ΑΔΕΙΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
1. ΑΔΕΙΑ ΚΑΝΟΝΙΚΗ
Α. Προϋποθέσεις χορήγησης
Με το άρθρο 5 της ΕΓΣΣΕ έτους 2002 η διάρκεια της σχέσης εργασίας (βασικό χρόνος) που απαιτείτο για τη γένεση της αξίωσης για τη χορήγηση της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές μειώθηκε από δώδεκα σε δέκα (10) μήνες συμπληρωμένους.
Ωστόσο από 8.5.2003, με το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003, παρέχεται η δυνατότητα λήψεως τμηματικώς της άδειας, κατ’ αναλογία του χρόνου υπηρεσίας στον εργοδότη, και πριν από τη συμπλήρωση του βασικού χρόνου, «κατά τον πρώτο χρόνο εργασίας του μισθωτού». Η αναλογία είναι 2 ημέρες κατά μήνα εργασίας, τόσο για μισθωτούς με εξαήμερο όσο και για μισθωτούς με πενθήμερο. Απαραίτητη επίσης προϋπόθεση για τη χορήγηση της κανονικής άδειας είναι η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας.
Β. ¶δεια σύμφωνα με το Ν. 3302/2004
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267/τ.Α΄/28.12.2004) που αντικατέστησε την παράγρ. 1 του άρθρου 2 του Ν. 539/45, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του Ν. 1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του Ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31/τ.Α΄/9.2.2004), όπως ισχύει «1.α. κάθε μισθωτός από την έναρξη της εργασίας του σε υπόχρεη επιχείρηση και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα (12) μηνών συνεχούς απασχόλησης, δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει στην ίδια υπόχρεη επιχείρηση. Το ποσοστό αυτό υπολογίζεται με βάση ετήσια άδεια εικοσιτεσσέρων εργασίμων ημερών ή αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, χωρίς να υπολογίζεται σ’ αυτές η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν απασχολούνται οι μισθωτοί λόγω του εφαρμοζόμενου συστήματος εργασίας.
β. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός να χορηγεί σε αυτόν την παραπάνω αναλογία της κανονικής άδειας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.
Για καθένα από τα επόμενα ημερολογιακά έτη, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους, την κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία υπολογίζεται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
Η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, εκτός από τις διατάξεις του νόμου αυτού διέπονται και από τις λοιπές συναφείς διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας»
Με την ανωτέρω διάταξη επαναφέρθηκε το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων και παρέχεται το δικαίωμα σε κάθε εργαζόμενο που συνδέεται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, να λάβει την ετήσια κανονική του άδεια με αποδοχές, από την έναρξη της απασχόλησής του σε υπόχρεη επιχείρηση.
Ειδικότερα, κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος στο οποίο ξεκινά την εργασία του ο μισθωτός στην επιχείρηση, ο μεν εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ποσοστό της ετήσιας κανονικής άδειας με αποδοχές κατ’ αναλογία με το χρόνο απασχόλησής του στην επιχείρηση, ο δε εργοδότης υποχρεούται μέχρι και τη λήξη του ημερολογιακού έτους (δηλαδή την 31 Δεκεμβρίου) να χορηγήσει σ’ αυτόν την παραπάνω αναλογία. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται και πάλι να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία υπολογίζεται όπως παραπάνω στο πρώτο ημερολογιακό έτος και η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό ημερολογιακό έτος, στην επιχείρηση. Η άδεια του δεύτερου ημερολογιακού έτους επαυξάνεται κατά μια εργάσιμη ημέρα κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης και συνεπώς ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, δηλ. την 31η Δεκεμβρίου, να έχει χορηγήσει στον εργαζόμενο αναλογικά ή ολόκληρη στο τέλος, άδεια 21 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου και 25 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου.
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και σε κάθε επόμενο, ο μισθωτός δικαιούται από την 1η Ιανουαρίου εκάστου έτους να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους. Η άδεια αυτή ανέρχεται σε 22 εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου και 26 εργάσιμες επί εξαημέρου, εφόσον εντός του τρίτου ημερολογιακού έτους, έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης. Και σε αυτή την περίπτωση ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χορηγεί την άδεια μέχρι την 31 Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους.
Όπως οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 3144/2003 έτσι και οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004, καταργούν το βασικό χρόνο εργασίας – αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον Α.Ν. 539/45 ή 10 μήνες κατά την ΕΓΣΣΕ 2002), τον οποίο έπρεπε να έχει συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη, προκειμένου να θεμελιώσει δικαίωμα λήψης κανονικής αδείας μετ’ αποδοχών.
Γ. Ποιες ημέρες υπολογίζονται στην άδεια
Στην άδεια αναπαύσεως των μισθωτών υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες (παράγρ. 1,3 άρθρου 2 του ΑΝ 539/45). Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθένειας του μισθωτού, που εμπίπτουν μέσα στο διάστημα της αδείας. Επίσης για τους μισθωτούς, οι οποίοι παρέχουν εργασία με πενθήμερη απασχόληση, δεν λαμβάνεται υπόψη στον αριθμό ημερών της αδείας που δικαιούνται, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω του πενθημέρου. Η εν λόγω όμως ημέρα λαμβάνεται υπόψη για την αμοιβή της άδειας.
Δ. Χρόνος χορηγήσεως της αδείας
Ο χρόνος χορηγήσεως των αδειών διακανονίζεται μεταξύ μισθωτών και εργοδότου. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να λαμβάνουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δυο μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο διετυπώθη το σχετικό αίτημα. Επίσης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια οπωσδήποτε πριν λήξει το ημερολογιακό έτος, έστω και αν δεν του την ζήτησε ο μισθωτός.
Ε. Τμηματική χορήγηση της άδειας
Η άδεια χορηγείται κατά κανόνα ολόκληρη. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 της από 26.1.77 ΕΓΣΣΕ, δηλαδή σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχειρήσεως ή κατ’ αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και πάντοτε μετά από έγκριση του οικείου τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας. Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον ημέρες. Τα ανωτέρω δεν έχουν εφαρμογή για την άδεια του μισθωτού κατά το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία κατά το νέο Ν. 3302/2004 μπορεί να χορηγηθεί και σε τμήματα ως ποσοστό (κατ’ αναλογία με το χρόνο εργασίας που έχει συμπληρώσει ο εργαζόμενος στην επιχείρηση), κατά τον πρώτο και δεύτερο χρόνο υπηρεσίας του μισθωτού. Η απαγόρευση κατατμήσεως ισχύει δηλαδή για τη τρίτη και τις επόμενες άδειες του μισθωτού.
ΣΤ. Οι αποδοχές που δικαιούνται οι μισθωτοί κατά την διάρκεια της αδείας τους.
Κατά την διάρκεια της αδείας του ο μισθωτός δικαιούται να λαμβάνει τις ΄΄συνήθεις αποδοχές΄΄ δηλαδή τις αποδοχές εκείνες που θα ελάμβανε εάν απασχολούταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο.
Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και Επίδομα Αδείας.. Όπως προκύπτει από την περί αδειών νομοθεσία, το δικαίωμα λήψεως επιδόματος αδείας όπως και το δικαίωμα λήψεως αποδοχών αδείας αποτελεί παρακολούθημα του κυρίου δικαιώματος λήψεως της αδείας, προϋποθέτει δηλαδή την ύπαρξη δικαιώματος λήψεως αδείας. Το επίδομα αδείας ακολουθεί κατά το ύψος τις αποδοχές αδείας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί για όσους μεν μισθωτούς αμείβονται με μισθό, τον μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά κ.λ.π. τα 13 ημερομίσθια.
Ζ. Οι συνέπειες μη χορηγήσεως της αδείας
Σε περίπτωση μη χορηγήσεως της αδείας μέχρι την ημερομηνία λήξεως του ημερολογιακού έτους εκάστου μισθωτού, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές μεν όταν δεν υπάρχει και πταίσμα αυτού, διπλές δε (αυξημένες κατά 100% ) όταν υπάρχει και πταίσμα του εργοδότου (ΑΠ 1568/99). Πταίσμα υπάρχει και στην περίπτωση που ο μισθωτός εζήτησε την άδειά του και ο εργοδότης αρνήθηκε τη χορήγηση (παράγρ. 1 εδάφιο 5 ΑΝ 539/45 – άρθρο 3 ΝΔ 3755/57, ΑΠ 581/99). Και όταν η άδεια δεν χορηγήθηκε λόγω υπηρεσιακών αναγκών (Πολ. Πρωτ. Αθ. 815/2003). Για να στοιχειοθετηθεί η υπαιτιότητα πρέπει ο μισθωτός να έχει ζητήσει την άδεια αυτούσια και όχι σε χρήμα (ΑΠ 1469/2001). Αποδοχές αδείας απλές οφείλονται και όταν ο μισθωτός δεν εδέχθη να λάβει άδεια (ΑΠ 1224/76). Η προσαύξηση 100% οφείλεται και για τμήμα αδείας που ο εργοδότης αρνήθηκε να χορηγήσει στο μισθωτό. Οφείλεται και όταν ο εργοδότης όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθωτός δικαιούται περισσότερες ημέρες αδείας (ΑΠ 1191/85). Μετά τη λήξη του ημερολογιακού έτους η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική αφού δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος (Πολ. Πρωτ. Αθ. 815/2003). Ο εργοδότης εφόσον εκ προθέσεως δεν χορήγησε την άδεια, υπέχει και ποινική ευθύνη κατ’ άρθρο 5 παράγρ. 7 ΑΝ 539/45. Επίσης όσοι δεν τηρούν τους σχετικούς με την χορήγηση των αδειών όρους των ΣΣΕ ή ΔΑ, διώκονται και τιμωρούνται σύμφωνα με το άρθρο 21 Ν. 1876/90. Η αξίωση λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας υπόκειται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 εδ. 17 του Αστικού Κώδικα.
Η. Λύση τη σχέσεως εργασίας και άδεια
Σε περίπτωση που η σχέση εργασίας του μισθωτού λυθεί με οποιονδήποτε τρόπο πριν αυτός λάβει την κανονική του άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια (άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 1346/1983). Εφόσον λοιπόν κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσεως εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
Ø Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Ø Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
Ø Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός ένα ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Εάν κατά τον υπολογισμό εξευρίσκεται κλάσμα (δεκαδικός αριθμός), όσον αφορά μεν τον αριθμό ημερών αδείας στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα όταν υπερβαίνει την μισή ημέρα, ενώ όσον αφορά τις αποδοχές αδείας, λαμβάνεται υπόψη ως έχει.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα παραδείγματα, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη κατανόηση της νέας νομοθετικής διάταξης:
Παράδειγμα 1
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη την 1.3.2005, δικαιούται μέχρι την 31.12.2005, 20/12 Χ 10 μήνες, ως άδεια πλέον ανάλογο επίδομα αδείας (πλήρες στη συγκεκριμένη περίπτωση).
Εάν η σχέση εργασίας του ανωτέρου στο παράδειγμα μισθωτού λυθεί τον 11ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι και τον 7ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 8ο μήνα έως τον 11ο μήνα. Ως εκ τούτου 4 μήνες επί 2 = 8 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού.
Παράδειγμα 2
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη την 5.9.2005, πρέπει να λάβει έως την 31.12.2005, 20/12 Χ 4 μήνες ως άδεια και το ανάλογο επίδομα αδείας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος 2006, θα πρέπει μέχρι την 31.12.2006 να λάβει εξολοκλήρου ή τμηματικά 21 ημέρες επί πενθημέρου και 25 ημέρες επί εξαημέρου, καθώς και το αναλογούν επίδομα αδείας. Η 21η ημέρα (επί πενθημέρου) ή η 25η ημέρα (επί εξαημέρου), προστίθεται μετά την 5.9.2006, που είναι το χρονικό σημείο που ο μισθωτός συμπληρώνει δώδεκα μήνες απασχόληση στην επιχείρηση.
Συνεπώς από 1.1.2006 έως 5.9.2006 η αναλογία αδείας υπολογίζεται σε 20/12 Χ 9 μήνες, το δε χρονικό διάστημα από 6.9.2006 έως 31.12.2006 υπολογίζεται σε 21/12 Χ 3 μήνες.
Από την 1.1.2007 και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει μέχρι την 31 Δεκεμβρίου ολόκληρη την ετήσια άδεια με αποδοχές και το επίδομα αδείας.
2. ΓΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Ø N. 1483/84 (άρθρο 5)
Ø Ε.Γ.Σ.Σ.Ε./8.6.93
Ø Ν. 2639/98 (άρθρο 25)
Γονέας εργαζόμενος με εξαρτώμενα παιδιά, με εργασία ενός (1) έτους στον ίδιο εργοδότη και με την προϋπόθεση ότι ο άλλος γονέας εργάζεται έξω από το σπίτι, δικαιούται γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα από την λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό (3 ½) ετών. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό μήνες (3 ½) για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη, με βάση τη σειρά προτεραιότητας των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος.
3. ΑΔΕΙΑ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ (¶ρθρο 7 της ΕΓΣΣΕ 9.6.93 & άρθρο 7 της ΕΓΣΣΕ 23.5.2000)
Η συνολική διάρκεια της άδειας μητρότητας ορίζεται σε δέκα επτά (17) εβδομάδες. Οκτώ (8) εβδομάδες θα χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την πιθανή ημερομηνία τοκετού, και οι υπόλοιπες εννέα (9) μετά τον τοκετό. Σε περίπτωση που ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που έχει αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της αδείας θα χορηγείται υποχρεωτικά μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος συνολικής αδείας δέκα επτά (17) εβδομάδων. Ο χρόνος αυτής της άδειας αμείβεται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες για το θέμα αυτό διατάξεις.
4. ΑΔΕΙΑ ΘΗΛΑΣΜΟΥ & ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ ΠΑΙΔΙΟΥ (άρθρα 8 & 9 ΕΓΣΣΕ/24.5.2004, άρθρο 6 ΕΓΣΣΕ/15.4.2002)
Οι μητέρες εργαζόμενες δικαιούνται, για χρονικό διάστημα τριάντα (30) μηνών από την λήξη της άδειας λοχείας, δηλαδή 9 εβδομάδες μετά τον τοκετό, είτε να προσέρχονται αργότερα είτε να αποχωρούν νωρίτερα κατά μια ώρα κάθε ημέρα. Εναλλακτικά, με συμφωνία του εργοδότη, το ημερήσιο ωράριο των μητέρων μπορεί να ορίζεται μειωμένο κατά δυο (2) ώρες ημερησίως για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες και σε μία (1) ώρα για έξι (6) επιπλέον μήνες. Το μειωμένο ωράριο δικαιούται η μητέρα με αίτησή της να το ζητήσει εναλλακτικά ως συνεχόμενη ισόχρονη άδεια με αποδοχές, εντός της χρονικής περιόδου κατά την οποία δικαιούται μειωμένου ωραρίου για τη φροντίδα του παιδιού. Η εναλλακτική χορήγηση της άδειας προϋποθέτει συμφωνία του εργοδότη και χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά. Την άδεια απουσίας για λόγους φροντίδας του παιδιού, δικαιούται και ο πατέρας εφόσον δεν κάνει χρήση αυτής η εργαζόμενη μητέρα, προσκομίζοντας στον εργοδότη του σχετική βεβαίωση του εργοδότη της μητέρας του παιδιού. Το δικαίωμα καθυστερημένης προσέλευσης ή πρόωρης αποχώρησης της μητέρας και εναλλακτικά του πατέρα για τη φροντίδα του παιδιού έχουν και οι θετοί γονείς παιδιού ηλικίας έως έξι (6) ετών, υπό τους ίδιους ως άνω όρους των φυσικών γονέων και χρονική αφετηρία την υιοθεσία. Την άδεια φροντίδας παιδιού δικαιούνται και οι άγαμοι γονείς.
5. ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ (¶ρθρο 9 ΠΔ 176/97, ΦΕΚ 150/τ.Α΄/15.7.97)
Κάθε εργαζόμενη γυναίκα που βρίσκεται σε κατάσταση εγκυμοσύνης απαλλάσσεται από την εργασία χωρίς περικοπή αποδοχών, για να υποβληθεί σε εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου, εφόσον αυτές οι εξετάσεις πρέπει να γίνουν κατά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας.
6. ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΕΞΑΡΤΩΜΕΝΩΝ ΜΕΛΩΝ (¶ρθρο 11 ΕΓΣΣΕ/23.5.2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του Ν. 1483/84)
Πρόκειται για άδεια χωρίς αποδοχές 6 εργασίμων ημερών κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση ασθένειας εξαρτώμενων παιδιών ή άλλων μελών της οικογένειας. Η άδεια αυτή αυξάνεται σε 8 εργάσιμες ημέρες αν ο δικαιούχος προστατεύει δυο παιδιά και καθορίζεται σε 12 εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος, εφόσον ο δικαιούχος έχει τρία παιδιά και πάνω.
7. ΑΔΕΙΑ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΕΚΝΟΥ (¶ρθρο 6 ΕΓΣΣΕ/9.6.93 και άρθρο 10 ΕΓΣΣΕ/23.5.2000
Εργαζόμενοι και εργαζόμενες που συνάπτουν γάμο, δικαιούνται να πάρουν άδεια γάμου με αποδοχές πέντε (5) εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται πενθήμερο και έξι (6) εργασίμων ημερών για όσους εργάζονται εξαήμερο. Η άδεια αυτή δεν συμψηφίζεται με την ετήσια κανονική άδεια που προβλέπεται από τον ΑΝ 539/45. Σε περίπτωση γεννήσεως τέκνου ο πατέρας δικαιούται δύο (2) ημέρες άδεια με αποδοχές.
8. ΑΔΕΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΥΓΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (¶ρθρο 9 ΕΓΣΣΕ/29.4.2002 το οποίο κυρώθηκε και απόκτησε ισχύ νόμου με το άρθρο 12 του Ν. 3227/2004)
Στους εργαζόμενους με εξηρτημένη σχέση εργασίας χορηγείται άδεια δυο ημερών με αποδοχές σε περίπτωση θανάτου συζύγου, τέκνων, γονέων και αδελφών.
9. ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ (¶ρθρο 7 ΕΓΣΣΕ/2.4.96 και ¶ρθρο 6 ΕΓΣΣΕ/18.5.98. και για μεταπτυχιακούς φοιτητές άρθρο 10 ΕΓΣΣΕ/24.5.2004)
¶δεια 30 ημερών χωρίς αποδοχές (πληρώνει ο Ο.Α.Ε.Δ.) για συμμετοχή σε εξετάσεις των εργαζομένων μαθητών ή σπουδαστών ή φοιτητών εκπαιδευτικών Μονάδων οποιουδήποτε τύπου και οποιασδήποτε βαθμίδας του Δημοσίου ή εποπτευομένων από το Δημόσιο με οποιοδήποτε τρόπο, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και σε εκείνους που έχουν υπερβεί το 28ο έτος της ηλικίας τους αλλά μόνο για την προβλεπόμενη διάρκεια των σπουδών που κάθε φορά παρακολουθεί ο εργαζόμενος, προσαυξημένη κατά δυο έτη, ανεξάρτητα αν οι σπουδές διανύθηκαν συνεχώς ή διακεκομένα. Η άδεια αυτή χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά. Επίσης όσοι συμμετέχουν σε πρόγραμμα για μεταπτυχιακό δίπλωμα ετήσιας τουλάχιστον φοίτησης ή διδακτορικό δίπλωμα ΑΕΙ και ΤΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, δικαιούνται άδεια 10 εργασίμων ημερών. Η άδεια αυτή είναι άνευ αποδοχών από τον εργοδότη, χορηγείται σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά και ανεξάρτητα από την ηλικία του δικαιούχου και ισχύει μέχρι δυο έτη.
10. ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ (¶ρθρο 9 Ν. 1483/84)
¶δεια με αποδοχές, ορισμένων ωρών ή ολόκληρη την ημέρα και μέχρι 4 εργάσιμες ημέρες κάθε ημερολογιακό έτος, χορηγούμενη στον ένα γονέα με πλήρη απασχόληση (αν και οι δυο εργάζονται αποφασίζουν με κοινή συμφωνία ποιος θα κάνει χρήση), για την παρακολούθηση της σχολικής επίδοσης παιδιών μέχρι 16 ετών που παρακολουθούν μαθήματα στοιχειώδους ή μέσης εκπαίδευσης.
11. ΑΔΕΙΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ (¶ρθρο 8 παρ. 4 Ν. 2643/98)
Οι ανάπηροι εργαζόμενοι που υπάγονται στις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2643/98, δικαιούνται έξι (6) εργάσιμες ημέρες με αποδοχές επιπλέον της κανονικής τους άδειας, κάθε χρόνο.
12. ΛΟΙΠΕΣ ΑΔΕΙΕΣ (¶ρθρα 7,8,9,14/ΕΓΣΣΕ/15.4.2002 και άρθρα 11 & 12 ΕΓΣΣΕ/24.5.2004)
Μονογονεϊκές οικογένειες (άρθρο 7 ΕΓΣΣΕ 2002). Στους εργαζόμενους που έχουν χηρέψει και στον άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια του παιδιού, χορηγείται άδεια με αποδοχές έξι (6) εργασίμων ημερών το χρόνο, πέραν αυτής που δικαιούται από άλλες διατάξεις. Γονέας με τρία παιδιά ή περισσότερα δικαιούται άδεια οκτώ (8) εργασίμων ημερών. Η άδεια αυτή χορηγείται λόγω αυξημένων αναγκών φροντίδας των παιδιών ηλικίας μέχρι δώδεκα (12) ετών συμπληρωμένων, χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά μετά από συνεννόηση με τον εργοδότη, σύμφωνα με τις ανάγκες του γονέα, και δεν πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την αρχή ή το τέλος της ετήσιας κανονικής άδειας.
¶δεια για μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων του ή αιμοκάθαρση (άρθρο 8 ΕΓΣΣΕ 2002). Εργαζόμενοι με εξηρτημένη σχέση εργασίας, που έχουν υπηρεσία μέχρι τεσσάρων (4) ετών στον ίδιο εργοδότη, οι οποίοι πάσχουν από νόσημα που απαιτεί μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων του ή αιμοκάθαρση και το οποίο έχει γνωστοποιηθεί στον εργοδότη, δικαιούνται έως είκοσι δυο (22) εργάσιμες ημέρες το χρόνο επιπλέον άδεια με αποδοχές.
¶δεια γονέα για παιδί με νόσημα που απαιτεί μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων του ή αιμοκάθαρση (άρθρο 12 ΕΓΣΣΕ 2004). Στους φυσικούς ή θετούς γονείς παιδιού ηλικίας έως 16 ετών συμπληρωμένων, το οποίο πάσχει από νόσημα που απαιτεί μεταγγίσεις αίματος και παραγώγων του ή αιμοκάθαρση, χορηγείται πρόσθετη άδεια δέκα (10) εργασίμων ημερών ετησίως. Η άδεια αυτή είναι με αποδοχές και χορηγείται και στους δυο γονείς επιπλέον της αδείας που δικαιούνται από άλλες διατάξεις.
¶δεια λόγω AIDS (άρθρο 11 ΕΓΣΣΕ 2004). Εργαζόμενοι με εξηρτημένη σχέση εργασίας που έχουν υπηρεσία μέχρι τεσσάρων (4) ετών στον ίδιο εργοδότη, οι οποίοι είναι φορείς ή πάσχουν από AIDS και έχουν κριθεί ικανοί προς εργασία, δικαιούνται από τη γνωστοποίηση στον εργοδότη, έως ένα (1) μήνα για κάθε ημερολογιακό έτος επιπλέον άδεια με αποδοχές.
Σύνταξη: andreasm