feed-image Ροή Ειδήσεων
Open menu
29 | 03 | 2024
× Μορείτε να υποβάλλεται και το δικό σας άρθρο. Ζητήστε μας να σας ανοίξουμε κωδικό.

file Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας

  • panos
  • Το Άβαταρ του/της panos Συντάκτης θέματος
  • Επισκέπτης
  • Επισκέπτης
10 Χρόνια 11 Μήνες πριν #20 από panos
Απόφαση 31/2013 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B1΄ Πολιτικό Τμήμα

Θέμα: Η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Νοεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΛΙΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" (ΜΕΤΚΑ ΑΕ), που εδρεύει στο Νέο Ηράκλειο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Μουσά, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 19-11-2012 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ό. συζ. Ν. Μ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Παπαπέτρο και 2) συνδικαλιστικής οργάνωσης εργαζομένων με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟΥ ΜΕΤΚΑ ΒΟΛΟΥ", που εδρεύει στη Ν. Ιωνία Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-3-2007 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου και συνεκδικάστηκε με την προφορικώς ασκηθείσα ενώπιον του ακροατηρίου πρόσθετη υπέρ αυτής παρέμβαση της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 665/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-7-2010 αίτησή της και τους από 18-10-2012 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 6-11-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 82 παρ. 3 του ΚΠολΔ αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς την παρ. 3 του άρθρου 81 του ίδιου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη προκύπτει σαφώς ότι η κλήση προς συζήτηση της αναιρέσεως που γίνεται, είτε κάτω από το αντίγραφο της αναιρέσεως, είτε αυτοτελώς (άρθρο 568 ΚΠολΔ) πρέπει να επιδίδεται και προς τον μη εμφανισθέντα κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο, έχοντα κατ` αμφοτέρους τους βαθμούς την ιδιότητα του προσθέτως υπέρ κάποιου από τους κυρίους διαδίκους παρεμβάντος, για να ενημερώνεται αυτός περί της εξελίξεως της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως και ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του, διότι αυτός είναι διάδικος, χωρίς δε την κλήτευση αυτού, παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας περιέχουν οι αναφερθείσες διατάξεις, αλλιώς δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον `Αρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά της του οικείου πινακίου δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το σωματείο με την επωνυμία "Σύλλογος Πρoσωπικού Εργοστασίου ΜΕΤΚΑ Βόλου", που είχε παρέμβει προσθέτως υπέρ της αναιρεσίβλητης ενώπιον των Δικαστηρίων της ουσίας. Η αναιρεσείουσα που επισπεύδει τη συζήτηση της υπό κρίση αίτησης προσκομίζει την υπ` αριθμ. 777Β/16-3-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Βόλου Μ. Μ., από την οποία προκύπτει ότι επιδόθηκε αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και κλήση για συζήτηση στο ως άνω προσθέτως παρεμβάν. Επομένως, αφού το απολειπόμενο προσθέτως παρεμβάν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου του, πρέπει παρά την απουσία του η συζήτηση να προχωρήσει.

Κατά το άρθρο 669 ΑΚ η καταγγελία της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας είναι αναιτιώδης μονομερής δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του μισθωτού και του εργοδότη. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού από τον εργοδότη δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε αν η καταγγελία έγινε κατά κατάχρηση του οικείου δικαιώματος είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και αν καταστεί υπερήμερος να καταβάλει τους μισθούς του σύμφωνα με τα άρθρα 648 και 656 ΑΚ. Εξάλλου, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχειρήσεως και αφετέρου ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζομένου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως δηλαδή επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ιδίου επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής αποδόσεως, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητος, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας και τη δυνατότητα εξεύρεσης απ` αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολυθεί την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σ` αυτή. Με βάση τα παραπάνω η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για οικονομικοτεχνικούς λόγους είναι καταχρηστική, όταν ο εργοδότης, προκειμένου να επιλέξει τους μισθωτούς που θα απολυθούν, παραλείπει να λάβει υπόψη και να συνεκτιμήσει τα ως άνω κριτήρια της αρχαιότητας, ηλικίας, οικονομικής και οικογενειακής κατάστασης του καθενός, όπως επιβάλλεται από το καθήκον προνοίας που τον βαρύνει κατά τα άρθρα 651, 657, 658, 660, σε συνδυασμό με τα άρθρα 200, 281 και 288 του ΑΚ και επιτάσσει την απόλυση εκείνων για τους οποίους το μέτρο αυτό θα είναι λιγότερο επαχθές. Επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, ο μισθωτός, ο οποίος προβάλλει αξιώσεις από άκυρη για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει με ποινή απαραδέκτου, λόγω αοριστίας της αγωγής του, να εκθέσει σαφώς, είτε καθ` υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με τις προτάσεις του, εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του που έπρεπε ν` απολυθούν αντ` αυτού. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα - αναιρεσίβλητη ζήτησε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, επειδή η αναιρεσείουσα - εναγομένη κατά την επιλογή των απολυθέντων για οικονομοτεχνικούς λόγους υπαλλήλων της, μεταξύ των οποίων και η ίδια, δεν έλαβε υπόψη της τα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας και των οικονομικών και οικογενειακών αναγκών, αναφέροντας συγκεκριμένα τα άτομα που διατηρήθηκαν στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας, ενώ έπρεπε να απολυθούν αντί της ίδιας, όπως και την αρχαιότητα τις οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, την ειδικότητα και την αποδοτικότητα της ίδιας και των διατηρηθέντων συναδέλφων της. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη και ως εκ τούτου το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας (δεύτερο και τρίτο) δεν παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτο παρά το νόμο και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αληθώς από τον αριθμό 14 (και όχι από τους αριθμούς 9 και 19) του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το εν λόγω δικαστήριο όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία που διατηρεί και εκμεταλλεύεται στη Ν. Ιωνία Μαγνησίας εργοστάσιο μεταλλικών κατασκευών, προσέλαβε την αναιρεσίβλητη στις 4-9-1972 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί στα γραφεία του εργοστασίου της ως υπάλληλος γραφείου. Έκτοτε η αναιρεσίβλητη παρείχε τις υπηρεσίες της στην αναιρεσείουσα έως το έτος 1982 ως τηλεφωνήτρια και στη συνέχεια στο λογιστήριο της άνω επιχείρησης και δη στο τμήμα μηχανοργάνωσης, ως προγραμματίστρια, ενώ ακόμη παρείχε και υπηρεσίες βοηθού λογιστού, ασχολούμενη με κοστολογήσεις και σύνταξη των ισολογισμών της επιχείρησης. Το έτος 1999 η αναιρεσείουσα αντικατέστησε το μέχρι τότε σύστημα που χρησιμοποιούσε για την μηχανοργάνωση της επιχείρησής της συνδράμοντας τον εκάστοτε προϊστάμενο του λογιστηρίου της (από διατρητικές μηχανές) με το σύστημα μηχανοργάνωσης SAP που ήταν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα διαχείρισης μέσω Η/Υ όλων των δεδομένων του εργοστασίου της (παραγωγή, αποθήκες, λογιστήριο, προμήθειες) η δε αναιρεσίβλητη συνέχισε να παρέχει τις άνω υπηρεσίες της, υπό την αυτή ιδιότητα, εκτελώντας και εργασίες εκτύπωσης και τήρησης αντιγράφων ασφαλείας σε ηλεκτρονικό υπολογιστή με τη χρήση του νέου συστήματος με άκρως ικανοποιητική απόδοση, παρά την έλλειψη πιστοποίησης ειδικών γνώσεών της σε Η/Υ, την οποία υπερκάλυψε με την εμπειρία της και την παρακολούθηση σεμιναρίων σε προγράμματα λογισμικού Η/Υ, μέχρι την 17-6-2005 οπότε η αναιρεσείουσα κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας της και της κατέβαλε ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 39.280 ευρώ. Στην ενέργεια αυτή προέβη η αναιρεσείουσα διότι περί τα τέλη 2004 έτους αποφάσισε και μετέφερε την έδρα της επιχείρησής της από τη Νέα Ιωνία Βόλου στο Νέο Ηράκλειο Αττικής. Η εν λόγω επιχειρηματική απόφαση, που λήφθηκε από την εναγομένη στα πλαίσια της διεύθυνσης και οργάνωσης της επιχείρησής της, είχε ως συνέπεια να μειωθούν, ως μη αναγκαίες θέσεις εργασίας στα γραφεία της και στο λογιστήριο στη Ν. Ιωνία Μαγνησίας, δηλαδή συνέτρεξαν οικονομικοτεχνικοί λόγοι ως μέτρο αναδιαρθρωτικό του τμήματος διοίκησης και λογιστηρίου της επιχείρησής της που κατέστησαν αναγκαία την απόλυση εργαζομένων στο εν λόγω τμήμα. Περαιτέρω σε σχέση με την ορθή ή μη επιλογή προς απόλυση της αναιρεσίβλητης αποδείχθηκαν τα εξής. Η τελευταία κατά το χρόνο της απόλυσής της (17-6-2005) ήταν 52 ετών (γεννήθηκε το έτος 1953) ήταν απόφοιτη εξαταξίου Γυμνασίου, έγγαμη μητέρα ενός τέκνου που φοιτούσε στο ΤΕΙ οχημάτων Χαλκίδας ηλικίας 20 ετών και εστερείτο περιουσίας και εσόδων από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Κατά το χρόνο απόλυσης της αναιρεσίβλητης και μετά την καταγγελία την 23-3-2005 της σύμβασης εργασίας των, Ε. Θ., Σ. Κ. και Α. Σ., που παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην αναιρεσείουσα ως υπάλληλοι γραφείου, οι οποίες ήταν ηλικίας τότε 30, 27 και 26 ετών και είχαν προσληφθεί την 17-9-2001, 1-7-2000 και 4-7-2001 αντιστοίχως και την εκούσια μετάθεση του εργαζομένου στο λογιστήριο υπαλλήλου της Δ., στα γραφεία της αναιρεσείουσας στην Αθήνα, συγχρόνως με αυτήν, προσέφεραν τους υπηρεσίες τους εκτός των άλλων (Χ. Γ. και Ε. Κ. που είχαν διαφορετικά από αυτήν καθήκοντα και ειδικότητες) και δύο εργαζόμενες στο λογιστήριο, ως υπάλληλοι - βοηθοί λογιστή με χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, όπως η αναιρεσίβλητη. Οι εργαζόμενες αυτές είναι: α) η Θ. - Μ. Π. ηλικίας (τότε) 25 ετών, πτυχιούχος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με βαθμό 7,80 "λίαν καλώς", άγαμη που είχε προσληφθεί το Δεκέμβριο του 2002, β) η Α. Π. που γεννήθηκε το έτος 1978 (ηλικίας 27 ετών) η οποία είχε παρακολουθήσει στο Δημόσιο ΙΕΚ Βόλου 1299 ώρες κατάρτισης και είχε δικαίωμα να συμμετάσχει σε εξετάσεις για απόκτηση διπλώματος στην ειδικότητα του φοροτεχνικού γραφείου, ήταν άγαμη και είχε προσληφθεί στις 18-9-2001. Με τα δεδομένα αυτά, η αναιρεσίβλητη είναι αρχαιότερη και μεγαλύτερης ηλικίας των άνω εργαζομένων, που διατηρήθηκαν σε όμοια μ΄ αυτή θέσεις εργασίας και είχε περισσότερα οικονομικά βάρη ως έγγαμη και μητέρα ενός τέκνου που σπούδαζε. Αυτές είχαν προβάδισμα ως προς τα τυπικά προσόντα, τούτο όμως αντισταθμίζεται από την καταφανή υπεροχή της αναιρεσίβλητης στα οικογενειακά βάρη και την ηλικία ως και την εμπειρία αυτής στη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή με γνώσεις προγραμματισμού ακόμη και μετά την εγκατάσταση του ως άνω του συστήματος SAP, ενώ παράλληλα διέθετε και μακρόχρονη εμπειρία σε συνήθη καθήκοντα υπαλλήλου γραφείου και βοηθού λογιστού. Ακόμη η ως άνω αρχαιότητά της (33 ετών σε αντίθεση με τις παραπάνω που είχαν προϋπηρεσία 3 και 4 ετών αντίστοιχα) θεμελιώνει και ενισχύει το "δικαίωμα στη θέση εργασίας" στην προστασία και διαφύλαξη του οποίου, ως μέσου βιοπορισμού και ανάπτυξης της επαγγελματικής και πρoσωπικής υπόστασης του μισθωτού, στοχεύουν τόσο οι νομοθετικοί όσο οι νομολογιακοί περιορισμοί της καταγγελίας. Η απόδοση, εξάλλου της αναιρεσίβλητης στην εργασία της ήταν άκρως ικανοποιητική και ίδια μ΄ αυτή των άνω εργαζομένων που διατηρήθηκαν. Επίσης αποδείχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη ουδέποτε απασχόλησε για πειθαρχικά παραπτώματα την αναιρεσείουσα ούτε αρνήθηκε υπηρεσία που αυτή της ανέθεσε και ουδέποτε απουσίασε αδικαιολόγητα από την εργασία της. Κατ΄ ακολουθία αυτών η απόλυσή της δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια και όπως επιβάλει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, καθόσον η αναιρεσείουσα έπρεπε, συνεκτιμώντας τα προαναφερόμενα υπηρεσιακά (αρχαιότητα - εμπειρία -απόδοση) και κοινωνικά κριτήρια (οικογενειακή και οικονομική κατάσταση) υπό τις ιδιαίτερες διακρίσεις για την αναιρεσίβλητη έναντι των άλλων εργαζομένων να καταλήξει στην επιλογή προς απόλυση αντ΄ αυτής μιας εκ των δύο ως άνω λοιπών εργαζομένων στο λογιστήριο που διατηρήθηκαν, ως προς τις οποίες το μέτρο θα ήταν λιγότερο επαχθές και η πρόσληψή τους από άλλον εργοδότη ενόψει της ηλικίας των ευχερέστερη λαμβανομένου υπόψη ότι και αυτές, όπως και η αναιρεσίβλητη, δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της αναιρεσείουσας για αλλαγή του τόπου παροχής της εργασίας τους και συγκεκριμένα να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στις εγκαταστάσεις της τελευταίας στην Αθήνα, όπου μετέφερε την έδρα της. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά της πρωτόδικης απόφασης (6/2008) με την οποία το Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου είχε αποφανθεί ομοίως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 656, 669 και 281 του Α.Κ. περιέλαβε δε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., καθώς και οι, τέταρτος και πέμπτος πρόσθετοι λόγοι από τον αριθμό 1 και 19 του ίδιου άρθρου είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.

Επειδή, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο, είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως "πράγματα" οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον είχαν προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επαναφέρθηκαν νομίμως στο Εφετείο με λόγο έφεσης. Επομένως δεν αποτελούν πράγματα κατά την ανωτέρω διάταξη οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του και τον τρίτο πρόσθετο λόγο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα γιατί έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν νόμιμα και συγκεκριμένα, δέχτηκε: α) ...ότι η απόδοση της αναιρεσίβλητης ήταν άκρως ικανοποιητική... και ίδια με αυτή των εργαζομένων που διατηρήθηκαν... β) ότι οι Π. και Π. απασχολούνταν και διατηρήθηκαν σε όμοιες θέσεις εργασίας με την αναιρεσίβλητη... δηλαδή έλαβε υπόψη ισχυρισμούς που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού τα ως άνω περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις κατά τα αναφερόμενα στη προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 559 αριθμός 8 του Κ.Πολ.Δ.

Κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ για το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται, έστω και αν ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, να έχει προταθεί νομίμως ενώπιον αυτού και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της προτάσεως αυτής εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές, για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης (Ολ.ΑΠ 15/2000). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 106, 522 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, ορίζονται αντιστοίχως τα ακόλουθα: Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Αν ο λόγος της εφέσεως κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 280 του Α.Κ. ορίζεται και ότι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Αποσβεστική δε προθεσμία αποτελεί και αυτή του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 σύμφωνα με την οποία κάθε αξίωση του μισθωτή που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν επιδοθεί εντός τριμήνου από τη λύση της εργασίας. Η ως άνω προθεσμία είναι αποσβεστική και όπως συνάγεται από τα άρθρα 219, 280 και 261 του ΑΚ, αφενός λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο και αφετέρου διακόπτεται με την άσκηση της αγωγής. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτή και τους προσθέτους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει σε σχέση με την αγωγή την ίδια εξουσία που είχε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και μπορεί, όπως και εκείνο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως βάσει του προαναφερόμενου άρθρου 280 Α.Κ. αν η αξίωση που ασκείται με την αγωγή έχει υποκύψει στην αποσβεστική προθεσμία και στη συνέχεια να απορρίψει την αγωγή ως αβάσιμη έστω και αν δεν υποβάλλεται ειδικό παράπονο, αρκεί να ζητεί την απόρριψή της ο εκκαλών και να μη εκδοθεί επιβλαβέστερη γι` αυτόν απόφαση, χωρίς την άσκηση εφέσεως ή αντεφέσεως από τον εφεσίβλητο. Δεν μπορεί όμως να ερευνήσει την αντένσταση περί διακοπής παραγραφής που έγινε με επίδοση της σχετικής αγωγής, στην περίπτωση που η εν λόγω αντένσταση έγινε δεκτή ως κατ΄ ουσίαν βάσιμη, αν δεν προσβληθεί η σχετική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης με λόγο εφέσεως, δεδομένου ότι η διακοπή της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα με την ένδικη αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρεσίβλητη ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 17-6-2005 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, ως γενομένη καταχρηστικά κατ΄ άρθρο 281 του Α.Κ. και να υποχρεωθεί να της καταβάλει το αναφερόμενο ποσό ως μισθούς υπερημερίας. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή υπόκειται στην πιο πάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η αναιρεσείουσα προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η αγωγή υπέπεσε στην πιο πάνω αποσβεστική προθεσμία, αφού η καταγγελία έγινε την 17-6-2005 και η αγωγή κοινοποιήθηκε στην ίδια στις 27-3-2007. Η αναιρεσίβλητη προς αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω προθεσμία έχει διακοπεί με την άσκηση προγενέστερης αγωγής που ασκήθηκε εντός της τρίμηνης προθεσμίας με το ίδιο περιεχόμενο και απορρίφθηκε ως αόριστη, η κρινόμενη δε αγωγή ασκήθηκε εντός τριμήνου από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης. Το Μονομελές πρωτοδικείο όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμ. 6/2008 απόφασή του σε σχέση με την εν λόγω αποσβεστική προθεσμία δέχτηκε τα εξής: "Από το έγγραφο της επίδικης καταγγελίας προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε γνώση αυτής στις 17-6-2005. Όπως αποδεικνύεται δε από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄ αριθ. 9.050β/12-9-2005 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Β., ακριβές αντίγραφο της από 8-9-2005 και με αριθμό κατάθεσης 119/2005 αγωγής της ενάγουσας κατά της αυτής εναγομένης, με αιτήματα όμοια με την υπό κρίση αγωγή, με κλήση για τη συζήτησή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 12-9-2005, ήτοι εντός τριμήνου από την κρίσιμη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄ αριθ. 123/2006 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που δημοσιεύθηκε στις 27-12-2006 και, όπως προαναφέρθηκε, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ακολούθησε η κατάθεση του ένδικου αγωγικού δικογράφου, με το οποίο ομοίως γίνεται επίκληση ακυρότητας της καταγγελίας ένεκα καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, απαλλαγμένη όμως από τις ελλείψεις που βάρυναν την προηγούμενη από 8-9-2005 αγωγή. Το δικόγραφο αυτό επιδόθηκε στην ενάγουσα στις 21-3-2007, ήτοι εντός τριμήνου από την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ΄ αριθ. 720γ΄/21-3-2007 έκθεση επίδοσης του αυτού ως άνω Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών. Συνακόλουθα, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της η αντένσταση διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας, που πρότεινε η ενάγουσα, και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ένσταση απόσβεσης δικαιώματος της εναγομένης. Κατόπιν αυτών, δεν συντρέχει λόγος που να κωλύει την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της ένδικης αγωγής". Η αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των δικογράφων της εφέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής, που άσκησε κατά της ως άνω απόφασης δεν παραπονέθηκε με κάποιο λόγο εφέσεως ή πρόσθετο λόγο για την κατ΄ ουσίαν απόρριψη της εν λόγω ενστάσεως που η ίδια προέβαλε περί αποσβέσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, λόγω παραδοχής της αντενστάσεως της τελευταίας περί διακοπής της αποσβεστικής προθεσμίας. Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως και τους πρώτο και δεύτερο προσθέτους λόγους αυτής, από τους αριθμούς 14, 1 και 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο (άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 και των άρθρων 279 και 280 του ΑΚ) δεν κήρυξε απαράδεκτη την ένδικη αγωγή, αν και με τις προτάσεις της επανέφερε ενώπιον του Εφετείου την ένστασή της περί αποσβέσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης την οποία όφειλε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως, παρέλειψε δε να ερευνήσει επίσης αυτεπαγγέλτως τόσο την ένσταση περί παρελεύσεως της αποσβεστικής προθεσμίας που η ίδια προέβαλε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, όσο και την αντένσταση περί διακοπής της εν λόγω αποσβεστικής προθεσμίας που η εναγομένη - αναιρεσίβλητη προέβαλε. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αφού ο κανόνας του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 δεν είναι κανόνας δημοσίας τάξεως κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, γιατί οι διατάξεις που τον καθιερώνουν έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού και ως εκ τούτου εφόσον η αναιρεσείουσα δεν προέβαλε νομίμως ενώπιον του Εφετείου τον ισχυρισμό της περί παρελεύσεως της αποσβεστικής προθεσμίας απαραδέκτως προτείνει αυτόν με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως και τους προσθέτους λόγους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 5-7-2010 αίτηση της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΛΙΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ" (ΜΕΤΚΑ ΑΕ), και τους από 18-10-2012 προσθέτους λόγους αυτής για αναίρεση της 665/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2012. Και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2013.

Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

  • demo
  • Το Άβαταρ του/της demo
  • Επισκέπτης
  • Επισκέπτης
10 Χρόνια 10 Μήνες πριν #21 από demo
Απόφαση 81/2013 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1΄ Πολιτικό Τμήμα

Θέμα: Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΒΕΡΝΙΚΟΛ ΑΕ - ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Γ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Ναούμ.

Της αναιρεσίβλητης: Μ.Ν. χας Έ. Ν., το γένος Σ.Χ., ενεργούσης ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης της `Α.Ν. του Έ. και Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Πάκα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-10-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 712/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1359/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6-9-2011 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Βαρβάρα Κριτσωτάκη διάβασε την από 21-2-2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως.

Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τα άρθρα 914, 932 του ΑΚ και 1, 16 του Ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16§1 του Ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για ηθική ζημία, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι΄ αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις. Επομένως, για να δικαιούται η οικογένεια του θανατωθέντος σε εργατικό ατύχημα χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης αρκεί, να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του θανατωθέντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων απ΄ αυτούς (άρθρ. 922 ΑΚ) με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας και παράνομης πράξης ή παράλειψης. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, πράγμα που υπάρχει ιδίως, όταν ο υπαίτιος με ενέργειές του δημιούργησε μια επικίνδυνη κατάσταση από την οποία είναι δυνατό να προκύψει ζημία σε τρίτους. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στο έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι έννοια αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό του ύψους της "εύλογης" χρηματικής ικανοποιήσεως, το δικαστήριο της ουσίας πρέπει να λαμβάνει υπόψη, εκτός από τα λοιπά προσδιοριστικά στοιχεία (συνθήκες ατυχήματος, έκταση της προκληθείσας σωματικής βλάβης και συνέπειες αυτής, οικονομική κατάσταση των μερών κ.λπ.), και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος, το οποίο συνεκτιμάται με τα ως άνω στοιχεία, γι΄ αυτό και δεν επιτρέπεται μετά τον τελικό καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως, να μειωθεί εκ νέου τούτο ανάλογα με το ποσοστό της συνυπαιτιότητας. Εξάλλου, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν ή όχι την αόριστη νομική έννοια του συντρέχοντος πταίσματος, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Για να υπάρχει συντρέχον πταίσμα, πρέπει η πράξη του ζημιωθέντος να έχει συντελέσει στην πρόκληση της ζημίας και να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος της υπαίτιας πράξης του ζημιωθέντος με την πρόκληση ή την έκταση της ζημίας. Τέτοια αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πιο πάνω πράξη ή η παράλειψη του ζημιωθέντος, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν ικανή και μπορούσε να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη ή μη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, που ανάγεται στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας, των διδαγμάτων της κοινής πείρας, στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ανεπάρκεια αιτιολογιών κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν από την απόφαση σαφώς και επαρκώς τα περιστατικά που είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.

Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: Η πρώτη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία προσέλαβε την 1.4.2008 τον Έ. Ν. για να εργαστεί ως ηλεκτροσυγκολλητής μετάλλων. Η εταιρεία έχει τις εγκαταστάσεις της στο 10ο χιλιόμετρο της ΠΕΟ Θεσσαλονίκης Βεροίας και αντικείμενό της είναι ανάληψη δημόσιων κυρίως, έργων και ειδικότερα εργασίες διαγράμμισης και σήμανσης δημόσιων οδών, ενώ παράλληλα διαθέτει τμήμα παραγωγής χρωμάτων που χρησιμοποιούνται στις διαγραμμίσεις. Στις 5.8.2008 ο δεύτερος αναιρεσείων Γ. Μ. μέλος του Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας, ο οποίος ταυτόχρονα εκτελούσε χρέη προϊσταμένου παραγωγής έδωσε σε τέσσερις εργάτες (τον Έ. Ν., τον Λ. Σ., κάποιον Θ. και έναν Αλβανό) την εντολή να απομακρύνουν από υπόγεια αποθήκη τα υλικά που υπήρχαν εκεί και να την καθαρίσουν. Επρόκειτο για αποθήκη πλάτους 2,96 μέτρων, μήκους 6,05 μέτρων και ύψους 2,75 μέτρων, η πρόσβαση στην οποία γινόταν από μία ράμπα και η οποία ήταν τελείως τυφλή, χωρίς να διαθέτει θυρίδα εξαερισμού, πλην της εισόδου της, η οποία είχε ύψος 2,45 μέτρα και πλάτος 1,10 μέτρα. Από τους τέσσερις εργάτες οι δυο ήταν οι ηλεκτροσυγκολλητές και οι υπόλοιποι παρείχαν την εργασία τους στο τμήμα παραγωγής χρωμάτων. Οι εργάτες, εκτελώντας την εντολή που τους δόθηκε, απομάκρυναν από την αποθήκη μεγάλο αριθμό από παλαιά ελαστικά και δεκαέξι κενές φιάλες προπανίου, απέμειναν δε προς απομάκρυνση δυο μεταλλικά τεμάχια τα οποία ήταν ακουμπισμένα πλαγίως στον τοίχο της αποθήκης, καθώς και ένα μεταλλικό πλαίσιο (σχάρα) που ήταν τοποθετημένο στο δάπεδο το οποίο ήταν μεγαλύτερο από δυο μέτρα και δεν χωρούσε για να περάσει από την είσοδο της αποθήκης. Όταν ολοκληρώθηκε η απομάκρυνση των υπόλοιπων υλικών οι εργάτες που απασχολούνταν στην παραγωγή των χρωμάτων έφυγαν από την αποθήκη, ενώ ο Ν. με ηλεκτροκίνητο τροχό χειρός επιχείρησε να τεμαχίσει το πλαίσιο. Ταυτόχρονα ο Σ. κατευθύνθηκε προς την έξοδο της αποθήκης για να καλέσει τους εργάτες να επιστρέψουν και να βοηθήσουν στη μεταφορά των μεταλλικών στοιχείων, όταν αυτά θα είχαν τεμαχιστεί. Μόλις όμως ο Ν. έφερε τον τροχό σε επαφή με το μεταλλικό πλαίσιο, δημιουργήθηκε σπινθήρας και αμέσως ακολούθησε ανάφλεξη της ατμόσφαιρας με αποτέλεσμα οι δυο εργαζόμενοι να τυλιχθούν στις φλόγες, ο Σ. όμως που βρισκόταν κοντά στην έξοδο, ανέβηκε στο ισόγειο, ρίχθηκε στο πάτωμα και κυλώντας το σώμα του σ΄ αυτό κατόρθωσε να σβήσει τη φωτιά, ενώ αντίθετα ο Ν. καιγόταν ολόκληρος και καθυστέρησε να βγει από την αποθήκη, υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα, ωσότου προστρέξουν οι συνάδελφοί του και με πυροσβεστήρες κατορθώσουν να σβήσουν τις φλόγες, ενώ η φωτιά στο χώρο του υπογείου έσβησε από μόνη της, μόλις δηλαδή καταναλώθηκε το εύφλεκτο αέριο που ανεφλέγη. Ο Ν. υπέστη θερμικά εγκαύματα κεφαλής, κορμού και άκρων στο 75% της επιφάνειας του σώματός του, το 46% εξ αυτών επιπόλαια και μέσου πάχους και το 29% βαθέα, καθώς και αναπνευστικά εγκαύματα από εισπνοή καυτού αέρα και αιθάλης. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου υπεβλήθη σε τραχειοστομία και από εκεί στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Νοσοκομείου Παπανικολάου, όπου υποστηρίχθηκε σε όλο το διάστημα της νοσηλείας του με μηχανικό αερισμό και υψηλές δόσεις καρδιοτονωτικών φαρμάκων. Η πορεία του όμως ήταν διαρκώς επιδεινούμενη και απεβίωσε στις 13.8.2008 λόγω πολυοργανικής ανεπάρκειας, σε ηλικία 53 ετών. Πλησιέστεροι συγγενείς του ήταν η αναιρεσίβλητη σύζυγός του Μ. Ν. και η μόλις δέκα ετών θυγατέρα τους `Α.. Το ατύχημα οφείλεται στο γεγονός ότι οι μεταχειρισμένες φιάλες προπανίου που αποθηκεύτηκαν για μακρύ χρονικό διάστημα στον υπόγειο, κλειστό και μη επαρκώς αεριζόμενο χώρο της υπόγειας αποθήκης δεν ήταν εντελώς κενές και μέρος του περιεχομένου τους διέρρευσε αργά από αυτές και εγκλωβίστηκε στην αποθήκη, λόγω της ιδιότητας του προπανίου να είναι περίπου μιάμιση φορά βαρύτερο από ίσο όγκο αέρα, κατακάθισε δε στην περιοχή πάνω από δάπεδο. Έτσι όταν παθών έθεσε σε λειτουργία τον τροχό και προκάλεσε σπινθήρα, η ανάφλεξη του αερίου ήταν αναπόφευκτη. Η εναπόθεση των κενών φιαλών σε υπόγειο μη αεριζόμενο χώρο είναι αντίθετη προς τους ορισμούς της ΥΑ με αριθμό Δ3/14858/1.6.1993 του Υπουργού Βιομηχανίας, η οποία στο κεφάλαιο 5 αυτής στην παράγραφο 5.1.1.2 απαγορεύει την αποθήκευση φιαλών υγραερίου σε υπόγειους χώρους ή κάτω από τη στάθμη του περιβάλλοντος εδάφους. Η απαγόρευση αυτή είναι απόρροια των διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στις παραγράφους 1.2.3 και 1.2.9, αντίστοιχα, του Κεφαλαίου 1 της ΥΑ ότι το υγραέριο, υπό ορισμένες συνθήκες, όταν είναι αναμεμειγμένο με τον αέρα σχηματίζει εκρηκτικό μίγμα και ότι, εάν ένα δοχείο που περιέχει υγραέριο εκκενωθεί μπορεί να περιέχει υγραέριο σε αέρια μορφή και είναι δυνατόν να είναι επικίνδυνο. Μάλιστα κατά τους ορισμούς της ΥΑ οι κενές φιάλες πρέπει να φυλάσσονται σε υπαίθριο χώρο. Συναφείς ρυθμίσεις περιέχει το π.δ. 42/2003 που εκδόθηκε για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία 92 του 1999 της ΕΚ, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη βελτίωση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, οι οποίοι είναι δυνατόν να εκτεθούν σε κίνδυνο από εκρηκτικές ατμόσφαιρες, που προβλέπει στο συνημμένο στο άρθρο 10 παράρτημά του ότι: 1) οι εύφλεκτες ή και καύσιμες ουσίες θεωρούνται ως υλικά που είναι δυνατόν να δημιουργήσουν εκρηκτικές ατμόσφαιρες, εκτός αν από την εξέταση των ιδιοτήτων τους προκύπτει ότι τα μείγματά τους με αέρα δεν είναι σε θέση να μεταδώσουν αυτομάτως την έκρηξη (Τμήμα 111, παράρτημα Ι παρ. 1 του π.δ.), 2) ο εργοδότης πρέπει να λαμβάνει τα ανάλογα με το είδος της επιχείρησης τεχνικά ή και οργανωτικά μέτρα, δίνοντας προτεραιότητα στην πρόληψη της δημιουργίας εκρηκτικών ατμοσφαιρών (Τμήμα 11, άρθρο 3 του π.δ.), 3) Οι εργοδότες πρέπει να παρέχουν στους εργαζόμενους που ασχολούνται σε χώρους όπου ενδέχεται να δημιουργηθούν εκρηκτικές ατμόσφαιρες, επαρκή και κατάλληλη εκπαίδευση όσον αφορά την προστασία από τις εκρήξεις. Σε όσες περιπτώσεις απαιτείται έγγραφο προστασίας από εκρήξεις (Τμήμα 11 άρθρο 8 του π.δ.), οι εργασίες σε επικίνδυνους χώρους πρέπει να εκτελούνται σύμφωνα με γραπτές οδηγίες που εκδίδει ο εργοδότης και πρέπει να εφαρμόζεται σύστημα χορήγησης αδειών για την εκτέλεση τόσο των επικίνδυνων εργασιών όσο και των εργασιών που ενδέχεται να αλληλεπιδράσουν με άλλες εργασίες αποτέλεσμα τη δημιουργία κινδύνου. Οι άδειες για εκτέλεση εργασίας πρέπει να χορηγούνται από άτομο αρμόδιο για το σκοπό αυτό πριν από την έναρξη των εργασιών (Τμήμα 111, άρθρο 10, Παράρτημα 11, Μέρος Α παράγραφοι 1.1 και 1.2 του π.δ.). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 4 του π.δ. 338/2001 για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες, σε συνδυασμό με το Τμήμα ΙΙΙ, `Αρθρο 10, Παράρτημα ΙΙ μέρος Α, παράγραφος 2.8 του π.δ. 42/2003, πριν να αρχίσει να χρησιμοποιείται ένας χώρος εργασίας, στον οποίον είναι δυνατόν να δημιουργηθεί εκρηκτική ατμόσφαιρα, πρέπει να επαληθεύεται συνολικά η ασφάλεια που παρέχει έναντι των εκρήξεων και πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την προστασία από τις εκρήξεις. Οι επαληθεύσεις αυτές διενεργούνται από άτομα τα οποία, λόγω πείρας ή και επαγγελματικής κατάρτισης, είναι εξειδικευμένα στον τομέα της προστασίας από τις εκρήξεις. Σε σχέση με τις ειδικές υποχρεώσεις που γεννούν για τον εργοδότη οι παραπάνω διατάξεις, αποδείχθηκε ότι κανένα από τα παραπάνω μέτρα δεν λήφθηκε, και ειδικότερα ότι δεν ελέγχθηκαν οι φιάλες ούτε η ατμόσφαιρα του υπογείου και ότι δεν δόθηκαν γραπτές οδηγίες στους εργαζόμενους, ούτε προειδοποιήθηκαν αυτοί για τον κίνδυνο ύπαρξης επικίνδυνων αερίων και αναφλέξεων ή εκρήξεων. Οι αναιρεσείοντες αρνούμενοι την αγωγή ισχυρίστηκαν ότι δεν τους βαραίνει πταίσμα και ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος, επικουρικά δε σε συντρέχον πταίσμα αυτού, συνισταμένου στο ότι με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να ενημερώσει και παρά τις αντίθετες ρητές οδηγίες του προϊσταμένου παραγωγής Γ. Μ., που έδωσε την εντολή για τον καθαρισμό του υπογείου, χρησιμοποίησε τον τροχό. Ο ισχυρισμός τους όμως για διατύπωση ρητής εντολής από τον Μ. να μην χρησιμοποιηθεί ο τροχός στη συγκεκριμένη εργασία και γενικώς να μην χρησιμοποιείται τροχός χωρίς προηγούμενη άδεια αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμος για τους εξής λόγους: Στην αποθήκη υπήρχαν, εκτός από το μεταλλικό πλαίσιο που επιχείρησε να κόψει ο παθών, για το οποίο οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ήταν πακτωμένο και γι αυτό δεν χρειαζόταν να απομακρυνθεί, άλλα δυο μεταλλικά τεμάχια μεγάλου μεγέθους που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν αυτούσια από την στενή έξοδο της αποθήκης και θα έπρεπε και αυτά να κοπούν σε τεμάχια. Η εργασία ανατέθηκε σε δυο εργάτες παραγωγής και σε δυο ηλεκτροσυγκολλητές, γεγονός που ενισχύει την εκδοχή ότι ο Μ. συζήτησε με τον Ν. την ανάγκη να κοπούν τα μεταλλικά στοιχεία σε μικρότερα τεμάχια και του έδωσε σχετική εντολή. Ο Μ., όταν έδωσε την εντολή να καθαριστεί η αποθήκη αγνοούσε τον κίνδυνο που μπορούσε να προκύψει από την παρατεταμένη έκθεση σε αυτήν των μεταχειρισμένων φιαλών προπανίου, τούτο δε αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο φωτισμός του υπογείου επιτυγχανόταν από φορητό ηλεκτρικό λαμπτήρα που συνδεόταν με την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος με προέκταση (μπαλαντέζα), σύνδεση που και αυτή μπορούσε να δημιουργήσει σπινθήρα να συνακόλουθα ανάφλεξη. Η άγνοιά του αυτή, όμως, ήταν υπαίτια λόγω των συγκεκριμένων υποχρεώσεων που είχε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, συνιδιοκτήτης της επιχείρησης και υπεύθυνος προσωπικού και οι οποίες υποχρεώσεις ορίζονται από το νομοθετικό καθεστώς που προεκτέθηκε. Αγνοώντας, συνεπώς, τον κίνδυνο ο Μ. δεν είχε λόγο να απαγορεύσει ρητά τη χρήση του τροχού. Σε κάθε περίπτωση ο Ν. δεν είχε ενημερωθεί για τους κινδύνους χρήσης του τροχού και δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξη του αερίου, καθώς αυτό είναι άοσμο. Όμως για να συντρέχει στο πρόσωπο του υπαίτια συμπεριφορά δεν αρκεί η παραδοχή ότι χρησιμοποίησε τον τροχό με δική του πρωτοβουλία και χωρίς να ενημερώσει κανέναν, αλλά θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι παραβίασε ρητή και μάλιστα έγγραφη εντολή που συνοδεύτηκε από οδηγίες και πληροφορίες για την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης εργασίας, κάτι που δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι ο Μ., μόλις έδωσε την εντολή για την εκτέλεση της εργασίας, έφυγε από το χώρο της επιχείρησης για εξωτερικές εργασίες και οι εργάτες εργάζονταν χωρίς επιτήρηση. Μάλιστα ο αναφερόμενος ως υπεύθυνος ασφαλείας Α. Σ. κατέθεσε προανακριτικά ότι έχει άλλη ιδιότητα, αυτήν του υπεύθυνου παραγωγής, ότι είχε πολύν καιρό να επισκεφθεί το χώρο της αποθήκης, ότι τον χώρο είχε επισκεφθεί μόνο μια φορά από περιέργεια και ότι αγνοούσε πως φυλάσσονταν εκεί παλιές φιάλες προπανίου.

Συνεπώς ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι οι εργασίες εκτελούνταν με τις υποδείξεις του τελευταίου για την ασφαλή διεκπεραίωσή τους, αποδεικνύεται ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω το Εφετείο, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ένδικο ατύχημα προκλήθηκε γιατί δεν λήφθηκαν τα σαφώς οριζόμενα από το νόμο μέτρα ασφαλείας από βαριά αμέλεια των αναιρεσειόντων, ότι συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο θάνατος από καθολικά εγκαύματα ενός άνδρα ηλικίας 54 ετών, ότι η σύζυγός του και η δέκα ετών κόρη του, αλλοδαπές υπήκοοι βίωσαν το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου κάτω από ιδιαίτερα τραγικές συνθήκες, δεδομένου ότι αυτός δεν επήλθε αμέσως αλλά μετά από αρκετές ημέρες βασανιστικής, λόγω της έκτασης των εγκαυμάτων νοσηλείας και ότι, εκτός από οδύνη, η απώλειά του γέννησε σ΄ αυτές έντονα συναισθήματα ανασφάλειας, ότι η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία έχει μεγάλο κύκλο εργασιών, αφού στους ισολογισμούς των ετών 2007 και 2008 αυτός ανέρχεται στο ποσό των 3.848.084,58 και 2.903.516,81 ευρώ αντίστοιχα, απασχολούσε δε μέχρι τις αρχές του 2011 προσωπικό από 25 άτομα, το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που πρέπει να επιδικαστεί στις αναιρεσίβλητες ανέρχεται στο ποσό των 80.000 ευρώ για την πρώτη και στο ποσό των 70.000 ευρώ για τη δεύτερη. Μετά ταύτα, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε γίνει επίσης δεκτή εν μέρει η αγωγή για μικρότερα όμως ποσά, επιδίκασε τα πιο πάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο περιέλαβε πλήρεις σαφείς και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες τόσο ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος και την ευθύνη των αναιρεσειόντων, όσο και ως την έλλειψη συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος συγγενούς των αναιρεσιβλήτων και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε το ΠΔ 95/1978 άρθρα 9 και 10, σύμφωνα με το οποίο ο παθών όφειλε να χρησιμοποιήσει τα υλικά προστασίας που η αναιρεσείουσα εργοδότρια είχε χορηγήσει σ΄ αυτόν και τα οποία είχε παραλάβει ο έτερος παθών Σ., παραβιάζοντας έτσι τα διδάγματα της κοινής πείρας σύμφωνα με τα οποία αν φορούσε μάσκα δεν θα πάθαινε καθολικά εγκαύματα στο πρόσωπο ούτε αναπνευστική ανεπάρκεια. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού όπως προκύπτει από τις προτάσεις των αναιρεσειόντων με την ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που αυτοί υπέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν ισχυρίστηκαν ότι είχαν χορηγήσει στον παθόντα, συγγενή των αναιρεσειόντων, τα πιο πάνω υλικά προστασίας και ότι ο ίδιος από αμέλειά του δεν τα χρησιμοποίησε, συνεπώς το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 9 και 10 του Π.Δ. 95/1978 , εφόσον δεν είχε προταθεί νομίμως σχετικός ισχυρισμός.

Ως "πράγματα" κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και των οποίων η μη λήψη υπόψη καίτοι μη προταθέντων ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος ουσιαστικού ή δικονομικού που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι δε αρνητικοί ισχυρισμοί της αγωγής ή της ενστάσεως, ή ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με τα παραπάνω που δέχτηκε παραβίασε τη διάταξη του ως άνω άρθρου, γιατί δεν έλαβε υπόψη: α) τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι τα προς μεταφορά μεταλλικά στοιχεία δεν ήταν εξαρχής ακουμπισμένα στον τοίχο της αποθήκης, αλλά τοποθετημένα επί του μεταλλικού πλαισίου και αποτελούσαν υπερυψωμένο δάπεδο επί του οποίου ήταν τοποθετημένα διάφορα αντικείμενα ... β) τον ισχυρισμό τους περί ρητής απαγόρευσης του καπνίσματος στο χώρο της βιοτεχνίας και την ύπαρξη πολλών πινακίδων με επισήμανση κινδύνου πυρκαγιάς, γ) τον ισχυρισμό τους ότι ο παθών λόγω της ιδιότητας του ως ηλεκτροσυγκολλητής ήταν σε θέση να προβλέψει τον κίνδυνο στοιχείο που τον συνιστά συνυπαίτιο, αν όχι αποκλειστικά υπαίτιο στην πρόκληση του ατυχήματος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ως προς τα υπό στοιχεία α΄ και β΄ μέρη του, αφού τα επικαλούμενα περιστατικά δεν συνιστούν "πράγματα" υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως, αλλά αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς, κατά δε το υπό στοιχείο γ΄ μέρος του ως αβάσιμος, αφού κατά παραπάνω εκτιθέμενα το Εφετείο ερεύνησε την προταθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση περί συνυπαιτιότητας του παθόντος και την απέρριψε. Επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος είναι και ο έκτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από την ίδια διάταξη με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους, ότι προϊστάμενος παραγωγής ήταν ο Α. Σ. και όχι ο δεύτερος αναιρεσείων, αφού με την εν λόγω αιτίαση πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Με το άρθρο 25 παρ.1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρησή του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι: α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή εννοία αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ.ΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ΄ αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις, καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή. Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (άρθρο 914 επ. ΑΚ) και ειδικότερα στο ζήτημα του μέτρου της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποιήσεως ο νόμος προβλέπει στο άρθρο 932 ΑΚ ότι το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, δηλαδή χρηματική ικανοποίηση ανάλογη με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Με τη διάταξη αυτή ο κοινός νομοθέτης έλαβε υπόψη του την αρχή της αναλογικότητας, εξειδικεύοντάς την στο ζήτημα του προσδιορισμού του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν υπάρχει έδαφος άμεσης εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφιο τέταρτο του Συντάγματος, η ευθεία δε επίκλησή της κατά τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως στερείται σημασίας, αφού δεν θα οδηγούσε σε διαφορετικά, σε σχέση με τον κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 932 ΑΚ προσδιορισμό αυτής, αποτελέσματα (Ολ.ΑΠ 6/2009). Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας που έχει από το άρθρο 932 ΑΚ, μπορεί να καθορίσει το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης του δικαιούχου, με βάση τους οικείους προσδιοριστικούς παράγοντες, όπως είναι το πταίσμα του υπόχρεου, το συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, η κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών. Ο προσδιορισμός από το Δικαστήριο της ουσίας του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, διότι αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης (Ολ.ΑΠ 13/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, επικαλούμενοι τις αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλουν ότι το Εφετείο με το να επιδικάσει στους αναιρεσιβλήτους τα πιο πάνω ποσά της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 932 ΑΚ, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας. Έτσι όμως, υπό την επίκληση της παραβίασης των άνω ουσιαστικών διατάξεων, προσβάλλεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης και συνεπώς ο λόγος αυτός κατά το αντίστοιχο μέρος του είναι προεχόντως απαράδεκτος. Εξ άλλου, με τα όσα αναπτύχθηκαν στη σκέψη που προηγήθηκε, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25§1 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται ευθέως στην προκείμενη περίπτωση και συνεπώς, η πληττόμενη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν μπορεί να ελεγχθεί αναιρετικώς, με βάση το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίασή της. Κατ΄ ακολουθίαν, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος στο σύνολό του.

Από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι ένορκες βεβαιώσεις. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθμός 11 περίπτωση γ΄ λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη κατά την ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου διαδικασία των εργατικών διαφορών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ γ΄ ΚΠολΔ, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση, ενώ η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει, όπως προαναφέρθηκε, τον από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο, εφόσον βέβαια είχαν προσκομιστεί και είχε γίνει νόμιμη επίκληση αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο κατέληξε στο πιο πάνω αποδεικτικό πόρισμα γιατί δεν έλαβε υπόψη: α) την κατάθεση της `Α. Γ. ενώπιον των προανακριτικών αρχών και β) την υπ΄ αριθμ. 1507/19-5-2009 ένορκη βεβαίωση των J. S. και Α. Τ. και `Α. Γ.. Όμως από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο για τη θεμελίωση του ως άνω αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα νομίμως προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και την κατάθεση της μάρτυρος `Α. Γ., καθώς και τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις τις οποίες μάλιστα ρητώς μνημονεύει και ως εκ τούτου και ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 6-9-2011 αίτηση των: 1) Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία "ΒΕΡΝΙΚΟΛ ΑΕ" και 2) Γ. Μ. για αναίρεση της 1359/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2012. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2013.

Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.

  • Δεν Επιτρέπεται: για δημιουργία νέου θέματος.
  • Δεν Επιτρέπεται: για απάντηση.
  • Δεν Επιτρέπεται: να επεξεργαστείτε το μήνυμά σας.
Συντονιστές: panospanagos_65
Χρόνος δημιουργίας σελίδας: 0.353 δευτερόλεπτα
Τελευταία άρθρα.
  • Δεν υπάρχουν δημοσιεύσεις προς εμφάνιση
Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm