεστή 5% στο τμήμα του φορολογούμενου (λοιπού) εισοδήματος μέχρι 1.000.000 δραχμές.

Αντίθετα, αν ο Βουλευτής, με τη σχετική δήλωση που έχει υποβάλει στο Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής, ζητά οι εκπτώσεις του άρθρου 8 να διενεργηθούν από τα λοιπά εισοδήματα του, τότε το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής, κατά τη διενέργεια της οριστικής εκκαθάρισης του φόρου, στο φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 στο φορολογούμενο τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης (χωρίς να αφαιρεθούν από αυτό οι εκπτώσεις του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3323/1955), προσθέτει και τον φόρο ο οποίος προκύπτει με την εφαρμογή αναλογικού συντελεστή 5% στο τμήμα της φορολογούμενης βουλευτικής αποζημίωσης μέχρι 1.000.000 δρχ.

Από το ποσό του φόρου που προέκυψε στο τμήμα της βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς, με βάση την κλίμακα του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955, αφαιρούνται σε κάθε περίπτωση, οι μειώσεις του φόρου που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ. 3323/1955 (μειώσεις φόρου με βάση τον αριθμό των τέκνων που βαρύνουν το βουλευτή κτλ.), ανεξάρτητα από το εάν οι εκπτώσεις του άρθρου 8 διενεργήθηκαν ή όχι από το τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς ή από τα λοιπά εισοδήματα του φορολογουμένου. Εάν δεν προκύπτει φόρος στο τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς ή αν αυτός που προκύπτει δεν επαρκεί για να διενεργηθούν από αυτό οι μειώσεις του φόρου που αναφέρονται παραπάνω, το ποσό αυτών ή η τυχόν ακάλυπτη διαφορά τους, δεν μεταφέρονται για να μειώσουν το φόρο που αντιστοιχεί στα λοιπά εισοδήματα του Βουλευτή.

Σημειώνεται ότι στη βεβαίωση αποδοχών που υποχρεούται να χορηγήσει το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής στον Βουλευτή, σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρου 70 του Ν.Δ. 3323/1955, θα αναγράφεται μεταξύ των άλλων στοιχείων, αν οι εκπτώσεις του άρθρου 8 διενεργήθηκαν από το τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται ή όχι.

3. Με τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 22 αυτού του νόμου στην παραγρ. 2 του άρθρου 5 του Ζ΄ ψηφίσματος του έτους 1975 προστέθηκε νέο εδάφιο.

Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι εάν κατά την οριστική εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος που διενεργείται από το ειδικό λογιστήριο τους Βουλής στο τμήμα της Βουλευτικής αποζημίωσης που φορολογείται αυτοτελώς, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο, προκύπτει διαφορά μεταξύ του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση την οριστική εκκαθάριση και του ποσού του φόρου που παρακρατήθηκε κατά την διάρκεια του οικείου έτους που καταβλήθηκε η Βουλευτική αποζημίωση, τότε η διαφορά φόρου βεβαιώνεται ή επιστρέφεται κατά περίπτωση, από το Ειδικό Λογιστήριο της Βουλής.

4. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου αυτού, τα παραπάνω αναφερόμενα ισχύουν για εισοδήματα που αποκτήθηκαν ή δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν από 1/1/1992 και μετά.

5. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 4 του άρθρου 22 του νόμου αυτού, για να αρθούν ορισμένες αμφισβητήσεις που είχαν προκύψει κατά την εκκαθάριση του φόρου του οικον. έτους 1993 (χρήσης 1992), στην περίπτωση που ο φορολογούμενος Βουλευτής για δύο ή περισσότερες αιτίες έλαβε ποσά που φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, ορίσθηκε ρητά, για το οικον. έτος 1994 (χρήση 1993) και επόμενα, ότι στην περίπτωση που, από δύο ή περισσότερες αιτίες καταβάλλονται στον ίδιο δικαιούχο, μέσα στο οικείο έτος, χρηματικά ποσά που φορολογούνται με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στο άθροισμα αυτών των ποσών.

Σε αυτή την περίπτωση την οριστική εκκαθάριση του φόρου στο άθροισμα αυτών των χρηματικών ποσών διενεργεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 5 του άρθρου 22 του κοινοποιούμενου νόμου, η Υπηρεσία η οποία στο οικείο έτος τελευταία κατέβαλε στο δικαιούχο τέτοιο ποσό και εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ζ΄ ψηφίσματος του έτους 1975.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 22 του νόμου αυτού, τα αναφερόμενα στις παραγράφους 4 και 5 του ιδίου άρθρου, για τις οποίες αναφερθήκαμε στην προηγούμενη παράγραφο 5, ισχύουν για εισοδήματα που αποκτήθηκαν από τους δικαιούχους από 1 Ιανουαρίου 1993 και μετά.

Άρθρο 23
Ρυθμίσεις στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων

1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 με την οποία προεβλέπετο ότι τα συνολικά κέρδη όλων των νομικών προσώπων του πιο πάνω νομοθετήματος φορολογούντο με συντελεστή 35%.

Με την ως άνω τροποποίηση αυξάνεται, από 35% σε 40%, ο συντελεστής φορολογίας μόνο: α) των ανωνύμων εταιριών, που οι ς τους είναι ανώνυμες, ΜΗ εισηγμένες στο χρηματιστήριο και αλλοδαπών εταιριών και οργανισμών που αποβλέπουν στην ση οικονομικών ωφελημάτων. Ως κρίσιμος χρόνος για την εφαρμογή του αυξημένου συντελεστή (προκειμένου για ημεδαπές ΑΕ) από το νόμο ο χρόνος της λήξης της διαχειριστικής δηλαδή αν κατά το χρόνο αυτό, οι μετοχές της εταιρίας ανώνυμες ΜΗ εισηγμένες στο χρηματιστήριο, τα συνολικά κέρδη διαχειριστικής αυτής χρήσης θα φορολογηθούν με συντελεστή έστω και αν μέσα στη χρήση αυτή έγιναν οι μετοχές ανώνυμες ονομαστικές. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που κατά το χρόνο λήξης της διαχειριστικές περιόδου η ανώνυμη εταιρία έχει ονομαστικές και ανώνυμες μετοχές, μη ίνες στο χρηματιστήριο, ο συντελεστής 40% εφαρμόζεται μόνο μέρος των κερδών που αναλογεί στον αριθμό των ανωνύμων και περαιτέρω, για τον προσδιορισμό των κερδών αυτών επιμερίζονται τα συνολικά φορολογούμενα καθαρά κέρδη, ανάλογα με αριθμό των ονομαστικών και ανωνύμων μετοχών που προκύπτουν τηρούμενα βιβλία κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.

Σημειώνεται ότι για τα λοιπά νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Ν.Δ. 3843/1958 (Συνεταιρισμοί, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρας ημεδαπά ή αλλοδαπά νομικά πρόσωπα) ο συντελεστής φορολογίας των καθαρών κερδών τους παρέμεινε στο 35%.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε το εξής παράδειγμα.

Η ανώνυμη εταιρία "χ" πραγματοποίησε βάσει ισολογισμού καθαρά κέρδη 200.000.000 δρχ. κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1.94 - 31.12.94, τα οποία με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικον. έτους 1995, αναμορφώθηκαν σε 230.000.000 δρχ. με την προσθήκη λογιστικών διαφορών 30.000.000 δρχ. Το καταβεβλημένο μετοχικό της κεφάλαιο κατά την 31.12.1994 ανέρχεται σε 100.000.000 δρχ. διαιρεμένο σε 1.000.000 μετοχές ΜΗ εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, από τις οποίες 660.000 είναι ανώνυμες και οι υπόλοιπες 340.000 ονομαστικές, ονομαστικής αξίας 100 δρχ. η κάθε μία.

Με βάση τα δεδομένα αυτά ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος προσδιορίζεται ως εξής:

- Κέρδη βάσει ισολογισμού

200.000.000

- Πλέον Λογιστικές Διαφορές

30.000.000

Σύνολο Φορολογητέων Κερδών

230.000.000 δρχ.

- Φορολογητέα κέρδη που αναλογούν στις ονομαστικές μετοχές

230.000.000 Χ 340.000 / 1.000.000 =

78.200.000 δρχ

- Φορολογητέα κέρδη που αναλογούν στις ανώνυμες μετοχές

230.000.000 Χ 660.000 / 1.000.000 =

151.800.000 δρχ

- Οφειλόμενος φόρος εισοδήματος

- α. 78.200.000 Χ 35%

27.370.000 δρχ

- β. 151.800.000 Χ 40%

60.720.000 δρχ.

Σύνολο φόρου εισοδήματος

88.090.000 δρχ.

Με βάση τη περίπτωση ζ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ο αυξημένος συντελεστής φορολογίας 40% των ανωνύμων εταιριών, που έχουν μετοχές ανώνυμες ΜΗ εισηγμένες στο χρηματιστήριο, έχουν εφαρμογή για τα κέρδη αυτών που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν με 30 Ιουνίου 1994 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 8Α του Ν.Δ. 3843/1758, που αναφέρεται στον τρόπο φορολογίας των διανεμομένων ή κεφαλαιοποιουμένων αφορολόγητων αποθεματικών των νομικών προσώπων του ίδιου νομοθετήματος.

Με την τροποποίηση αυτή, τα ως άνω αποθεματικά φορολογούνται πλέον αυτοτελώς κατά το χρόνο που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται από την ανώνυμη εταιρία, τον συνεταιρισμό ή την ΕΠΕ, κατά περίπτωση, ενώ με τις προϊσχύσασες διατάξεις επροστίθεντο στα φορολογητέα κέρδη του νομικού προσώπου και εφορολογούντο με βάση τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος μαζί με τα υπόλοιπα κέρδη με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικον. έτους.

Ειδικότερα με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι, τα αφορολόγητα αποθεματικά, ανεξάρτητα από το χρόνο που σχηματίσθηκαν, εφόσον διανεμηθούν ή κεφαλοποιηθούν, φορολογούνται αυτοτελώς κατά το χρόνο της διανομής ή κεφαλοποίησης με το συντελεστή που ορίζεται από το άρθρο 10 του Ν. 3843/1958, δηλαδή με 40% προκειμένου για ανώνυμη εταιρία της οποίας οι μετοχές είναι ανώνυμες ΜΗ εισηγμένες στο χρηματιστήριο και με 35% στις άλλες περιπτώσεις (ανώνυμη εταιρία με ονομαστικές μετοχές ή μετοχές εισηγμένες στο χρηματιστήριο, ΕΠΕ, συνεταιρισμοί), αφού προηγουμένως το διανεμόμενο ή κεφαλοποιούμενο ποσό αναχθεί σε μικτό με την προσθήκη του αναλογούντος φόρου.

Σε περίπτωση που κατά το χρόνο λήψης της απόφασης από τη γενική συνέλευση των μετόχων για διανομή ή κεφαλαιοποίηση, το καταβεβλημένο ήδη μέχρι του χρόνου αυτού μετοχικό κεφάλαιο είναι διαιρεμένο και σε ανώνυμες και σε ονομαστικές μετοχές, ΜΗ εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, το μέρος του αφορολόγητου αποθεματικού που αντιστοιχεί στον αριθμό των (υφισταμένων) ανωνύμων μετοχών θα υπαχθεί σε φορολογία με 40% και το μέρος του αφορολόγητου αποθεματικού που αντιστοιχεί στον αριθμό των ονομαστικών μετοχών θα φορολογηθεί με συντελεστή 35%, κατ΄ αναλογία των όσων αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο του άρθρου αυτού.

Σημειώνεται ότι, επειδή με βάση τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της περ. α΄ του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3843/1958, τα διανεμόμενα κέρδη λαμβάνονται από το υπόλοιπο των κερδών που απομένει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος, η διανομή ολόκληρου του ποσού που εμφανίζεται στο λογαριασμό 41.90 «Αποθεματικά από απαλασσόμενα της φορολογίας έσοδα» είναι αδύνατη. Μπορεί να διανεμηθεί μόνο μέχρι του ποσού που προκύπτει μετά την αφαίρεση από αυτό του αναλογούντος φόρου.

Με βάση τα πιο πάνω το ποσό του αφορολόγητου αποθεματικού που αποφασίζει η Γ.Σ. να διανέμει θεωρείται πάντα ότι είναι καθαρό (ελεύθερο φόρου) και γι΄ αυτό τον λόγο οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 8 Α επιβάλλουν την αναγωγή αυτού πρώτα σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτό ποσού φόρου και στη συνέχεια τη φορολόγηση του προκύπτοντος συνολικού ποσού. Περαιτέρω με τις διατάξεις του τρίτου και τετάρτου εδαφίου της παραγράφου 4 προβλέπεται ότι, το νομικό πρόσωπο υποχρεούται, για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου, να υποβάλλει δήλωση φορολογίας εισοδήματος του άρθρου11 του Ν.Δ. 3843/58 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο λαμβάνεται η απόφαση για τη διανομή ή κεφαλοποίηση των αποθεματικών. Ο φόρος που προκύπτει καταβάλλεται σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις από τις οποίες η πρώτη ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο την τελευταία εργάσιμη ημέρα της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες δύο την τελευταία εργάσιμη ημέρα των δύο επομένων, από την υποβολή της δήλωσης, μηνών.

Επειδή η πιο πάνω δήλωση φορολογίας εισοδήματος είναι δήλωση του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/58, θά έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 13 του ίδιου νομοθετήματος, σύμφωνα με τις οποίες, αν δεν καταβληθεί το 1/3 του οφειλόμενου φόρου ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης, αυτή θεωρείται απαράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Επειδή οι υφιστάμενες δηλώσεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/58 (Φ.01.010, Φ.01.011, Φ.01.013) δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής, θα τυπωθεί νέο έντυπο. Μέχρι την εκτύπωση του νέου εντύπου, του οποίου ο τύπος και το περιεχόμενο θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, θα χρησιμοποιούνται τα πιο πάνω έντυπα δηλώσεων, ανάλογα με την νομική μορφή του νομικού προσώπου (ΆΕ, ΕΠΕ κ.λ.π.).

Με την καταβολή του πιο πάνω φόρου από το νομικό πρόσωπο εξαντλείται, κατά ρητή διατύπωση του νόμου, η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αφορολόγητα αποθεματικά.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 4 του άρθρου 8Α, όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών εταιριών και οργανισμών, σε περίπτωση που πιστώνουν το κεντρικό κατάστημα στην αλλοδαπή ή όταν αναλαμβάνουν ή εξάγουν στο εξωτερικό κέρδη ή αποθεματικά που δεν έχουν φορολογηθεί στη χώρα μας στο όνομα του υποκαταστήματος, ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους, με εξαίρεση βέβαια το συντελεστή φορολογίας, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση είναι 40% με βάση τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με την παραγρ. 1 του άρθρου 23 του κοινοποιούμενου νόμου. Η δήλωση για την απόδοση του οφειλόμενου φόρου υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από αυτόν εντός του οποίου γίνεται η πίστωση ή η ανάλειψη ή η εξαγωγή στο εξωτερικό των κερδών ή αποθεματικών και ο οφειλόμενος φόρος καταβάλλεται σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω.

Αντίθετα, με βάση τις διατάξεις του έκτου εδαφίου της παραγρ. 4 του άρθρου 8Α, τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για τα ακόλουθα αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται:

α. Τα αποθεματικά αναπτυξιακών νόμων (Ν. 3213/1955, Ν.Δ. 2901/1954, Ν.Δ. 4002/1959, Α.Ν. 1471/1967, Ν.Δ. 1078/1971, Ν.Δ. 1313/1972, Ν.Δ. 331/1974, Ν. 289/1976, Ν. 849/1978, Ν. 1116/1981, Ν. 1262/1982 κ.λ.π.), που έχουν σχηματισθεί από ανώνυμες εταιρίες, των οποίων οι μετοχές είναι ΕΙΣΗΓΜΕΝΕΣ στο χρηματιστήριο, εφόσον η κεφαλαιοποίηση τους γίνεται με βάση τις διατάξεις των παραγρ. 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990, οι οποίες προβλέπουν την αυτοτελή φορολόγηση των με συντελεστή φόρου 5% (1040321/10238/ ΠΟΛ. 1093/1992 ερμηνευτική εγκύκλιος του Ν. 1892/1990).

Τα αποθεματικά της προηγούμενης περίπτωσης, που έχουν σχηματισθεί από ανώνυμες εταιρίες με μετοχές ΜΗ εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, καθώς και από εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, εφόσον αυτά κεφαλαιοποιούνται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1473/1984 και της παραγρ. 7 του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990, ήτοι με αυτοτελή φορολόγηση 10% και ισόποση πραγματική αύξηση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, κατά περίπτωση (Ε. 1290/ΠΟΛ. 19/1985, 1040321/ ΠΟΛ. 1093/1992 ερμηνευτικές εγκύκλιοι των νόμων 1473/1984 και 1892/1990).

Επίσης, οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, δεν έχουν εφαρμογή επί των ειδικών αφορολογήτων αποθεματικών επενδύσεων που σχηματίσθηκαν κατά περίπτωση, με τις διατάξεις της Ε. 2665/1988 απόφασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1839/1989, του άρθρου 22 του Ν. 1828/1989 και του άρθρου 11 του Ν. 1882/1990, καθόσον από τις διατάξεις των νόμων αυτών ρητά προβλέπεται η κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών αυτών μετά την παρέλευση τριετίας από το χρόνο σχηματισμού τους, χωρίς να υπάρχει υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος.

Τα αποθεματικά που έχει σχηματίσει ανώνυμη εταιρία, είτε από την υπεραξία μετοχών που προέρχεται από απόσχιση κλάδου της ή από συγχώνευση εταιριών στις οποίες συμμετέχει, είτε από την αύξηση της αξίας των συμμετοχών της εταιρίας ή από διανομή μετοχών με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 148/67, του Ν. 542/1977 του Ν. 1249/82, του Ν. 1839/1989 και του Ν. 2065/1992 κατόπιν κεφάλαιοποιήσεως της υπεραξίας που προέκυψε από την αναπροσαρμογή παγίων περιουσιακών στοιχείων θυγατρικής εταιρίας ή άλλης εταιρίας στην οποία συμμετέχει, που μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν, σύμφωνα με την παραγρ. 8 του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990, με σκοπό διανομής νέων μετοχών στους μετόχους αυτών.

β. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι τυχόν αφορολόγητα αποθεματικά (π.χ. από τόκους καταθέσεων, από τόκους εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, από υπεραξία πώλησης ακινήτων κ.τ.λ.) που είχαν σχηματίσει οι εταιρίες περιορισμένης ευθύνης μέχρι το χρόνο έναρξης ισχύος (30.6.1992) του ν. 2065/92, με εξαίρεση τα αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί με βάση τις διατάξεις αναπτυξιακών νόμων (π.χ. Α.Ν. 147/67, Ν.Δ. 1078/71, Ν. 1116/81, Ν. 1262/82 κ.τ.λ.), δεν υπόκεινται σε φορολογία σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης αυτών.

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 5 του άρθρου 8Α του Ν.Δ. 3843/1958 (η διατύπωση τους δεν άλλαξε με τον κοινοποιούμενο νόμο), ο πιο πάνω τρόπος φορολογίας των διανεμομένων ή κεφαλαιοποιουμένων αφορολόγητων αποθεματικών εφαρμόζεται ανάλογα και στην περίπτωση που διανέμονται ή κεφαλαιοπιούνται αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί από εισοδήματα τα οποία τα οποία έχουν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, όπως για παράδειγμα, τόκοι καταθέσεων επί των οποίων έχει παρακρατηθεί φόρος 10% ή 15%, τόκοι από πράξεις REPO ή REVERSE REPO που έχουν φορολογηθεί με 15%, υπεραξία από πώληση αυτοκινήτου ως εμπορευσίμου στοιχείου κ.λ.π., που θα πρέπει να εμφανίζονται, σύμφωνα με την αριθ. 1044770/ ΠΟΛ. 1117/1993 Α.Υ.Ο., στο δευτεροβάθμιο λογαριασμό 41.91 "Αποθεματικά από έσοδα φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο". Επομένως, το ποσό (καθαρό) που διανεμόμενου ή κεφαλαιοποιούμενου αποθεματικού θα ανάγεται (με συντελεστή 35% ή 40%) σε μικτό ποσό και στη συνέχεια, το προκύπτον ποσό θα υπόκειται σε φορολογία με συντελεστή 35% ή 40%, κατά περίπτωση. Από τον -προκύπτοντα, σύμφωνα με τα πιο πάνω, φόρο θα αφαιρείται το μέρος του παρακρατηθέντος φόρου (10%, 15% κ.λ.π.) που αναλογεί στο μικτό ποσό του διανεμόμενου ή κεφαλαιοποιούμενου αποθεματικού.

Το προκύπτον υπόλοιπο ποσό φόρου αποδίδεται στο Δημόσιο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν. 2214/1994 για τα αποθεματικά που, κατά περίπτωση, κεφαλαιοποιούνται ή διανέμονται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή από 11 Μαΐου 1994 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το τέταρτο εδάφιο της παραγρ. 5 του άρθρου 8Α του Ν.Δ. 3843/1958. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι όσα αναφέρθηκαν στην προηγουμένη παράγραφο για τη φορολογία των διανεμομένων ή κεφαλαιοποιουμένων αποθεματικών που προέρχονται από εισοδήματα που έχουν φορολογηθεί κατά ειδικό τρόπο, εφαρμόζονται ανάλογα και σε περίπτωση που τα εγκατεστημένα στη χώρα μας υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων και οργανισμών εξάγουν στην αλλοδαπή τα πιο πάνω εισοδήματα ή αναλαμβάνουν αυτά ή πιστώνουν με αυτά το ευρισκόμενο στην αλλοδαπή κεντρικό κατάστημα.

4. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού προστέθηκε μετά το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 νέο εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, το δικαίωμα αφαίρεσης της επιχειρηματικής αμοιβής από τα καθαρά κέρδη της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης εξακολουθεί να ισχύει και στην περίπτωση που η αρχική δήλωση του νομικού προσώπου υποβάλλεται εκπρόθεσμα, αλλά μόνο μέχρι 30 ημέρες από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, ενώ με βάση της προϊσχύσασες διατάξεις επιτρέπετο μόνο με την εμπρόθεσμη υποβολή της αρχικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της ΕΠΕ.

Με βάση τα πιο πάνω, επιχειρηματική αμοιβή θα υπολογίζεται αν η αρχική δήλωση φορολογίας εισοδήματος της ΕΠΕ υποβάλλεται μέχρι και την 14 Ιουνίου, όταν ο ισολογισμός της κλείνει με 31 Δεκεμβρίου και μέχρι 15 Δεκεμβρίου, όταν ο ισολογισμός της κλείνει με 30 Ιουνίου.

Διευκρινίζεται ότι η αφαίρεση επιχειρηματικής αμοιβής με την υποβολή εκπρόθεσμης - μέχρι 30 ημέρες - αρχικής δήλωσης δεν αναστέλλει την επιβολή των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/55 κυρώσεων (πρόσθετου φόρου), καθόσον η δήλωση εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως εκπρόθεσμη.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτ. ε΄ του άρθρου 66 του Ν. 2214/1994, για τα εισοδήματα του οικον. έτους 1994 και επομένων. Κατά συνέπεια, οι ΕΠΕ που έχουν υποβάλλει τη δήλωση οικον. έτους 1994 στο χρονικό διάστημα που περιλαμβάνεται μεταξύ της 17 Μαΐου 1994 μέχρι και 14 Ιουνίου 1994 (Η 15η Μαΐου ήταν Κυριακή) δικαιούνται να αφαιρέσουν από τα κέρδη της χρήσης 1993 την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958 επιχειρηματική αμοιβή.

5. Λόγω της μεταβολής που αναφαίρεται στην προηγούμενη παράγραφο, τροποποιήθηκαν, με την παρ. 5 του άρθρου 23 του Ν. 2214/1994, οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 3843/1958, σχετικά με τον τρόπο επιλογής της εταιρίας από την οποία θα τύχει ο διαχειριστής - εταίρος ΕΠΕ επιχειρηματικής αμοιβής, σε περίπτωση που αυτός συμμετέχει και σε άλλη ΕΠΕ ή σε προσωπική εταιρία ως ομόρρυθμο μέλος. Έτσι, ενώ με τις προϊσχύσασες διατάξεις η επιλογή αυτή γινόταν με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του νομικού προσώπου, με βάση τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι μπορεί να γίνει και με την αρχική δήλωση που υποβάλλεται εκπρόθεσμα, μέχρι όμως 30 ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, η οποία και δεν ανακαλείται. Η ισχύς των ανωτέρω αρχίζει, σύμφωνα με την περίπτ. ε΄ του άρθρου 66 του Ν. 2214/1994, από τα εισοδήματα του οικον. έτους 1994.

6. Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 2 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3843/58. Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται εκ νέου η καταργηθείσα με τις διατάξεις του Ν. 2065/92 χορήγηση έκπτωσης σε περίπτωση εφάπαξ καταβολής του συνολικού ποσού που βεβαιώνεται (κύριος φόρος, προκαταβολή φόρου εισοδ/τος, συμπληρωματικός φόρος, τέλη χαρτοσήμου κ.λ.π.) και το οποίο προκύπτει με βάση την δήλωση του νομικού προσώπου, η οποία υποβάλλεται εμπρόθεσμα. Το ποσοστό έκπτωσης ορίζεται σε πέντε τοις εκατό (5%) και ισχύει για τα εισοδήματα του οικον. έτους 1995 και επομένων.

7. Με τις διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού αυξήθηκε από 35% σε 40%, ο προβλεπόμενος, από τις διατάξεις της παραγρ. 2 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958, συντελεστής του φόρου που παρακρατείται στους τόκους που καταβάλλονται σε αλλοδαπά νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν έχουν μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας. Τονίζεται ότι, σε περίπτωση που μεταξύ της Ελλάδος και της χώρας, της οποίας είναι κάτοικος ο αλλοδαπός οργανισμός ή επιχείρηση, υπάρχει διμερής σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, κατισχύουν τα οριζόμενα από τη σύμβαση.

Ο πιο πάνω αυξημένος συντελεστής ισχύει για τους τόκους που πιστώνονται ή καταβάλλονται στην αλλοδαπή από τη δημοσίευση του Ν. 2214/1994 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11.5.1994 και μετά.

8. Με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού αυξήθηκαν οι προβλεπόμενοι από την παράγραφο 5 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/1958 συντελεστές παρακράτησης φόρου στα ποσά τα οποία καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις και οργανισμούς, που αναλαμβάνουν την εργοληπτική κατασκευή τεχνικών έργων στην Ελλάδα, ως εξής:

α. Από τρία και μισό τοις εκατό (3,50%) σε τέσσερα τοις εκατό (4%) στη συνολική ακαθάριστη αξία έργων του Δημοσίου, Δήμων και Κοινοτήτων, δημοσίων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, οργανισμών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου γενικά, ανεξάρτητα αν τα έργα αυτά εκτελούνται με υλικά του εργολήπτη ή όχι.

β. Από τέσσερα και είκοσι τοις εκατό (4,20%) σε τέσσερα και ογδόντα τοις εκατό (4,80%), στη συνολική ακαθάριστη αξία των ιδιωτικών έργων, γενικά.

γ. Από οκτώ και εβδομήντα πέντε τοις εκατό (8,75%) σε δέκα τοις εκατό (10%), στη συνολική ακαθάριστη αξία των έργων χωρίς την αξία των υλικών για έργα της προηγούμενης περίπτωσης (ιδιωτικά τεχνικά έργα) για τα οποία ο εργολήπτης ΔΕΝ χρησιμοποιεί δικά του υλικά. Οι ανωτέρω αυξημένοι συντελεστές ισχύουν για τα ποσά που καταβάλλονται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 11 Μαΐου 1994 και μετά, ανεξάρτητα από το χρόνο δημοπράτησης ή ανάθεσης του έργου. Κατά τα λοιπά, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι οδηγίες που έχουν δοθεί με τις αριθ. Ε.1290/ΠΟΛ. 19/1985, Ε.12898/ΠΟΛ 301/1986, 11129/ ΠΟΛ. 1042/1993 ερμηνευτικές εγκυκλίους των νόμων 1473/84, 1563/85 και 2065/1992.

9. Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/55, οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες υποχρεούνται να παρακρατούν φόρο με συντελεστή 35% (με την οποία επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης για τα εισοδήματα αυτά), για τα ακόλουθα εισοδήματα που καταβάλουν στους δικαιούχους, με την προϋπόθεση ότι αυτά βαρύνουν τα αποτελέσματα τους (έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα) και όχι από τη διάθεση των προκυπτόντων κερδών τους:

α. Στις αμοιβές και αποζημιώσεις μελών Δ.Σ. που βαρύνουν την ίδια την ανώνυμη εταιρία, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 24 του Κ.Ν. 2190/20.

β. Στους τόκους που καταβάλλουν στους κατόχους ιδρυτικών τίτλων τους.

γ. Στους τόκους που καταβάλλουν στους κατόχους προνομιούχων μετοχών.

δ. Στα ποσά που καταβάλλουν στους κατόχους ιδρυτικών τίτλων κατά την εξαγορά τους.

ε. Στις παροχές σε χρήμα ή σε είδος και γενικά στις παροχές που μπορούν να αποτιμηθούν χρηματικά, οι οποίες γίνονται χωρίς νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση προς διευθύνοντες ή εντεταλμένους συμβούλους ή προέδρους ή μέλη του Δ.Σ. ή Διευθυντές και γενικά σε πρόσωπα που εκπροσωπούν νόμιμα την ανώνυμη εταιρία.

Ήδη, με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού προστέθηκαν δύο νέα εδάφια στην παράγραφο 3 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/1955, με βάση τα οποία ο συντελεστής παρακράτησης φόρου στα πιο πάνω εισοδήματα ορίζεται σε 40% όταν τα εισοδήματα αυτά προέρχονται από ανώνυμη εταιρία της οποίας οι μετοχές ανώνυμες ΜΗ εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Περαιτέρω, αν η ανώνυμη εταιρία έχει μετοχές ονομαστικές και ανώνυμες ο αυξημένος συντελεστής 40% θα εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία ο αριθμός των ανωνύμων μετοχών που υπάρχουν κατά την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, μέσα στην οποία καταβάλλονται τα ποσά είναι ίσος ή μεγαλύτερος από το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των μετοχών. Διευκρινίζεται ότι για τους μισθούς που καταβάλλει η ανώνυμη εταιρία στα μέλη του Δ.Σ. αυτής λόγω παροχής εξαρτημένης εργασίας, εξακολουθεί να ισχύει ο συντελεστής παρακράτησης Φόρου 35% (άρθρο 37α Ν.Δ. 3323/55), όταν οι μισθοί αυτοί χαρακτηρίζονται ως εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, ανεξάρτητα αν οι μετοχές της Α.Ε. είναι ανώνυμες ή ονομαστικές μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Ο πιο πάνω αυξημένος συντελεστής παρακράτησης φόρου ισχύει, σύμφωνα με την περιπτ. η΄ του άρθρου 66Γ του Ν. 2214/1994, για τα ποσά που καταβάλλονται (ή πιστώνονται) από 1 Μαΐου 1994 και μετά.

10. Με τις διατάξεις της παραγράφου 10 του Φεβρουαρίου επαναδιατυπώθηκε η παράγραφος 7 του άρθρου 8 του Ν.Δ. 3843/1958 που αναφέρεται στο συμψηφισμό αρνητικού στοιχείου εισοδήματος (ζημίας) στα κέρδη του νομικού προσώπου για λόγους προσαρμογής προς τις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/55.

11. Με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου προστέθηκε στο τέλος της περίπτ. α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/1958 νέο εδάφιο, βάσει του οποίου με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να μεταφέρεται ειδικά για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες η ημερομηνία λήξης της υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος για τρεις ημέρες, δηλαδή μέχρι την 18η μέρα του πέμπτου μήνα από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής περιόδου και να κατανέμονται μέσα στις ημέρες αυτές, οι υπόχρεοι με βάση την αλφαβητική σειρά της επωνυμίας ή του τίτλου τους. Βάσει των νέων αυτών διατάξεων εκδόθηκε η αριθ. 1053265/10432/ΠΟΛ. 1111/1994 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

Σύμφωνα με το περιεχόμενο της απόφασης αυτής οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες που υποχρεούνται, βάσει του άρθρου 12 του Ν.Δ. 3843/58, να υποβάλουν τη δήλωση τους στις Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, Φ.Α.Ε. Πειραιά και Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, θα υποβάλουν αυτή μέσα στις ακόλουθες προθεσμίες κάθε έτους ανάλογα με το πρώτο γράμμα της Ελληνικής αλφαβήτου της επωνυμίας ή του τίτλου τους ως εξής:

α. Μέχρι την 15 Μαΐου, οι ανώνυμες εταιρίες που η επωνυμία ή ο τίτλος τους αρχίζει από τα γράμματα Α έως και Δ.

β. Μέχρι την 16 Μαΐου, οι ανώνυμες εταιρίες που η επωνυμία ή ο τίτλος τους αρχίζει από τα γράμματα Ε έως και Κ.

γ. Μέχρι την 17 Μαΐου, οι ανώνυμες εταιρίες που η επωνυμία ή ο τίτλος τους αρχίζει από τα -γράμματα Λ έως και Π.

δ. Μέχρι την 18 Μαΐου, οι ανώνυμες εταιρίες που η επωνυμία ή ο τίτλος τους αρχίζει από τα γράμματα Ρ έως και Ω.

Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση προβλέπεται ότι αν η επωνυμία ή ο τίτλος της ανώνυμης είναι ξενόγλωσσος, ως κριτήριο γα την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης λαμβάνεται το γράμμα της Ελληνικής αλφαβήτου με το οποίο αρχίζει η προφορά της ξένης επωνυμίας ή τίτλου. Έτσι, αν για παράδειγμα, ο τίτλος της εταιρίας είναι "XIFIAS" (Ελληνική προφορά ξιφίας) η εταιρεία υποχρεούται να υποβάλει τη δήλωση της στις 17 Μαΐου και όχι στις 18 Μαΐου. Επίσης, προβλέπεται ότι, σε περίπτωση που η ημέρα στην οποία μία από τις προαναφερθείσες προθεσμίες είναι εξαιρέσιμη ή αργία για τις δημόσιες υπηρεσίες, τότε η προθεσμία αυτή μεταφέρεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα και οι τυχόν επόμενες αυτής μεταφέρονται διαδοχικά στις κατά σειρά αντίστοιχες επόμενες εργάσιμες ημέρες.

Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες που αρμόδιοι για την παραλαβή της δήλωσης τους είναι Προϊστάμενοι άλλης Δ.Ο.Υ. πλην Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, Φ.Α.Β.Ε. Αθηνών, Φ.Α.Ε. Πειραιά και Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης, καθώς και για όλες τις ανώνυμες εταιρίες, ανεξάρτητα από την έδρα τους, που κλείνουν ισολογισμό σε χρόνο διαφορετικό της 31 Δεκεμβρίου.

12. Με τις διατάξεις της παραγράφου 12 αυτού του άρθρου αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 11 του Ν.Δ. 3843/58. Με την αντικατάσταση αυτή δεν επέρχεται καμιά τροποποίηση στη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων, αλλά απλώς διορθώνεται η εσφαλμένη παραπομπή στις διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1955 που υπήρχε προηγουμένως.

13. Με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παράγραφος 5 του άρθρου 42 (μεταβατικές διατάξεις) του Ν. 2065/92, που εφαρμόζεται επί διανομής ή κεφαλαιοποίησης φορολογηθέντων στο όνομα της ανώνυμης εταιρίας κερδών, τα οποία προέκυψαν από ισολογισμούς διαχειριστικών χρήσεων που έληξαν την 31 Δεκεμβρίου 1991 και μόνο. Με τα την τροποποίηση αυτή προβλέπεται πλέον ρητά ότι στην πιο πάνω περίπτωση έχει εφαρμογή και η παραγρ. 3 του άρθρου 15 του Ν.Δ. 3843/58, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση με τον Ν. 2065/92, και επομένως, από τον παρακρατούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 42 του Ν. 2065/1992, φόρο μερισμάτων αφαιρείται ο φόρος που έχει καταβληθεί από το νομικό πρόσωπο για τα πιο πάνω κεφαλαιοποιούμενα ή διανεμόμενα κέρδη.

14. Με τις διατάξεις της παραγράφου 14 αντικαταστάθηκε το άρθρο 16 του Ν. 1969/1991, αναφορικά με τη φορολογική αντιμετώπιση των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Με τις νέες διατάξεις του άρθρου 16 του Ν. 1969/91 προβλέπονται τα εξής:

α. Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η απαλλαγή των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου από κάθε φόρο και κατά συνέπεια και από το φόρο εισοδήματος. Με τις προϊσχύσασες διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991, όπως είχαν τεθεί με την παραγρ. 14 του άρθρου 14 του Ν. 2166/1993, η πιο πάνω απαλλαγή από το φόρο εισοδήματος καταλάμβανε και όλα τα διανεμόμενα από την εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου μερίσματα, ενώ με τις νέες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991 προβλέπεται η υπαγωγή σε φορολογία μέρους των διανεμομένων εισοδημάτων, όπως αναλυτικά αναφαίρετοι στη συνέχεια.

β. Περαιτέρω, με την παράγραφο 2 προβλέπεται η παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα από το άρθρο 21 του Ν. 1921/1991 και το άρθρο 29 του Ν.Δ. 3323/1955 από αυτόν που καταβάλλει τόκους στην εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου, όπως και με τις προϊσχύσασες διατάξεις, που είχαν τεθεί με την παραγρ. 14 του άρθρου 14 του Ν. 2166/1993. Επομένως, οι τόκοι που αποκτούν οι εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου από τόκους καταθέσεων ή από εξωχρηματιστηριακές πράξεις επαναγοράς εντόκων γραμματίων ή ομολόγων του δημοσίου (RΕΡΟ) υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου με 15%, Αν όμως οι τόκοι προέρχονται από ομολογιακά δάνεια επιχειρήσεων ή από την αλλοδαπή (από οποιαδήποτε αιτία), αυτοί υπόκεινται σε παρακράτηση με 20%· Με την παρακράτηση του φόρου επί των τόκων εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση τόσο των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακίου όσο και των δικαιούχων (μετόχων) στους οποίους διανέμονται στη συνέχεια,, όπως ακριβώς προεβλέπετο και με τις προϊσχύσασες διατάξεις·

γ. Με την νέα παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991 προβλέπεται ότι τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι των Ε.Ε.Χ. απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, με εξαίρεση το μέρος των διανεμομένων μερισμάτων που προέρχεται από

αα) εισοδήματα της εταιρίας που απαλλάσσονται της φορολογίας (τόκοι εντόκων γραμματίων ή ομολογιών του δημοσίου κ.λ.π.)

ββ) κέρδη από την πώληση χρεογράφων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης και

γγ) από εισοδήματα αλλοδαπής προέλευσης, (μερίσματα από την αλλοδαπή, κέρδη από αμοιβαία κεφάλαια αλλοδαπής, προέλευσης από την πώληση τίτλων αλλοδαπής κτλ) εξαιρουμένων των τόκων για τους οποίους προβλέπεται, σύμφωνα με τα πιο πάνω, παρακράτηση 20% κατά την είσπραξη τους.

Στα πιο πάνω εισοδήματα που εμπεριέχονται στα διανεμόμενα μερίσματα, η Ε.Ε.Χ. υποχρεούται να προβαίνει σε παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των μετόχων, φυσικά ή νομικών προσώπων ημεδαπών και αλλοδαπών. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991 ορίζεται ότι, για να προσδιορισθεί το ποσό των διανεμόμενων μερισμάτων, που υπόκεινται, σύμφωνα με τα πιο πάνω σε παρακράτηση φόρου, επιμερίζεται το συνολικό ποσό των διανεμομένων μερισμάτων ανάλογα με το συνολικό ύψος των εσόδων της εταιρίας επενδύσεων χαρτοφυλακίου, που προέρχονται από εισοδήματα τα οποία απαλλάσσονται της φορολογίας, από κέρδη από την πώληση χρεογράφων και από τίτλους αλλοδαπής προέλευσης και τα υπόλοιπα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας (μερίσματα από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, τόκοι για τους οποίους έχει παρακρατηθεί φόρος με 15% ή 20% κ.τ.λ.).

Η παρακράτηση του φόρου 15% ενεργείται από την Ε.Ε.Χ. κατά το χρόνο έγκρισης της διανομής των μερισμάτων από τη γενική συνέλευση των μετόχων, σύμφωνα με την περίπτ.·στ΄ της παραγρ. 4 άρθρου 2 του Ν.Δ. 3323/55 (προστέθηκε με την παραγρ. 2 του 19 του Ν. 2214/94) και περαιτέρω, αποδίδεται στο Δημόσιο, εφάπαξ, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα, σύμφωνα με την παραγρ. 6 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/55.

Κατά την αποβολή της δήλωσης απόδοσης του παρακρατηθέντος φόρου προβλέπεται από το προτελευταίο εδάφιο της παραγρ. 3 η αφαίρεση του μέρους του φόρου που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή και το οποίο αναλογεί στα εισοδήματα της αλλοδαπής που διανέμονται. Το ποσό του εκπιπτόμενου αυτού φόρου δεν μπορεί, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο, να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή του συντελεστή 15%.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε το εξής παράδειγμα:

Η Εταιρία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου "Χ" πραγματοποίησε κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.1.94/31.12.94 ακαθάριστα έσοδα 600.000.000 δρχ., τα οποία αναλύονται ως εξής: Τόκοι καταθέσεων 50.000.000 στους οποίους έχει παρακρατηθεί φόρος 7.500.000 δρχ. τόκοι από έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου 140.000.000 δρχ., υπεραξία από πώληση χρεωγράφων 300.000.000 δρχ., μερίσματα από ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες 30.000.000 δρχ. και εισοδήματα από τίτλους αλλοδαπής προέλευσης 60.000.000 δρχ. για τα οποία έχει καταβληθεί στην αλλοδαπή φόρος εισοδήματος 20.000.000 δρχ. Τα καθαρά κέρδη βάσει ισολογισμού ανέρχονται σε 400.000.000 δρχ. από τα οποία διανέμονται ως μερίσματα 300.000.000 δρχ. Με βάση όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο φόρος που θα αποδοθεί στο Δημόσιο υπολογίζεται ως εξής:

Ι. ΜΕΡΙΣΜΑΤΑ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ: ΑΦΟΡΟΛ. ΕΣΟΔΑ - ΥΠΕΡΑΞΙΑ ΑΠΟ ΠΩΛΗΣΗ ΧΡΕΩΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΥΣ ΤΙΤΛΟΥΣ.

300.000.000 Χ (140.000.000 + 300.000.000 + 60.000.000)

= 250.000.000 δρχ.

600.000.000

ΙΙ. ΠΑΡΑΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ ΦΟΡΟΣ

250.000.000 Χ 15% - 37.500.000 δρχ.

ΙΙΙ. ΔΙΑΝΕΜΟΜΕΝΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ

250.000.000 Χ 60.000.000

= 30.000.000 δρχ. ήτοι 50% των 60.000.000 δρχ.

500.000.000

V. ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟΣ ΦΟΡΟΣ

37.500.000 - 4.500.000 (30.000.000 Χ 15%) - 33.000.000 δρχ.

Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του Ν. 1969/1991, δεν αφαιρέθηκε το 50% του καταβληθέντος στην αλλοδαπή φόρου δηλ. 10.000.000 (20.000.000 Χ 50%) γιατί το εκπιπτόμενο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή του συντελεστή 15%..

Επειδή ένα μέρος των μερισμάτων που διανέμουν οι Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου φορολογείται, σύμφωνα με τα πιο πάνω με παρακράτηση φόρου 15% με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων (φυσικών ή νομικών προσώπων) και ένα άλλο μέρος απαλλάσσεται της φορολογίας, οι Ε.Ε.Χ. υποχρεούνται στις βεβαιώσεις που χορηγούν να εμφανίζουν αυτά διακεκριμένα και να αναγράφουν και το ποσό του παρακρατηθέντος φόρου 15% που αναλογεί στο μέρος των μερισμάτων που φορολογήθηκαν με τον ειδικό τρόπο κατά τη διανομή.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτ. θ΄ του άρθρου 66 για τα εισοδήματα που αποκτούν οι Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου από την 1.1.1994 και μετά.

15. Με τις διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το άρθρο 48 του Ν. 1969/1991.

Με τις νέες διατάξεις του άρθρου αυτού προβλέπεται και για τα Αμοιβαία Κεφάλαια η ίδια φορολογική μεταχείριση που αναφέρθηκε ανωτέρω για τις Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου για τα εισοδήματα που αποκτούν, τα οποία είναι τα ίδια με των εταιριών επενδύσεων χαρτοφυλακείου. Επομένως και στην περίπτωση των Αμοιβαίων Κεφαλαίων για το διανεμόμενο ποσό κερδών στους μεριδιούχους που προέρχεται από εισοδήματα απαλλασσόμενα της φορολογίας, από κέρδη από την πώληση χρεωγράφων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης των, από εισοδήματα αλλοδαπής προέλευσης, υπάρχει υποχρέωση παρακράτηση φόρου με συντελεστή 15% και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης των δικαιούχων. Στην προκειμένη περίπτωση, αρμόδιος για την παρακράτηση και απόδοση του φόρου 15% στο μέρος των διανεμομένων κερδών που υπόκεινται σε φορολογία είναι η Α.Ε. Διαχειρίσεως.

Η παρακράτηση του φόρου 15% ενεργείται γ-να τα κέρδη από ημεδαπά αμοιβαία κεφάλαια, σύμφωνα με τις διατάξεις της περιπτ. ζ΄ της παραγρ. 4 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/55, κατά το χρόνο έγκρισης τους από την Α.Ε. Διαχειρίσεως και η απόδοση του φόρου στο Δημόσιο γίνεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 6 του άρθρου 29 του Ν.Δ. 3323/55, εφάπαξ, μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου από την παρακράτηση μήνα.

Κατά την υποβολή της δήλωσης απόδοσης του φόρου που παρακρατήθηκε προβλέπεται η αφαίρεση του μέρους του φόρου που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στο εξωτερικό και το οποίο αναλογεί στα διανεμόμενα εισοδήματα της αλλοδαπής προέλευσης. Το ποσό του εκπιπτόμενου φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει με την εφαρμογή του συντελεστή 15%.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περιπτ. θ΄ του άρθρου 66, για εισοδήματα που αποκτούν τα αμοιβαία κεφάλαια από 1 Ιανουαρίου 1994 και μετά.

Άρθρο 29
Πρόσθετοι φόροι

1. Με το άρθρο 29 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 67 του Ν.Δ. 3323/1955, που αναφέρεται στην επιβολή πρόσθετων φόρων. Με τις νέες διατάξεις, μεταβάλλεται η κατ΄ ενιαίο τρόπο επιβολή πρόσθετων φόρων όπως ίσχυε με τις προισχύσασες διατάξεις και οι διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται με αντικειμενικό τρόπο και αναλόγως του είδους κάθε παράβασης.

Ο πρόσθετος φόρος που επιβάλλεται με τις νέες διατάξεις είναι ανάλογος του φόρου που ο υπόχρεος αποφεύγει λόγω υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης, υποβολής ανακριβούς δήλωσης και για μη υποβολή δήλωσης.

Σημειώνεται ότι ο οφειλόμενος φόρος επί του οποίου επιβάλλεται το ποσοστό του πρόσθετου φόρου είναι ο κύριος και ο συμπληρωματικός φόρος. Σε περίπτωση όμως που υπάρχει προκαταβολή φόρου προηγούμενου έτους ή -παρακρατηθείς φόρος, τότε το ποσοστό του πρόσθετου φόρου υπολογίζεται επί του υπολοίπου ποσού που μένει μετά την αφαίρεση των πιο πάνω ποσών φόρων.

2. Ειδικότερα τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης, πρόσθετος φόρος που ορίζεται σε 2,5% επί του φόρου που προκύπτει από τη δήλωση αυτή, για κάθε μήνα καθυστέρησης υποβολής της και χωρίς κανένα περιορισμό·

Διευκρινίζεται ότι φόρος που οφείλεται με βάση τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, επί του οποίου επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής της δήλωσης, είναι ο φόρος που απομένει μετά την αφαίρεση του παρακρατηθέντος και του προκαταβληθέντος φόρου (σχετ. Ε.18373/ΠΟΛ 457/1955 και Α30792/1960 διαταγές Υπ. Οικονομικών).

3. Με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955 ορίζεται ότι σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης, οι υπόχρεοι υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που υπολογίζεται σε ποσοστό επί του φόρου, την πληρωμή του οποίου θα απέφευγε ο υπόχρεος λόγω της ανακρίβειας ως ακολούθως:

α) Επί διαφοράς φόρου μέχρι ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).

β) Για το πέραν του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών ποσό, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε ποσοστό εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%).

Συνεπώς, αν σε υποβληθείσα ανακριβή δήλωση προκύψει διαφορά φόρου π.χ. 1.200.000 δρχ. ο πρόσθετος φόρος θα υπολογισθεί ως εξής:

Για διαφορά φόρου 1.000.000 Χ 100% = πρόσθετος φόρος

1.000.000 δρχ

Για διαφορά φόρου 200.000 Χ 150% = πρόσθετος φόρος

300.000 δρχ

Σύνολο πρόσθετου φόρου

1.300.000ορ δρχ

Περαιτέρω διευκρινίζεται ότι σύμφωνα με την περίπτωση δ΄ τ παραγράφου 1 του άρθρου 65 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 32 του Ν. 820/1978, όπως τροποποιήθηκε το άρθρο 18 του Ν. 1828/1979 και το άρθρο 6 του Ν. 1882/1990, που αναφέρονται στην ελλιπή δήλωση.

Η κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 32 του Ν. 820/197 σύμφωνα με την περίπτωση ιστ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύει από τις 11-5-1994 ημερομηνία δημοσίευσης αυτού τ νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

4. Με τη νέα παράγραφο 3 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι, σε περίπτωση μη υποβολές δήλωσης, οι υπόχρεοι υπόκεινται σε πρόσθετο φόρο που υπολογίζεσαι σε ποσοστό 200%, επί του φόρου που καταλογίζεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., τον οποίο απέφυγε ο υπόχρεος λόγω μη υποβολής της δήλωσης.

5. Με τη νέα παράγραφο 4 του άρθρου 67 του κοινοποιούμε νου νόμου ορίζεται ότι, τα ποσοστά των πρόσθετων φόρων που υπολογίζονται για υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης, για υποβολή ανακριβούς δήλωσης και για μη υποβολή δήλωσης, που προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αν πρόκειται για υπόχρεους σε παρακράτηση και απόδοση φόρων, διπλασιάζονται. Στην περίπτωση αυτή απαγορεύεται η επίρριψη με οποιοδήποτε τρόπο του πρόσθετου φόρου αυτής της κατηγορίας, από αυτόν που είναι υποχρεωμένος να παρακρατήσει το φόρο, στο φορολογούμενο ο οποίος βαρύνεται με τον παρακρατηθέντα φόρο.

6. Με τη νέα παράγραφο 5 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι, οι πρόσθετοι φόροι που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτού του άρθρου, επιβάλλονται χωρίς να εξετάζεται η ύπαρξη δόλου ή αμέλειας ή αν ο υπόχρεος παρερμήνευσε τις σχετικές διατάξεις.

7. Οι νέες παράγραφοι 6 και 7 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, που είναι όμοιες ως προς το περιεχόμενο και ταυτόριθμες με τις προϊσχύσασες, αναφέρονται στο αλληλέγγυο της ευθύνης που έχουν για την καταβολή των πρόσθετων φόρων τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης στις περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, για τους ανηλίκους, και σε περίπτωση θανάτου του φορολογουμένου κτλ. σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου ιι του Ν.Δ. 3323/1955, καθώς και τον καθορισμό του εισοδήματος επί του οποίου επιβάλλεται ο πρόσθετος φόρος.

8. Με τη νέα παράγραφο 8 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1995, επαναλαμβάνονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου Ν. 2065/1992, με τις οποίες αντιμετωπίζεται το θέμα που με την υποβολή συμπληρωματικών δηλώσεων φορολογίας ει . προσδιορισμού του τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοκατοίκηση ύστερα από έγγραφη πρόσκληση των αρμόδιων φορολογικών αρχών. Οι προσκλήσεις αυτές στάλθηκαν στους ιδιοκτήτες οικοδομών προκειμένου να προβούν στον προσδιορισμό του τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοκατοίκηση με βάση το εμβαδόν της οικοδομής που αναγράφεται στους μετρητές της Δ.Ε.Η., σε συνδυασμό με την εφαρμογή του συστήματος εξεύρεσης της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου σύμφωνα με την ισχύουσα φορολογική νομοθεσία.

Στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος αποδέχεται το ποσό τεκμαρτού εισοδήματος, που προκύπτει με την εφαρμογή των παραπάνω αναφερθέντων, δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται από τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 67. Ομοίως δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα που προβλέπονται από το άρθρο 73, καθώς και οι κυρώσεις του άρθρου 73α του Ν.Δ. 3323/1955 (Βλ. 1107130/6850/0009Α/ ΠΟΛ. 1232/17-11-92 διαταγή Υπ. Οικονομικών). Περαιτέρω σημειώνεται ότι οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Ν. 2065/1992, σύμφωνα με την περίπτωση ε της παραγράφου 1 του άρθρου 65 και σε συνδυασμό με την ιστ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου καταργούνται από 11-5-1994, ημερομηνία δημοσιεύσεως αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

9. Με την νέα παράγραφο 9 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι στην περίπτωση που επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, ο πρόσθετος φόρος που επιβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 67, για υποβολή ανακριβούς δήλωσης, περιορίζεται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού. Ομοίως περιορίζεται στο ένα δεύτερο (1/2) αυτού, σε περίπτωση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, ο πρόσθετος φόρος που επιβάλλεται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 67, για μη υποβολή δήλωσης ή προκειμένου για υπόχρεους σε παρακράτηση φόρου.

10. Σύμφωνα με την περίπτωση ι΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, εκτός της παραγράφου 4, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 29 του κοινοποιούμενου νόμου, αρχίζει από του οικονομικού έτους 1995, για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά.

11. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 67 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως αυτή αντικαθίσταται με το άρθρο 29 του κοινοποιούμενου νόμου, σύμφωνα με την περίπτωση ια΄ του άρθρου 66 του ίδιου νόμου, αρχίζει από 1η Ιουλίου 1994, για φόρους που παρακρατούνται από τους υπόχρεους από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 30
Άλλα πρόστιμα

1. Με το άρθρο 30 του κοινοποιούμενου νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 73 του Ν.Δ. 3323/1955, το οποίο αφορά τα πρόστιμα που επιβάλλονται σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο.

Με τις νέες διατάξεις τα επιβαλλόμενα πρόστιμα είναι γενικά συνάρτηση του φόρου που προκύπτει κάθε φορά, πλην όμως και στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει φόρος, επιβάλλεται το ελάχιστο οριζόμενο πρόστιμο.

2. Με τη νέα παράγραφο 1 του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι, τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 5, 11, 12, 14, 16α, 29, 30, 44, 50, 50α, 69 παράγραφοι 7 και 8, 70, 71 και 72 υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο που ορίζεται σε ποσοστό 10% επί του φόρου που προκύπτει κάθε φορά, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 60.000 δραχμών και μεγαλύτερο των 300.000 δραχμών. Σε περίπτωση που από την διαπιστωθείσα παράλειψη συμμορφώσεως του φορολογουμένου στις ανωτέρω διατάξεις δεν προκύπτει ποσό οφειλομένου φόρου, επιβάλλεται το ελάχιστο πρόστιμο των 60.000 δραχμών.

Με την αναφορά στην παράγραφο 1 του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955 και των άρθρων 11, 44 και 50, επιπλέον εκείνων που αναφέρονταν στις προϊσχύσασες διατάξεις του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, αντιμετωπίζεται το θέμα της επιβολής προστίμου, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και στις περιπτώσεις μη συμμόρφωσης των υποχρέων με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στις διατάξεις αυτών των άρθρων.

Περαιτέρω διευκρινίζεται άτι οι υπόχρεοι που παρακρατούν φόρο για ελευθέρια επαγγέλματα, εμπορικές επιχειρήσεις κτλ. και έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση, υπόκεινται και αυτοί για κάθε παράβαση στο πρόστιμο του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 37α, 48 κτλ. του ίδιου νομοθετικού διατάγματος και της παραγράφου 1 του άρθρου 70 του Ν.Δ. 3323/1955.

3. Σχετικά με την επιβολή του ελάχιστου ποσού προστίμου των 60.000 δραχμών, στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει φόρος λόγω μη συμμόρφωσης των υπόχρεων προς τις αναφερόμενες διατάξεις του Ν.Δ. 3323/1.955, διευκρινίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του κοινοκοιούμενου νόμου, το ελάχιστο ποσό προστίμου επιβάλλεται και στις περιπτώσεις που δεν προκύπτει φόρος, εφόσον η τήρηση των υποχρεώσεων αυτών από τους φορολογουμένους, είναι αναγκαία για τον ακριβή προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος είτε του συναλλαγέντων μετ΄ αυτού τρίτων διαδικασία γενικώς,

Συνεπώς, στις περιπτώσεις επηρεάζεται το φορολογητέο ελεγκτική διαδικασία, δεν επιβάλλεται το ελάχιστο ποσό προστίμου (π.χ. υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης από μισθωρό, για τέκνο που δεν είχε συμπεριληφθεί στην αρχική δήλωση, προκειμένου να πάρει πιστοποιητικό για σίτιση του τέκνου σε φοιτητική εστία ή υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης με εισόδημα απαλλασσόμενο από το φόρο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο ή με χρηματικό ποσό που προέρχεται από διάθεση περιουσιακού στοιχείου για κάλυψη τεκμαρτής δαπάνης ή υποβολή συμπληρωματικής δήλωσης με έξοδα ιατρικής περίθαλψης κτλ.) .

4. Με τη νέα παράγραφο 2 του άρθρου 73 του Ν.Δ. 3323/1955, ορίζεται ότι τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 73 επιβάλλονται με το οικείο φύλλο ελέγχου ή με ιδιαίτερη πράξη προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. κατά περίπτωση.

Σε περίπτωση που επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς, το πρόστιμο που επιβλήθηκε μειούται στο ένα τρίτο (1/3") αυτού,

5. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση ιβ΄ του άρθρου 66 του κοινοποιούμενου νόμου, ισχύουν για υποθέσεις οικον. έτους 1994 και μετά.

Σχετικά άρθρα

ΣΗΜΕΙΩΣΗ! Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies και παρόμοιες τεχνολογίες.

Αν δεν αλλάξετε τις ρυθμίσεις του προγράμματος περιήγησης, συμφωνείτε με αυτό. Learn more

I understand
Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm