Open menu
29 | 03 | 2024

Αθήνα 05 /03/2003
Αρ.Πρωτ. 1021577/10206/Β0012
ΠΟΛ. 1038

 

ΘΕΜΑ: Ερμηνεία των διατάξεων του Ν.3091/2002

 

Ο Ν.3091/2002 «Απλουστεύσεις και βελτιώσεις στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 330/Α’/24.12.2002) σας έχει σταλεί από 13.1.2003 με την 1003054/21/Α0013/13.1.2003 διαταγή και περαιτέρω, σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5 (παρ. 1 έως και 6, 8 και 9), 6, 7, 8, 9, 19 (παρ. 17 έως και 20), 20, 21 (παρ. 1), 22 (παρ. 2, 3, 5 και 6), 24, 25 (παρ. 3), 28 και 29.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

 

Άρθρο 1

Φορολογική κλίμακα – Μειώσεις φόρου

 

1. Με την παρ. 1 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (άρθρο πρώτο Ν.2238/1994) και προστέθηκαν παρ. 3 και 4. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 αντικαθίσταται η κλίμακα φορολογίας εισοδήματος από δύο νέες κλίμακες, μία για τους μισθωτούς και συνταξιούχους και μία για τους υπόλοιπους φορολογούμενους. Οι νέες κλίμακες έχουν ως εξής:

 

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ

Κλιμάκιο Εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολ. συντελεστής %

(ευρώ)

Φόρος κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

Εισοδήματος

(ευρώ)

Φόρου

(ευρώ)

10.000

0

0

10.000

0

3.400

15

510

13.400

510

10.000

30

3.000

23.400

3.510

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Κλιμάκιο Εισοδήματος

(ευρώ)

Φορολ. συντελεστής %

(ευρώ)

Φόρος κλιμακίου

(ευρώ)

Σύνολο

Εισοδήματος

(ευρώ)

Φόρου

(ευρώ)

8.400

0

0

8.400

0

5.000

15

750

13.400

750

10.000

30

3.000

23.400

3.750

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

Στις κλίμακες αυτές έχουν περιοριστεί τα κλιμάκια από πέντε σε τέσσερα, δηλαδή έχει απαλειφθεί το δεύτερο κλιμάκιο της προϊσχύσασας κλίμακας που είχε συντελεστή 5%. Επίσης έχει αυξηθεί το πρώτο κλιμάκιο, από 7.400 ευρώ σε 8.400 ευρώ στην κλίμακα των μη μισθωτών και σε 10.000 ευρώ στην κλίμακα των μισθωτών. Η διαφορά στα αφορολόγητα ποσά εισοδήματος των δύο κλιμάκων είναι 1.600 ευρώ (10.000 – 8.400).

2. Εάν ο φορολογούμενος έχει ετήσιο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες κάτω από 1.600 ευρώ, και έχει βέβαια και εισοδήματα από άλλες πηγές, το αφορολόγητο πρώτο κλιμάκιο της κλίμακας (α) μειώνεται κατά ποσό ίσο με τη διαφορά του ποσού των 1.600 ευρώ και του ποσού εισοδήματος από μισθωτές υπηρεσίες και παράλληλα αυξάνεται ισόποσα το ποσό του δεύτερου κλιμακίου.

Για παράδειγμα, εάν ένας φορολογούμενος έχει εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες 800 ευρώ και από άλλες πηγές 11.000 ευρώ, σύνολο εισοδήματος 11.800 ευρώ, τότε το αφορολόγητο ποσό της κλίμακας των μισθωτών γίνεται: 10.000 – (1.600 – 800=800)=9.200 ευρώ οπότε η κλίμακα μισθωτών διαμορφώνεται ως εξής:

 

Κλιμάκιο Εισοδήματος 

Φορολ. συντελεστής % 

Φόρος κλιμακίου 

Σύνολο

Εισοδήματος

Φόρου

9.200

0

0

9.200

0

4.200

15

630

13.400

630

10.000

30

3.000

23.400

3.630

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

3. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. προβλέπεται αύξηση του αφορολόγητου πρώτου κλιμακίου εισοδήματος της κλίμακας, κατά 1.000 ευρώ εάν ο φορολογούμενος έχει ένα τέκνο, κατά 2.000 ευρώ εάν έχει δύο τέκνα, κατά 10.000 ευρώ εάν έχει τρία τέκνα, κατά 11.000 ευρώ εάν έχει τέσσερα τέκνα, κατά 12.000 ευρώ εάν έχει πέντε τέκνα κ.λπ. Δηλαδή το ποσό των 10.000 ευρώ, με το οποίο προσαυξάνεται το πρώτο κλιμάκιο εισοδήματος της φορολογικής κλίμακας όταν ο φορολογούμενος έχει 3 τέκνα, προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για κάθε τέκνο πάνω από τα τρία. Καθώς αυξάνεται το πρώτο κλιμάκιο εισοδήματος της κλίμακας μειώνεται αντίστοιχα το δεύτερο κλιμάκιο εισοδήματος ή και τα επόμενα. Για παράδειγμα, εάν ο φορολογούμενος έχει δύο τέκνα, το αφορολόγητο γίνεται 12.000 ευρώ εάν είναι μισθωτός και 10.400 ευρώ εάν δεν είναι μισθωτός, οπότε οι κλίμακες διαμορφώνονται ως εξής:  

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ (με δύο τέκνα)

Κλιμάκιο Εισοδήματος 

Φορολ. συντελεστής % 

Φόρος κλιμακίου 

Σύνολο

Εισοδήματος

Φόρου

12.000

0

0

12.000

0

1.400

15

210

13.400

210

10.000

30

3.000

23.400

3.210

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

(β) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ (με δύο τέκνα)

Κλιμάκιο Εισοδήματος 

Φορολ. συντελεστής % 

Φόρος κλιμακίου 

Σύνολο

Εισοδήματος

Φόρου

10.400

0

0

10.400

0

3.000

15

450

13.400

450

10.000

30

3.000

23.400

3.450

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

Εάν ο φορολογούμενος έχει πέντε τέκνα, το αφορολόγητο ποσό γίνεται 22.000 ευρώ εάν είναι μισθωτός και η κλίμακα διαμορφώνεται ως εξής:

 

(α) ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ – ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ (με πέντε τέκνα)

Κλιμάκιο Εισοδήματος 

Φορολ. συντελεστής % 

Φόρος κλιμακίου 

Σύνολο

Εισοδήματος

Φόρου

22.000

0

0

22.000

0

1.400

30

420

23.400

420

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

Αν ο ένας σύζυγος δεν έχει εισόδημα, το αφορολόγητο ποσό που δικαιούται για τα τέκνα μεταφέρεται στον άλλο σύζυγο και αυξάνει το αφορολόγητο ποσό αυτού. Επίσης, εάν ο σύζυγος έχει εισόδημα μέχρι το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, στο οποίο δε συμπεριλαμβάνεται το αφορολόγητο ποσό για τα τέκνα, ολόκληρο το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα μεταφέρεται στον άλλο σύζυγο. Τέλος, εάν το εισόδημα του συζύγου αυτού είναι κατώτερο από το αφορολόγητο ποσό του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας, στο οποίο όμως συμπεριλαμβάνεται και το αφορολόγητο για τα τέκνα, η διαφορά του αφορολόγητου αυτού ποσού που δεν καλύπτεται από το εισόδημά του και προέρχεται από το αφορολόγητο ποσό που αφορά τα τέκνα, μεταφέρεται και αυξάνει το αφορολόγητο του άλλου συζύγου.

π.χ. Έστω ότι ο σύζυγος είναι μισθωτός και έχει 4 τέκνα. Το συνολικό αφορολόγητό του είναι 21.000 ευρώ (10.000 ευρώ το αφορολόγητο της κλίμακας και 11.000 ευρώ για τα τέκνα) Εάν και η σύζυγός του είναι μισθωτός, το δικό της αφορολόγητο είναι 10.000 ευρώ, οπότε το αφορολόγητο ποσό και των δύο συζύγων ανέρχεται σε 31.000 ευρώ. Περαιτέρω:

α) Εάν ο σύζυγος δεν έχει εισόδημα, ολόκληρο το ποσό των 11.000 ευρώ μεταφέρεται στη σύζυγο.

β) Εάν έχει εισόδημα 10.000 ευρώ, επίσης ολόκληρο το ποσό των 11.000 ευρώ μεταφέρεται στη σύζυγο.

γ) Εάν έχει εισόδημα 15.000 ευρώ, μεταφέρεται η διαφορά των 6.000 ευρώ που αφορά τα τέκνα (21.000 – 15.000). Με τη θέσπιση των ανωτέρω αυξήσεων του αφορολογήτου ποσού οι μειώσεις φόρου για τα τέκνα καταργούνται.

4. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. οι εκπτώσεις από το εισόδημα ορισμένων δαπανών μετατρέπονται σε μειώσεις από το φόρο κατά ένα ποσοστό αυτών των δαπανών.

Συγκεκριμένα το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση την κλίμακα της προηγούμενης παρ. μειώνεται ως εξής:

Μείωση φόρου για νοσήλεια

α) Κατά ποσοστό 15% του συνολικού ετήσιου ποσού των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογουμένου και των άλλων προσώπων του άρθρου 7. Ανώτερο ποσό μείωσης του φόρου για νοσήλεια για κάθε φορολογούμενο είναι 6.000 ευρώ. Δηλαδή εάν ο φορολογούμενος δαπανήσει στο έτος 2003 νοσήλεια 50.000 ευρώ, το ποσό της μείωσης φόρου είναι: 50.000 Χ 15% = 7.500 ευρώ. Επειδή το ποσό αυτό υπερβαίνει το όριο των 6.000 ευρώ, περιορίζεται στο ποσό αυτό. Δηλαδή αντί για μείωση 7.500 ευρώ θα έχει μείωση από το φόρο 6.000 ευρώ. Στην περίπτωση των συζύγων, ο κάθε σύζυγος δικαιούται ανώτερο ποσό μείωσης 6.000 ευρώ. Το ποσό των 6.000 ευρώ μπορεί να καλύπτεται από νοσήλεια του ίδιου του φορολογούμενου, των τέκνων του, της συζύγου του και των άλλων προσώπων του άρθρου 7, καθώς και των προσώπων αυτών που είναι ανάπηρα, που συνοικούν μαζί του και έχουν συνολικό εισόδημα πάνω από 2.500 ευρώ, κατά το ποσό των νοσηλείων που δεν καλύπτεται από το εισόδημά τους.

Η έννοια των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης καθώς και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκπτωση ποσοστού αυτών από το φόρο που προκύπτει, δεν μεταβάλλονται.

Μείωση φόρου για μισθώματα κύριας κατοικίας και κατοικίας παιδιών που σπουδάζουν.

β) Κατά ποσοστό 15% των εξής δαπανών: αα) Του ετήσιου μισθώματος για κύρια κατοικία του φορολογουμένου και της οικογένειάς του. Όποιος παίρνει στεγαστικό επίδομα δε δικαιούται τη μείωση αυτή. Επίσης, δε δικαιούται τη μείωση ο φορολογούμενος στην περίπτωση που ο ίδιος ή ο σύζυγός του ή τα τέκνα τους έχουν πλήρη κυριότητα ή κατοχή, εξ ολοκλήρου και όχι κατά ένα ποσοστό, σε οικία με επιφάνεια ίση ή μεγαλύτερη από εκείνη της κύριας κατοικίας που είναι μισθωμένη, η οποία βρίσκεται στον ίδιο νομό με αυτή. Διευκρινίζεται ότι η επιφάνεια των βοηθητικών χώρων και τυχόν παραρτημάτων (αποθήκη, χώρος στάθμευσης) του μισθούμενου ακινήτου επιδρούν άμεσα στη διαμόρφωση κρίσης για το αν το μισθούμενο έχει επιφάνεια ίση με την ιδιόκτητη οικία του φορολογουμένου. Δηλαδή, στην κύρια επιφάνεια της οικοδομής προστίθεται και ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της επιφάνειας των παραπάνω χώρων, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 22 του Κ.Φ.Ε.

Επίσης, γίνεται δεκτό ότι αν ένας νομός περιλαμβάνει και νησιωτικό τμήμα (Αττική – Τροιζηνία) ή πλείονα νησιά (Σύρος – Τήνος – ¶νδρος), δε θεωρείται ότι οι οικίες βρίσκονται στον ίδιο νομό. Εάν ο φορολογούμενος, η σύζυγος ή τα τέκνα έχουν οικία κατά ψιλή κυριότητα ή κατ’ επικαρπία ή συγκυριότητα κατά ένα ποσοστό με τρίτα πρόσωπα (εκτός συζύγου και τέκνων) δικαιούται τη μείωση. Επίσης, τη μείωση δικαιούται ο φορολογούμενος εάν ο ίδιος, η σύζυγος ή τα τέκνα τους έχουν κατοικία κατά πλήρη κυριότητα ή κατοχή, εξ ολοκλήρου, σε οικία με επιφάνεια κατώτερη από αυτή που μισθώνεται. Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση που η οικία ανήκει εξ αδιαιρέτου στο φορολογούμενο και στη σύζυγό του ή στο φορολογούμενο και στα τέκνα τους ή στη σύζυγο και στα τέκνα τους, δηλαδή και σ’ αυτή την περίπτωση (που ολόκληρη η οικία ανήκει στην οικογένεια) ο φορολογούμενος δε δικαιούται τη μείωση, αν η οικία είναι μεγαλύτερη από τη μισθωμένη ενώ τη δικαιούται αν είναι μικρότερη από τη μισθωμένη.

Επίσης του ποσού του μισθώματος που καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για ενοικίαση κατοικιών για τα τέκνα του που φοιτούν σε αναγνωρισμένα σχολεία ή σχολές του εσωτερικού. Προϋποθέσεις για τη μείωση αυτή είναι τα τέκνα να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, οι κατοικίες που μισθώνονται να βρίσκονται στην πόλη που έχει την έδρα της ή σχολή ή το σχολείο όπου φοιτούν τα τέκνα του και αυτός ή η σύζυγος ή τα τέκνα του να μην έχουν άλλη κατοικία σ' αυτή την πόλη. Η περιοχή της Νομαρχίας Αθηνών, οι Δήμοι Βούλας, Βουλιαγμένης της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, οι Δήμοι Αγίου Ιωάννου Ρέντη, Δραπετσώνας, Κερατσινίου, Κορυδαλλού, Νίκαιας, Πειραιώς, Περάματος της Νομαρχίας Πειραιά, θεωρείται ως μία πόλη.

Επίσης, για τη διενέργεια της μείωσης αυτής είναι απαραίτητο ο φορολογούμενος να αναγράψει στη δήλωση εισοδήματος τον αριθμό φορολογικού μητρώου του εκμισθωτή. Αν οι εκμισθωτές δεν κατοικούν ούτε διαμένουν στην Ελλάδα, πρέπει να αναγράφεται στη δήλωση ο αριθμός φορολογικού μητρώου του πληρεξούσιου ή νόμιμου εκπροσώπου τους. Αν ο εκμισθωτής είναι ανήλικος που δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφεται ο ΑΦΜ του προσώπου που έχει την επιμέλειά του.

Μείωση φόρου για φροντιστήρια

ββ) Του ποσού που καταβάλλει ετησίως ο φορολογούμενος για κατ’ οίκον ιδιαίτερα μαθήματα ή για φροντιστήρια μαθημάτων οποιασδήποτε αναγνωρισμένης εκπαιδευτικής βαθμίδας ή ξένων γλωσσών για τον εαυτό του και για κάθε τέκνο του.

Το ποσό της κάθε δαπάνης, δηλαδή της δαπάνης για ενοίκιο κύριας κατοικίας, της δαπάνης για ενοίκιο τέκνων και της δαπάνης φροντιστηρίων, επί της οποίας υπολογίζεται η μείωση αυτή, δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το 10% του αφορολογήτου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα, δηλαδή τα 1.000 ευρώ (10.000 x 10%). Κατά συνέπεια, τη μεγαλύτερη μείωση που μπορεί να έχει ο φορολογούμενος για κάθε μία από τις παραπάνω δαπάνες (ενοίκιο πρώτης κατοικίας, ενοίκιο κάθε τέκνου που σπουδάζει και φροντιστηρίων) είναι 150 ευρώ (1.000 x 15%).

Για τον υπολογισμό των ποσών αυτών οι δαπάνες λαμβάνονται ξεχωριστά για το φορολογούμενο και ξεχωριστά για κάθε τέκνο του. Το ποσό της κάθε δαπάνης υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους και μερίζεται μεταξύ τους, ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθένα που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση. Εάν ο φορολογούμενος υποβάλει συμπληρωματική δήλωση και τροποποιήσει το εισόδημά του, τότε στη νέα εκκαθάριση που θα γίνει, ο μερισμός των δαπανών στους συζύγους θα γίνει με βάση τα εισοδήματα που δηλώθηκαν στην αρχική δήλωση. Επίσης προϋπόθεση για τη μείωση αυτή είναι η δαπάνη να έχει αναγραφεί στην αρχική δήλωση.

Μείωση φόρου για τόκους δανείων για απόκτηση α’ κατοικίας

γ) Κατά ποσοστό 15% του ετήσιου ποσού των δεδουλευμένων τόκων στεγαστικών δανείων ή προκαταβολών που χορηγούνται από τα Ταμεία Αλληλοβοηθείας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας για απόκτηση πρώτης κατοικίας και δανείων για αναστήλωση, επισκευή, συντήρηση ή εξωραϊσμό διατηρητέων κτισμάτων, καθώς και κτισμάτων που βρίσκονται σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως παραδοσιακά τμήματα πόλεων ή ως παραδοσιακοί οικισμοί.

Το ποσοστό της μείωσης υπολογίζεται στους τόκους που αντιστοιχούν στο τμήμα του δανείου ή της προκαταβολής ως 200.000 ευρώ. Επίσης, αν η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας υπερβαίνει τα 120 τ.μ., το ποσό της δαπάνης των τόκων επί της οποίας θα υπολογιστεί η μείωση του φόρου περιορίζεται στο μέρος που αναλογεί επιμεριστικά στη μέχρι 120 τ.μ. επιφάνεια της κατοικίας. Η μείωση αυτή θα διενεργείται στους τόκους δανείων που θα συναφθούν και προκαταβολών που ελήφθησαν από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά. Ως ημερομηνία σύναψης λαμβάνεται αυτή της υπογραφής του δανειστικού συμβολαίου και όχι της εκταμίευσης του ποσού του δανείου.

Κατά τα λοιπά, η έννοια των τόκων ενυπόθηκου κτλ. δανείου για απόκτηση πρώτης κατοικίας καθώς και οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια της μείωσης του φόρου εισοδήματος του φορολογούμενου κατά ένα ποσοστό αυτών, δε μεταβάλλονται.

Παράδειγμα Ο φορολογούμενος Χ για την απόκτηση πρώτης κατοικίας 130 τ.μ. στις 10.1.2003 συνάπτει δάνειο με την Τράπεζα «Ω» 220.000 ευρώ. Για το δάνειο αυτό κατέβαλε μέσα στη χρήση 2003 τόκους 12.100 ευρώ (δεδουλευμένοι). Κατά το οικον. έτος 2004 (χρήση 2003) η μείωση του φόρου για τους τόκους του παραπάνω δανείου θα είναι η εξής:

Στο δάνειο μέχρι 200.000 ευρώ αντιστοιχούν οι εξής τόκοι:

 

12.100 Χ

200.000

= 11.000 ευρώ

220.000

 

Περαιτέρω, εφόσον η επιφάνεια της πρώτης κατοικίας είναι 130 τ.μ. θα ληφθούν υπόψη για τη μείωση του φόρου οι τόκοι που αναλογούν στα 120 τ.μ. επιφάνεια της κατοικίας, ήτοι

 

11.000 Χ

120

= 10.154 ευρώ

130

 

Επομένως για τον παραπάνω φορολογούμενο η μείωση του φόρου του θα ανέλθει στο ποσό:

10.154 Χ 15% = 1.523 ευρώ

δ) Κατά ποσοστό 15% των ετήσιων οικογενειακών δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες, στις οποίες υποβάλλεται ο φορολογούμενος, η σύζυγός του και τα τέκνα τους. Το ανώτερο ποσό αυτής της μείωσης και για τους δύο συζύγους είναι 75 ευρώ. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διενέργεια της μείωσης αυτής είναι ο φορολογούμενος ή η σύζυγός του ή και οι δύο να δηλώνουν στη δήλωσή τους εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις. Εάν μόνο ο ένας σύζυγος αποκτά εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, ολόκληρο το ποσό της μείωσης των 75 ευρώ το δικαιούται αυτός. Αν αποκτούν και οι δύο σύζυγοι εισόδημα από μισθούς ή συντάξεις, το ποσό της μείωσης μοιράζεται μεταξύ τους ανάλογα με τα εισοδήματά τους που φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτά δηλώθηκαν με την αρχική εμπρόθεσμη δήλωσή τους. Εάν δεν υποβληθεί αρχική εμπρόθεσμη δήλωση, δεν μπορεί να γίνει αυτή η μείωση. Για να γίνει η μείωση αυτή είναι απαραίτητο το ποσό των δαπανών για αγαθά και υπηρεσίες να αναγράφεται στην αρχική εμπρόθεσμη δήλωση. Τα δικαιολογητικά των δαπανών αυτών δε συνυποβάλλονται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αλλά φυλάσσονται για τρία έτη από το φορολογούμενο, ώστε να μπορεί να τα επιδείξει όταν του τα ζητήσει η ΔΟΥ.

Κατά τα λοιπά, για το τι αναγνωρίζεται ως οικογενειακές δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες καθώς και τις προϋποθέσεις για την έκπτωση ποσοστού αυτών από το φόρο που προκύπτει, εξακολουθούν να ισχύουν όσα ίσχυαν μέχρι τώρα.

Μείωση φόρου λόγω κατοικίας σε παραμεθόριες περιοχές

ε) Κατά 30 ευρώ για κάθε τέκνο του φορολογουμένου, ο οποίος αποκτά εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον προσφέρει υπηρεσίες ή κατοικεί για 9 τουλάχιστον μήνες μέσα στο έτος που απέκτησε το εισόδημα αυτό στους νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου και Δωδεκανήσου, καθώς και σε περιοχή των νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Πέλλης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, η οποία περιλαμβάνεται σε ζώνη βάθους είκοσι (20) χιλιομέτρων από τη μεθοριακή γραμμή.

5. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε, προβλέπεται ότι αν η σύζυγος έχει εισόδημα στο οποίο προκύπτει φόρος, ορισμένες μειώσεις που αφορούν την ίδια και τα δικά της προστατευόμενα μέλη αφαιρούνται από το δικό της φόρο. Οι μειώσεις αυτές είναι της περίπτωσης α’ (ιατρικά έξοδα) που αφορούν την ίδια, τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό της περίπτωσης γ’ (δεδουλευμένοι τόκοι δανείων για πρώτη κατοικία) που αφορούν την ίδια και της περίπτωσης ε’ (μειώσεις για τα τέκνα λόγω παροχής υπηρεσίας ή κατοικίας σε παραμεθόριες περιοχές) που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο και τα χωρίς γάμο τέκνα της.

Σε περίπτωση που υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις των συζύγων λόγω θανάτου του ενός από αυτούς, εάν δεν προκύπτει φόρος στη δήλωση του ενός ή το ποσό του φόρου που προκύπτει είναι μικρότερο από το σύνολο όλων των πιο πάνω μειώσεών του (α’ έως ε’), το σύνολο των μειώσεων που δικαιούται ή η διαφορά που προκύπτει μετά την αφαίρεση του φόρου, δε μεταφέρεται στη δήλωση του άλλου συζύγου για να αφαιρεθεί από το φόρο που προκύπτει στο εισόδημα αυτού. Εξαίρεση αποτελεί η μείωση που αφορά έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ίδιου και των προσώπων που συνοικούν μαζί του τού άρθρου 7 (περ. α’), η οποία μπορεί να μεταφερθεί για να αφαιρεθεί από το φόρο του άλλου συζύγου. Σ’ αυτή την περίπτωση, πρώτα αφαιρούνται από το φόρο οι μειώσεις των δαπανών των περιπτώσεων β’ έως ε’ και τελευταία της περίπτωσης α’ (ιατρικά έξοδα), ώστε εάν η μείωση ιατρικών εξόδων δεν καλύπτεται από το φόρο, ολόκληρη ή κατά ένα μέρος, να μεταφέρεται στον άλλο σύζυγο και έτσι να ευνοείται αυτός.

Παράδειγμα Έστω ότι στη δήλωση του ενός συζύγου προκύπτει ποσό φόρου 1.100,00 ευρώ. Οι μειώσεις φόρου είναι:

 

- Μείωση για ενοίκια, φροντιστήρια

300,00 ευρώ

- Μείωση για τόκους

680,00 ευρώ

- Μείωση για οικογενειακές δαπάνες

50,00 ευρώ

- Μείωση για λόγω κατοικίας σε παραμεθόριες περιοχές

60,00 ευρώ

   Σύνολο μειώσεων δαπανών

1090,00 ευρώ

- Μείωση φόρου για ιατρικά έξοδα

1500,00 ευρώ

 

Από το ποσό φόρου πρώτα αφαιρείται το ποσό των μειώσεων των 1090,00 ευρώ.

1100,00 – 1090,00 = 10,00 ευρώ

Μετά αφαιρείται το ποσό μείωσης των 1500,00 ευρώ

10,00 – 1500,00 = - 1490,00 ευρώ

Το υπόλοιπο ποσό μείωσης ιατρικών εξόδων των 1490,00 ευρώ μεταφέρεται στη δήλωση του άλλου συζύγου για να αφαιρεθεί από το φόρο του.

Στην περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης των συζύγων, εάν δεν προκύπτει ποσό φόρου για τον ένα σύζυγο ή αν αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το σύνολο των μειώσεων των περιπτώσεων α’, β’, δ’ και ε’ εκτός αυτής των τόκων (μείωση περίπτωσης γ’) , ολόκληρο το ποσό των μειώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.

Αν μετά και την τυχόν μεταφορά ποσού μειώσεων από τον ένα σύζυγο στον άλλον, το συνολικό ποσό των μειώσεων του φορολογούμενου είναι μεγαλύτερο από το ποσό του φόρου του, η διαφορά που προκύπτει δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.

Μετά την αφαίρεση των μειώσεων φόρου το ποσό του φόρου που προκύπτει αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογουμένου.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαθίστανται τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 5 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 5 (πριν παρ. 3) του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. παραμένει το καθεστώς της επιβολής συμπληρωματικού φόρου 1,5% στο ακαθάριστο εισόδημα από ακίνητα με τη διαφορά ότι στην εξαίρεση από αυτόν περιλαμβάνεται όχι μόνο το απαλλασσόμενο ακαθάριστο εισόδημα από ιδιοκατοίκηση κύριας και δευτερεύουσας κατοικίας αλλά το απαλλασσόμενο ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση γενικά, διότι με βάση την παρ. 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού θεσπίζεται η απαλλαγή πλέον του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοκατοίκηση γενικά. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται, όπως και πριν, ότι το ποσό του συμπληρωματικού φόρου δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα, όπως ο φόρος αυτός προκύπτει με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 έως και 4 (πριν 1 και 2), κατά περίπτωση.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 6 (πριν παρ. 4) του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση λόγω της αλλαγής στην αρίθμηση των παραγράφων του άρθρου 9 με το νόμο αυτό.

8. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 7 (πριν παρ. 5) του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. γίνεται νομοτεχνική προσαρμογή λόγω αλλαγής στην αρίθμηση των παραγράφων του άρθρου 9 με το νόμο αυτό.

9. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού αντικαθίσταται η παρ. 11 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις της παρ. 11 (πριν παρ. 9) του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. γίνεται νομοτεχνική προσαρμογή λόγω αλλαγής στην αρίθμηση των παραγράφων του άρθρου 9 με το νόμο αυτό.

10. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού προστίθεται παρ. 12 στο άρθρο 9 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη διενέργεια των μειώσεων των δαπανών του άρθρου αυτού. Επίσης, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας καθορίζονται τα δικαιολογητικά αναπηρίας. Με τις αποφάσεις αυτές καθορίζεται και κάθε άλλο θέμα που μπορεί να προκύψει για την εφαρμογή αυτού του άρθρου.

11. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι, όπου μέσα στις διατάξεις του Κ.Φ.Ε., όπως τροποποιείται με το νόμο αυτό, αναφέρεται η κλίμακα της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., εφαρμόζεται ανάλογα η κλίμακα (α) ή η κλίμακα (β) της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., όπως οι κλίμακες αυτές τέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου αυτού.

12. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 αυτού, ισχύουν για δαπάνες ή εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά.

 

 

 

Άρθρο 2

Μεταφορά ζημίας, απαλλαγές από το φόρο, έκπτωση δαπανών

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις, προβλέπεται όπως και πριν, ότι όταν οι εμπορικές επιχειρήσεις (εμπορικές, βιομηχανικές, βιοτεχνικές, μεταλλευτικές και ξενοδοχειακές) και οι γεωργικές, οι οποίες τηρούν Γ΄ κατηγορίας βιβλία και στοιχεία του ΚΒΣ τα οποία κρίνονται επαρκή και ακριβή, παρουσιάσουν ζημία ύστερα από συμψηφισμό θετικού στοιχείου εισοδήματος άλλης πηγής, μπορούν να μεταφέρουν τη ζημία αυτή να συμψηφισθεί ολόκληρη ή κατά το υπόλοιπο αυτής, είτε γιατί δεν υπάρχει τέτοιο θετικό στοιχείο εισοδήματος είτε γιατί αυτό που υπάρχει είναι ανεπαρκές, διαδοχικώς στα πέντε (5) επόμενα οικονομικά έτη με την προϋπόθεση βεβαίως ότι κατά τα έτη αυτά τα βιβλία του υποχρέου θα εξακολουθήσουν να τηρούνται επαρκώς και ακριβώς.

Τα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως και για τις εμπορικές επιχειρήσεις που τηρούν ακριβή και επαρκή βιβλία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ με τη διαφορά ότι το αρνητικό στοιχείο (ζημία) μεταφέρεται για να συμψηφισθεί διαδοχικώς στα τρία (3) επόμενα οικονομικά έτη.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού ισχύουν από 1.1.2003 για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την ημερομηνία αυτή και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση β‘ της παρ. 2 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις, η απαλλαγή από το φόρο του ακαθάριστου τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοκατοίκηση που προβλεπόταν για την κύρια και την πρώτη δευτερεύουσα κατοικία μέχρι ορισμένη επιφάνεια, επεκτείνεται στο ακαθάριστο τεκμαρτό εισόδημα από ιδιοκατοίκηση οποιασδήποτε γενικά κατοικίας του φορολογουμένου (κύριας, δευτερεύουσας, εξοχικής κτλ.) και ανεξάρτητα από την επιφάνεια αυτών.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση α’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται, ότι από το φόρο εισοδήματος απαλλάσσονται οι τόκοι οποιασδήποτε μορφής κατάθεσης σε Τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, εφόσον η κατάθεση δεν είναι σε ευρώ και ο δικαιούχος είναι μόνιμος κάτοικος Εξωτερικού. Η τροποποίηση έγινε για νομοτεχνικούς και τυπικούς λόγους και δεν επιφέρεται καμία μεταβολή ως προς τα ισχύοντα μέχρι σήμερα, καθόσον και με βάση τις αντικατασταθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. η απαλλαγή για το εισόδημα από τόκους οποιασδήποτε μορφής κατάθεσης - αρχικά σε συνάλλαγμα και στη συνέχεια σε νομίσματα μορφής κατάθεσης εκτός ζώνης ΕΥΡΩ - σε τράπεζες ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, περιοριζόταν μόνο στους μόνιμους κατοίκους, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, αλλοδαπής.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού, αντικαταστάθηκε η περίπτωση β’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. Η αντικατάσταση και εδώ των διατάξεων αυτών, οι οποίες αφορούν στο εισόδημα από τόκους εκουσίων καταθέσεων όψεως ή ταμιευτηρίου στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων έγιναν για λόγους ίδιους με αυτούς που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση ια’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις και δεδομένης πλέον της εισαγωγής του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, η απαλλαγή των τόκων των ομολογιακών δανείων που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό καταλαμβάνει και τόκους από ομολογιακά δάνεια που εκδίδει η Τράπεζα αυτή σε «ευρώ». Η απαλλαγή αυτή χορηγείται με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. Κατά συνέπεια, δεν απαλλάσσονται της φορολογίας οι υπόψη τόκοι όταν δικαιούχοι αυτών είναι κάτοικοι Ελλάδος.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού καταργήθηκαν οι περιπτώσεις γ’, δ’, στ’, ζ’, ιβ’ και ιδ’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. οι οποίες αφορούσαν σε απαλλαγές διαφόρων τόκων από το φόρο εισοδήματος. Η κατάργηση αυτή έγινε για νομοτεχνικούς και τυπικούς λόγους καθόσον οι απαλλαγές αυτές δεν ίσχυαν μετά την επιβολή της αυτοτελούς φορολόγησης επί των τόκων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε.

Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις της ίδιας παραγράφου, οι περιπτώσεις ε’, η’, θ’, ι’, ια’ (όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με τις αναφερόμενες στην προηγούμενη παράγραφο της παρούσας διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού) και ιγ’ της παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε., αναριθμούνται σε γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’, η’ και θ’, αντίστοιχα. Η αναρίθμηση αυτή έγινε για νομοτεχνικούς λόγους λόγω της κατάργησης των πιο πάνω αναφερόμενων περιπτώσεων.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 2 του νόμου αυτού αυξάνεται από 2.350 ευρώ σε 2.500 ευρώ το όριο του εισοδήματος για τα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε., π.χ. των ανήλικων άγαμων τέκνων του φορολογούμενου κ.λπ., με αναπηρία 67% και πάνω από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία, προκειμένου να θεωρούνται προστατευόμενα μέλη του.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

8. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 2 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε..

Με τις νέες διατάξεις γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση των διατάξεων της περίπτωσης α’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε., λόγω κατάργησης του φόρου ιδιοκατοίκησης.

9. Με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 2 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις διατηρείται η έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου της δαπάνης για ασφάλιστρα ζωής κ.λπ., με τη διαφορά όμως ότι αλλάζει ο τρόπος έκπτωσης της δαπάνης αυτής.

Έτσι, με τις νέες διατάξεις το ποσό που αφαιρείται από το εισόδημα του φορολογούμενου δεν μπορεί να υπερβεί ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α) της παρ. 1 του άρθρου 9 που ισχύει για μισθωτό χωρίς τέκνα. Δηλαδή το ποσό που εκπίπτεται δεν μπορεί να υπερβεί τα 1.000 ευρώ (10.000 ευρώ Χ 10% = 1.000 ευρώ).

Το ποσό της δαπάνης που υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, εκπίπτει μόνο εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

10. Με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 2 του νόμου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις εκπίπτουν από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου μόνο τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από το φορολογούμενο λόγω δωρεάς στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α., Ιερούς Ναούς κ.λπ. Καταργείται δηλαδή η έκπτωση από το εισόδημα της αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στους παραπάνω φορείς που αναφέρονται ρητά στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

11. Με τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, προστίθεται εδάφιο στην περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις τα χρηματικά ποσά των δωρεών ή χορηγιών της περίπτωσης δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. εκπίπτονται μόνο εφόσον υπερβαίνουν συνολικά ετησίως τα εκατό (100) ευρώ. Εάν στη δήλωση του εισοδήματός του ο φορολογούμενος αναγράψει συνολικό ποσό για δωρεές και χορηγίες μέχρι 100 ευρώ το ποσό αυτό δε θα αφαιρεθεί από το εισόδημά του. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση α’, του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

12. Με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, προστίθεται προτελευταίο εδάφιο στην περίπτωση ε’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις η περίπτωση ε’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. ισχύει μόνο για τόκους από συμβάσεις δανείων που συνάπτονται, καθώς και προκαταβολές που χορηγούνται μέχρι 31η Δεκεμβρίου 2002. Για να ισχύει δηλαδή το καθεστώς της έκπτωσης των τόκων από το συνολικό εισόδημα του φορολογουμένου απαιτείται η σύμβαση του δανείου για απόκτηση πρώτης κατοικίας κ.λπ. να έχει υπογραφεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2002.

13. Με τις διατάξεις των παρ. 13 και 14 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, αντικαθίστανται οι παρ. 3 και 5 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. Οι διατάξεις αυτές τροποποιούνται για λόγους νομοτεχνικής τακτοποίησης.

14. Με τις διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η παρ. 8 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για την αφαίρεση των ποσών των δαπανών που ορίζονται από το άρθρο αυτό.

15. Με τις διατάξεις της παρ. 16 του άρθρου 2 του νέου νόμου καταργήθηκαν οι διατάξεις: 1) των περιπτώσεων γ’, στ’ και ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. που προέβλεπαν έκπτωση από το συνολικό εισόδημα του φορολογούμενου των δαπανών ιατρικής περίθαλψης, των οικογενειακών δαπανών και της δαπάνης αγοράς μεριδίων ημεδαπών μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων, 2) του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. που προέβλεπαν τη μεταφορά της δαπάνης ιατρικής περίθαλψης μεταξύ του εισοδήματος των συζύγων, 3) της παρ. 6 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε., που προέβλεπαν τη μεταφορά έκπτωσης των εξόδων ιατρικής περίθαλψης αναπήρων στο εισόδημα του φορολογουμένου με τον οποίο συγκατοικούν και ο οποίος τα καταβάλλει, 4) της παρ. 17 του άρθρου 7 του Ν.2364/1995, που προέβλεπαν την έκπτωση της δαπάνης αγοράς και εγκατάστασης συσκευών χρήσης φυσικού αερίου, ενόψει της καθιέρωσης έκπτωσης ποσοστού των δαπανών ιατρικής περίθαλψης και οικογενειακών δαπανών από το φόρο και κατάργησης της έκπτωσης αγοράς μετοχικών μεριδίων, αμοιβαίων κεφαλαίων και αγοράς και εγκατάστασης συσκευών χρήσης φυσικού αερίου και 5) της περίπτωσης β’ της παρ. 8 του άρθρου 1 του Ν.2523/1997, που προέβλεπε την εξαίρεση από την επιβολή πρόσθετου φόρου στη συμπληρωματική δήλωση τεκμαρτού εισοδήματος από ιδιοκατοίκηση, ενόψει της κατάργησης του φόρου ιδιοκατοίκησης, για λόγους νομοτεχνικής τακτοποίησης.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Σημειώνεται ότι η έκπτωση της δαπάνης για αγορά μεριδίων ημεδαπών μετοχικών και μεικτών αμοιβαίων κεφαλαίων καταργείται για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά. Η έκπτωση όμως θα ισχύσει για τα μερίδια που αγοράστηκαν μέχρι τις 31.12.2002. Σημειώνεται ακόμα, ότι η έκπτωση αυτή παρέχεται εφόσον αυτά δε μεταβιβαστούν για 3 έτη από το χρόνο της αγοράς τους. Ειδικά για τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που αγοράστηκαν μέχρι της 31.12.2000, η έκπτωση θα ισχύσει εφόσον αυτά δε μεταβιβαστούν για 3 έτη από την ημερομηνία αυτή και μετά. Για παράδειγμα αυτά που αγοράστηκαν μέχρι 31.12.2000, εφόσον δε μεταβιβαστούν τα έτη 2001, 2002 και 2003 (μέχρι 31.12.2003) θα εκπεστούν από τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το έτος 2003 (δήλωση οικον. έτους 2004), ενώ αυτά που αγοράστηκαν μέσα στο 2002, εφόσον κρατηθούν τα έτη 2003, 2004 και 2005 (μέχρι την αντίστοιχη ημερομηνία αγοράς τους, π.χ. για αγορά την 1.2.2002, μέχρι 1.2.2005) θα εκπεστούν από τα εισοδήματα που θα αποκτηθούν το έτος 2005 (οικον. έτος 2006).

 

 

Άρθρο 3

Εισοδήματα φορολογούμενα αυτοτελώς

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, ότι με την παρακράτηση φόρου που προβλέπεται από το ίδιο άρθρο στα εισοδήματα από τόκους καταθέσεων, από πράξεις REPOS, ομολογιακών δανείων του Δημοσίου κ.λπ. επέρχεται εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, χωρίς δηλαδή περαιτέρω φορολογική υποχρέωση, μόνο αν δικαιούχοι των πιο πάνω εισοδημάτων είναι φυσικά πρόσωπα, υπόχρεοι του άρθρου 2 παρ. 4 του Κ.Φ.Ε. (προσωπικές εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου, αστικές εταιρίες, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες και κοινοπραξίες), συνεταιρισμοί και ενώσεις συνεταιρισμών και νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι τα εν λόγω εισοδήματα εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται ως αυτοτελώς φορολογούμενα με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης όταν δικαιούχοι τους είναι ημεδαπές ή αλλοδαπές τραπεζικές ή ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Επομένως, για τα πιο πάνω εισοδήματα θα εξακολουθήσουν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. α’ της παρ.1 του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε. προκειμένου για τον προσδιορισμό του αντικειμένου φορολογίας των τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

Αντίθετα, για τα λοιπά νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (ημεδαπές Α.Ε., Ε.Π.Ε., δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα και υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων) με την παρακράτηση βάσει του άρθρου 12 του φόρου στα εισοδήματα του ίδιου άρθρου δεν επέρχεται πλέον εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, αλλά όπως αναφέρεται και στη συνέχεια της παρούσας, τα εισοδήματα αυτά θα φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις, συμψηφιζομένου του φόρου που έχει παρακρατηθεί στα εισοδήματα αυτά.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 3 του Ν.3091/2002 για εισοδήματα του οικονομικού έτους 2003 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις ουσιαστικά επαναλαμβάνονται όσα περιελάμβαναν και οι αντικατασταθείσες διατάξεις. Επί πλέον, με τις νέες διατάξεις (προτελευταίο εδάφιο) προβλέπεται ως συνέχεια της τροποποίησης του τελευταίου εδαφίου, της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. (ως προηγούμενη παράγραφος της παρούσας) ότι με την προείσπραξη ή την παρακράτηση του φόρου επί των τόκων εντόκων γραμματίων, ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, καταθέσεων, εισοδημάτων από πράξεις REPOS κ.λπ. εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2 (φυσικά πρόσωπα, προσωπικές εταιρίες, κοινωνίες κληρονόμων κ.λπ.) των ημεδαπών και αλλοδαπών τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων καθώς και των υπόχρεων, της περ. γ’ της παρ.1 του άρθρου 101 (συνεταιρισμοί) και της παρ. 2 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και κοινωφελή ιδρύματα), με την επιφύλαξη των οριζομένων στα άρθρα 99 και 106. Επομένως, αν δικαιούχοι των εισοδημάτων του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. είναι ημεδαπή τράπεζα ή ασφαλιστική εταιρία, για τον προσδιορισμό του αντικειμένου φορολογίας της θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της περ. α’ της παρ.1 του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε. όπως συνέβαινε και μέχρι σήμερα.

Επίσης, αν δικαιούχος των ίδιων εισοδημάτων είναι συνεταιρισμός με βιβλία Γ’ κατηγορίας και προβαίνει σε διανομή κερδών θα έχει εφαρμογή το άρθρο 106, δηλαδή το μέρος των εισοδημάτων αυτών που εμπεριέχονται στα διανεμόμενα θα προστεθεί, μετά την αναγωγή του σε μικτό ποσό με την προσθήκη σε αυτό του αναλογούντος φόρου, στα φορολογητέα καθαρά κέρδη. Αντίθετα, αν δικαιούχος είναι ημεδαπή Α.Ε., Ε.Π.Ε., δημόσια ή δημοτική επιχείρηση ή υποκατάστημα αλλοδαπής, τα υπόψη εισοδήματα θα φορολογούνται πλέον με τις γενικές διατάξεις και ο παρακρατηθείς φόρος θα εκπίπτει εξ ολοκλήρου από τον αναλογούντα φόρο του εισοδήματος.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που δηλώνονται με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 3 του νόμου αυτού, προστίθεται εδάφιο στο τέλος της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται αλλαγή του τρόπου της αυτοτελούς φορολογίας για τις μεταβιβάσεις με επαχθή αιτία (πώληση) ολόκληρης επιχείρησης, εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, σε κοινοπραξία, εκτός κοινοπραξίας τεχνικών έργων, της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΚΒΣ, σε συγγενείς δικαιούχους που υπάγονται στην Α’ ή Β’ κατηγορία του άρθρου 29 του Ν.2961/2001.

Ειδικότερα: Ο συντελεστής φορολόγησης ορίζεται σε ένα και δύο δέκατα τοις εκατό (1,2%) για συγγενείς – δικαιούχους Α’ κατηγορίας του άρθρου 29 του Ν.2961/2001 δηλαδή τη σύζυγο του μεταβιβάζοντος, τους κατιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκούσια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέων) και ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού.

Περαιτέρω, για συγγενείς – δικαιούχους Β’ κατηγορίας του άρθρου 29 του Ν.2961/2001, δηλαδή κατιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, ανιόντες δεύτερου και επόμενων βαθμών, εκούσια ή δικαστικά αναγνωρισθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, αδελφούς (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), συγγενείς εξ αίματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, πατριούς και μητριές, τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπρούς – νύφες) και ανιόντες εξ αγχιστείας (πεθερός – πεθερά), ο συντελεστής της αυτοτελούς φορολόγησης ορίζεται σε δύο και τέσσερα δέκατα τοις εκατό (2.4%).

Με τους παραπάνω συντελεστές φορολογείται αυτοτελώς η αναφερόμενη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό πραγματική αξία πώλησης και όχι η υπεραξία, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μικρότερη της κατώτατης πραγματικής αξίας ο προσδιορισμός της οποίας θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

Διευκρινίζεται ότι, για μεταβιβάσεις προς τρίτους μη συγγενείς εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν με τη φορολόγηση της υπεραξίας με συντελεστή φορολόγησης 20%, καθώς επίσης για μεταβιβάσεις ατομικών επιχειρήσεων ή ποσοστών συμμετοχής σε Ο.Ε. ή Ε.Ε., λόγω συνταξιοδότησης, από γονέα σε τέκνα ή από σύζυγο σε σύζυγο εξακολουθεί να υφίσταται η απαλλαγή από το φόρο .

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 του νόμου αυτού προστίθεται εδάφιο μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.

Με τις διατάξεις αυτές για τις μεταβιβάσεις με επαχθή αιτία μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο σε συγγενείς δικαιούχους Α’ και Β’ κατηγορίας του Ν.2961/2001, προβλέπεται αυτοτελής φορολόγηση της πραγματικής αξίας πώλησης αυτών με συντελεστή ένα και δύο δέκατα τοις εκατό (1,2%) και δύο και τέσσερα δέκατα τοις εκατό (2,4%), αντίστοιχα.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 3 του νόμου αυτού, ορίζεται η έκδοση αποφάσεων του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, για τον καθορισμό του τρόπου προσδιορισμού της κατώτατης πραγματικής αξίας που προκύπτει από τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία των επιχειρήσεων, μερίδων ή μεριδίων κ.λπ. σε συγγενείς Α’ ή Β’ κατηγορίας του Ν.2961/2001 και από τη μεταβίβαση με επαχθή αιτία μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε αλλοδαπό Χρηματιστήριο σε συγγενείς δικαιούχους Α’ ή Β’ κατηγορίας του Ν.2961/2001.

Η κατώτατη αυτή πραγματική αξία προκειμένου για μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης, μερίδων ή μεριδίων και ποσοστών συμμετοχής, θα καθορισθεί λαμβάνοντας υπόψη τα καθαρά κέρδη των τελευταίων πέντε (5) ετών, την αμοιβή του επιχειρηματία, το επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και τα έτη λειτουργίας της επιχείρησης, ενώ για μεταβίβαση μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή σε άλλο αλλοδαπό Χρηματιστήριο ή λαμβάνοντας υπόψη αποτελέσματα από τους τελευταίους πριν από τη μεταβίβαση ισολογισμούς και την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της επιχείρησης.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού, παύουν πλέον να χαρακτηρίζονται ως αυτοτελώς φορολογούμενα τα εισοδήματα της παρ. 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (κέρδος ή ωφέλεια από τη μεταβίβαση ολόκληρης επιχείρησης ή υποκαταστήματος, εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, εκχώρηση ή μεταβίβαση δικαιωμάτων, κλπ.), τα οποία αποκτούν τα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. νομικά πρόσωπα (ανώνυμες εταιρίες, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί, αλλοδαπές επιχειρήσεις). Κατά συνέπεια, τα εισοδήματα αυτά που αποκτώνται από τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα θα φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις φορολογίας εισοδήματος και δε θα έχουν εφαρμογή για τα εισοδήματα αυτά, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών των ανωνύμων εταιριών (πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων), εταιριών περιορισμένης ευθύνης και συνεταιρισμών, οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για τα εισοδήματα που δηλώνονται με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003 και μετά.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου αυτού, τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ούτως ώστε να συμπεριλαμβάνουν και το ευρώ μετά την καθιέρωσή του ως ενιαίο νόμισμα της ευρωζώνης.

8. Με τις διατάξεις των παρ. 8 και 9 του άρθρου 3 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και στο τέλος του τέταρτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου αντικαθίστανται οι λέξεις «την πιο πάνω κλίμακα» με τις λέξεις «τον πιο πάνω συντελεστή».

Με τις νέες διατάξεις μεταβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού του φόρου για τα ποσά των αποζημιώσεων, που καταβάλλονται από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά με βάση τα νομοθετήματα που αναφέρονται σε αυτές, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης ή της σχέσης εντολής που συνδέει τον εργοδότη / εντολοδόχο με το δικαιούχο της αποζημίωσης. Ο φόρος για τα ποσά αυτών των αποζημιώσεων υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο καθαρό ποσό της αποζημίωσης μετά την αφαίρεση ποσού είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και παρακρατείται κατά την πληρωμή της στο δικαιούχο.

Αν με βάση τις ισχύουσες διατάξεις το οφειλόμενο ποσό των αποζημιώσεων που προβλέπονται από το Ν.2112/1920 κτλ. καταβάλλεται σε δόσεις, ο υπολογισμός του φόρου θα γίνεται στο σύνολο της αποζημίωσης που δικαιούται ο απολυόμενος κατά την ημέρα λύσης της σχέσης εργασίας, το δε ποσό του φόρου που θα παρακρατείται θα είναι ανάλογο του ύψους του ποσού της αποζημίωσης που θα καταβάλλεται σε κάθε δόση. Δηλαδή ο φόρος που αναλογεί στο σύνολο της αποζημίωσης επιμερίζεται, στο ύψος της αποζημίωσης που καταβάλλεται τμηματικά.

Για καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παραθέτουμε τα κατωτέρω παραδείγματα:

Παράδειγμα 1ο

Η σχέση εργασίας υπαλλήλου με τον εργοδότη του διακόπτεται στις 30 Ιανουαρίου 2003 χωρίς προειδοποίηση. Ο υπάλληλος δικαιώθηκε αποζημίωσης 20 μηνών με μηνιαίες αποδοχές 1350 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2112/1920.

Το ποσό της αποζημίωσης καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου κατά την ημέρα λύσης της σχέσης εργασίας.

Αποζημίωση που δικαιούται κατά την 30.1.2003 ημέρα λύσης της σχέσης εργασίας.

 

(20 μήνες Χ 1350 ευρώ / μήνα)                                   

27.000 ευρώ

Μείον ποσό που δε θεωρείται εισόδημα                     

20.000 ευρώ

Υπόλοιπο ποσό αποζημίωσης που φορολογείται        

7.000 ευρώ

Φόρος που αναλογεί   7.000 Χ 20%                             

1.400 ευρώ

 

Παράδειγμα 2ο

Η σχέση εργασίας υπαλλήλου με τον εργοδότη του διακόπτεται στις 30 Ιανουαρίου 2003 χωρίς προειδοποίηση. Ο υπάλληλος δικαιούται αποζημίωσης 20 μηνών με μηνιαίες αποδοχές 1350 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2112/1920. Από το ποσό της αποζημίωσης αυτής τμήμα της που αντιστοιχεί στις αποδοχές 6 μηνών, καταβάλλεται στο δικαιούχο κατά την απόλυσή του και το υπόλοιπο ποσό σε τριμηνιαίες δόσεις, μέχρι 30.3.2004.

 

I.            Αποζημίωση που δικαιούται στις 30.1.2003 ημέρα λύσης της σχέσης εργασίας.

            (20 μήνες Χ 1350 ευρώ / μήνα)                                    27.000 ευρώ

            Μείον ποσό που δε θεωρείται εισόδημα                      20.000 ευρώ

            Υπόλοιπο ποσό αποζημίωσης που φορολογείται         7.000 ευρώ

            Φόρος που αναλογεί   7.000 Χ 20%                              1.400 ευρώ

ΙΙ.            Αποζημίωση που θα καταβληθεί στο δικαιούχο στις 30.1.2003 και ποσά φόρου που θα  παρακρατηθούν από αυτήν.

            Αποζημίωση 6 μηνών  Χ 1350 ευρώ/μήνα                    8.100 ευρώ

            Φόρος που αναλογεί επιμεριστικά                      

1.400 Χ   8.100                                                                 420 ευρώ                                                               

                          27.000

            Ποσό αποζημίωσης που θα καταβληθεί                        7.680 ευρώ

ΙΙΙ.            Αποζημίωση που θα καταβληθεί στο δικαιούχο στις 30.4.2003 και ποσά φόρου που θα παρακρατηθούν από αυτήν.

Αποζημίωση 3 μηνών  Χ 1.350 ευρώ/μήνα                   4.050 ευρώ

            Φόρος που αναλογεί επιμεριστικά                      

1.400 Χ   4.050                                                                 210 ευρώ                                                               

                          27.000

 

            Ποσό αποζημίωσης που θα καταβληθεί                       

            στο δικαιούχο                                                                 3.840 ευρώ

            2η δόση, 3η δόση, 4η δόση όμοια όπως και στην πρώτη δόση

            5η δόση: Αποζημίωση 2 μηνών Χ 1.350 ευρώ/μήνα     2.700 ευρώ

            Φόρος που αναλογεί επιμεριστικά                      

1.400 Χ   2.700                                                                  140 ευρώ                                                               

                          27.000

            Ποσό αποζημίωσης που θα καταβληθεί                       

            στο δικαιούχο                                                                  2.560 ευρώ

       

 

Άρθρο 4

Τεκμήρια δαπανών διαβίωσης

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις καθιερώνεται το ετήσιο τεκμαρτό μίσθωμα για ιδιοκατοικούμενη ή μισθούμενη κύρια κατοικία άνω των διακοσίων (200) τετραγωνικών μέτρων ως στοιχείο προσδιορισμού της ετήσιας δαπάνης διαβίωσης του φορολογουμένου, της συζύγου του και των προσώπων του άρθρου 7 και παράλληλα αυξάνεται η συνολική επιφάνεια των δευτερευουσών κατοικιών, το τεκμαρτό μίσθωμα των οποίων λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης, από εκατό (100) σε εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες από μία δευτερεύουσες κατοικίες είτε αυτές είναι μισθούμενες είτε ιδιοκατοικούμενες για την εφαρμογή του παραπάνω τεκμηρίου αθροίζονται οι επιφάνειες όλων των δευτερευουσών κατοικιών. Το ετήσιο τεκμαρτό μίσθωμα τόσο για την κύρια όσο και για την δευτερεύουσα κατοικία, όπως αυτό εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 22, πολλαπλασιάζεται με συντελεστή δύο (2), ενώ το τεκμαρτό μίσθωμα μιας ή περισσότερων εξοχικών κατοικιών υπολογίζεται σε καθεμία από αυτές για τρεις (3) μήνες το έτος.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις επεκτείνεται η εφαρμογή της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης που προκύπτει από επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης και στα αλλοδαπά νομικά πρόσωπα που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλά υποχρεούνται σε υποβολή φορολογικής δήλωσης στην Ελλάδα.

Πιο συγκεκριμένα εάν ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλά έχει υποχρέωση υποβολής φορολογικής δήλωσης στην Ελλάδα, επειδή έχει ακίνητο στην Ελλάδα είτε του αποφέρει είτε όχι εισόδημα, έχει στην ιδιοκτησία ή κατοχή του επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης, η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από τα αυτοκίνητα αυτά θα βαρύνει το πρόσωπο που εκπροσωπεί στην Ελλάδα το αλλοδαπό αυτό νομικό πρόσωπο.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η υποπερίπτωση αα’ της περίπτωσης ε’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις περίπου διπλασιάζονται τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης μηχανοκίνητων σκαφών ανοικτού τύπου, ταχύπλοων και μη. Συγκεκριμένα, η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη προκειμένου για μηχανοκίνητα σκάφη ανοικτού τύπου, ταχύπλοα και μη, ολικού μήκους μέχρι τρία (3) μέτρα, διαμορφώνεται από χίλια διακόσια ενενήντα (1.290) ευρώ σε δύο χιλιάδες εξακόσια (2.600) ευρώ και προσαυξάνεται με το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ για κάθε μέτρο μήκους πάνω από τα τρία (3) μέτρα. Έτσι για παράδειγμα η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη μηχανοκίνητου σκάφους ανοικτού τύπου μήκους τεσσεράμισι μέτρων (4,5) μέτρων, ανέρχεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων (5.200) ευρώ.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του νόμου αυτού διπλασιάζονται τα ποσά της τεκμαρτής δαπάνης του πίνακα της υποπερίπτωσης ββ’ της περίπτωσης ε’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε., με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες σκαφών.

Με τις νέες διατάξεις, διπλασιάζονται τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης προκειμένου για ιστιοφόρα ή μηχανοκίνητα ή μικτά σκάφη, με χώρο ενδιαίτησης, που υπολογίζονται βάσει των μέτρων ολικού μήκους του σκάφους και ο σχετικός πίνακας με τα ποσά των δαπανών διαμορφώνεται ως εξής:

 

Μήκος σκάφους

Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης

(σε ευρώ)

Μέχρι 8 μέτρα

21.000

πάνω από 8 και μέχρι 10 μέτρα

38.000

πάνω από 10 και μέχρι 12 μέτρα

55.600

πάνω από 12 και μέχρι 14 μέτρα

74.400

πάνω από 14 και μέχρι 16 μέτρα

95.000

πάνω από 16 και μέχρι 18 μέτρα

117.800

πάνω από 18 και μέχρι 20 μέτρα

144.200

πάνω από 20 και μέχρι 22 μέτρα

174.800

πάνω από 22 και μέχρι 24 μέτρα

210.000

πάνω από 24 και μέχρι 26 μέτρα

250.000

πάνω από 26 και μέχρι 28 μέτρα

295.800

πάνω από 28 και μέχρι 30 μέτρα

348.000

πάνω από 30 και μέχρι 32 μέτρα

407.200

πάνω από 32 μέτρα

455.400

 

Εξαιρούνται από τον διπλασιασμό αυτόν, δηλαδή παραμένουν ως ποσά τεκμηρίου τα ποσά που ισχύουν για τη χρήση 2002, τα ιστιοφόρα ναυταθλητικά σκάφη που χρησιμοποιούνται για ναυταθλητικούς αγώνες καθώς και τα ξύλινα σκάφη που προέρχονται από την Ελληνική ναυτική παράδοση.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση στ’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις, περίπου διπλασιάζονται τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης για αεροσκάφη (με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης, στροβιλοελικοφόρα και αεριοπροωθούμενα) καθώς και για ελικόπτερα, ενώ καταργείται η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για τα ανεμόπτερα.

Πιο συγκεκριμένα, τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης για αεροσκάφη και ελικόπτερα κυριότητας ή κατοχής του φορολογουμένου, της συζύγου του ή των προσώπων που συνοικούν μαζί τους του άρθρου 7, διαμορφώνονται ως εξής:

α) Για αεροσκάφη με κινητήρα κοινό, εσωτερικής καύσης και στροβιλοελικοφόρα, καθώς και ελικόπτερα στο ποσό των εξήντα πέντε χιλιάδων (65.000) ευρώ για τους εκατόν πενήντα (150) πρώτους ίππους ισχύος του κινητήρα τους, που προσαυξάνεται με το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε ίππο πάνω από τους εκατόν πενήντα (150) ίππους.

β) Για αεροσκάφη αεριοπροωθούμενα (JET) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για κάθε λίμπρα ώθησης.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 4 του νόμου αυτού διπλασιάζονται τα ποσά της τεκμαρτής δαπάνης της κλίμακας του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις, διπλασιάζονται τα ποσά της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης διαβίωσης εξωτερικής δεξαμενής κολύμβησης και η κλίμακα του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. διαμορφώνεται ως εξής:

 

Επιφάνεια δεξαμενής κολύμβησης (σε τ.μ.)

Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης εξωτερικής δεξαμενής (σε ευρώ)
 Από 25 μέχρι και 60 11.600
Πάνω από 60 μέχρι και 120 29.200
Πάνω από 120 46.800

 

7. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις, αυξάνεται η αξία των κινητών πραγμάτων για τα οποία πάνω από την αξία αυτή εφαρμόζεται το τεκμήριο αγοράς, ενώ παράλληλα απαλείφεται από το άρθρο αυτό η απαλλαγή από το τεκμήριο αγοράς του αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης η οποία πλέον ενσωματώνεται στο άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε.

Πιο συγκεκριμένα, το τεκμήριο αγοράς κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας θα εφαρμόζεται σε περίπτωση που η αξία τους υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αγορασθέντα όμως πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο τότε για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων εφόσον υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Τέλος, η εξαίρεση από το τεκμήριο αγοράς του αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης εξακολουθεί να ισχύει αλλά προβλέπεται πλέον, όπως προαναφέρθηκε, από το άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε.

8. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 4 του νόμου αυτού αντικαθίστανται το πέμπτο και έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ’ της περίπτωσης γ’ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις αυξάνεται από τριάντα πέντε (35) τ.μ. σε εβδομήντα (70) τ.μ. η συνολική επιφάνεια άλλης οικίας ή οικιών που μπορεί να έχει άγαμος ή διαζευγμένος ή χήρος, ώστε και η επόμενη κατοικία που θα αποκτήσει να μπορεί να θεωρηθεί πρώτη και να έχει απαλλαγή από το τεκμήριο αγοράς μέχρι τα εκατόν είκοσι (120) τ.μ. Εξομοιώνεται δηλαδή η συνολική επιφάνεια οικίας ή οικιών που έχει άγαμος ή διαζευγμένος ή χήρος (και δεν πληροί τις στεγαστικές του ανάγκες) με τη συνολική επιφάνεια οικίας ή οικιών που έχει ο έγγαμος φορολογούμενος χωρίς παιδιά.

Επίσης, με τις νέες διατάξεις αυξάνεται η προσαύξηση της επιφάνειας οικίας ή οικιών που δικαιούται έγγαμος φορολογούμενος με τρία και πάνω τέκνα. Έτσι η προσαύξηση αυξάνεται από είκοσι (20) τ.μ. σε είκοσι πέντε (25) τ.μ. για κάθε τέκνο πάνω από το δεύτερο, όταν υπάρχουν τρία και πάνω τέκνα του υπόχρεου ή του άλλου συζύγου, ενώ παραμένει στα είκοσι (20) τ.μ. για κάθε τέκνο, όταν υπάρχουν μέχρι δύο τέκνα του υπόχρεου ή του άλλου συζύγου.

Για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω, παραθέτουμε δύο παραδείγματα:

α) ¶γαμος φορολογούμενος με πλήρη κυριότητα σε οικία εμβαδού πενήντα (50) τ.μ. προβαίνει στην αγορά οικίας εμβαδού εκατό (100) τ.μ.

Με τις νέες διατάξεις, ο άγαμος φορολογούμενος δε θεωρείται ότι αποκτά πρώτη κατοικία αν έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικία ή οικίες συνολικής επιφάνειας μέχρι εβδομήντα (70) τ.μ. Επομένως ο συγκεκριμένος φορολογούμενος δικαιούται την απαλλαγή από το τεκμήριο αγοράς γιατί έχει στην πλήρη κυριότητα του επιφάνεια πενήντα (50) τετραγωνικών μέτρων, μικρότερη δηλαδή των εβδομήντα (70) τ.μ. που είναι και το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο.

β) Έγγαμος φορολογούμενος με τρία (3) τέκνα έχει δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε δύο οικίες εμβαδού ογδόντα (80) τ.μ. η καθεμία.

Σε περίπτωση που ο εν λόγω φορολογούμενος προβεί στην αγορά τρίτης οικίας, θα επιβαρυνθεί με το τεκμήριο αγοράς γιατί έχει στην πλήρη κυριότητά του αθροιστικά εκατόν εξήντα (160) τ.μ. (80 Χ 2 = 160).

Θα είχε την απαλλαγή από το τεκμήριο αγοράς ως πρώτη κατοικία στην περίπτωση που η συνολική επιφάνεια των δύο οικιών που βρίσκονται στην κυριότητά του φορολογούμενου ήταν μέχρι εκατόν τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα, δηλαδή 70+20+20+25=135 τ.μ.

9. Με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 4 του νόμου αυτού προστίθενται στο άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε., μετά την περίπτωση ζ’, περιπτώσεις η’, θ’ και ι’, ενώ η υπάρχουσα περίπτωση η’ αναριθμείται σε ια’.

Με τις διατάξεις της νέας περίπτωσης η’, καταργείται η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη διαβίωσης που προκύπτει από την κυριότητα ή κατοχή ενός επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους (2.000 κυβικά). Η παραπάνω εξαίρεση από την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη ισχύει για ένα μόνο αυτοκίνητο, μέχρι και δεκατέσσερις φορολογήσιμους ίππους, που ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή του υπόχρεου και για δύο (2) αυτοκίνητα μέχρι και δεκατέσσερις φορολογήσιμους ίππους, αν πρόκειται για οικογένεια, με την προϋπόθεση ότι το κάθε αυτοκίνητο ανήκει στην κυριότητα ή κατοχή του κάθε συζύγου ή ανήκει από κοινού και στους δύο συζύγους. Εάν ο υπόχρεος έχει στην κυριότητα ή κατοχή του περισσότερα από ένα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους, το τεκμήριο δεν εφαρμόζεται για εκείνο το αυτοκίνητο με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη.

Για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

 

Παράδειγμα 1ο

Φορολογούμενος έχει στην κυριότητά του τα ακόλουθα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα με τις αντίστοιχες ετήσιες τεκμαρτές δαπάνες:

 

-Ε.Ι.Χ. 12 φορολογήσιμων ίππων                                                                    14.200

  (ποσοστό κυριότητας 100%)

-Ε.Ι.Χ. 13 φορολογήσιμων ίππων                                                           16.700

  (ποσοστό κυριότητας 100%)

-Ε.Ι.Χ. 14 φορολογήσιμων ίππων                                                           10.250

  (ποσοστό κυριότητας 50%)

-Ε.Ι.Χ. 18 φορολογήσιμων ίππων                                                           49.500

  (ποσοστό κυριότητας 100%)

           

Με βάση τις νέες διατάξεις, ο φορολογούμενος δε θα επιβαρυνθεί με το ποσό της ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτει από το αυτοκίνητο των δεκατριών (13) φορολογήσιμων ίππων, γιατί δεν υπερβαίνει τους δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους και ταυτόχρονα έχει τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη.

Παράδειγμα 2ο

Υπόχρεος και η σύζυγός του έχουν στην κατοχή τους τα ακόλουθα Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα με τα παρακάτω ποσοστά κυριότητας:

                                                                                           Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη

Ε.Ι.Χ. 11 φορολογήσιμων ίππων   50%   ο σύζυγος                        5.900

                                                       50%, η σύζυγος                         5.900

Ε.Ι.Χ. 12 φορολογήσιμων ίππων

                                                    (100% η σύζυγος)                       14.200

Ε.Ι.Χ. 14 φορολογήσιμων ίππων

                                                     (100% η σύζυγος)                      20.500

Ε.Ι.Χ. 16 φορολογήσιμων ίππων

                                                    (100% ο σύζυγος)                       33.600

 

Με τις νέες διατάξεις, ο σύζυγος θα απαλλαγεί από το τεκμήριο για το Ε.Ι.Χ. των έντεκα (11) φορολογήσιμων ίππων για την τεκμαρτή δαπάνη που του αναλογεί με βάση το ποσοστό του, δηλαδή τα 5.900 ευρώ, ενώ η σύζυγος θα απαλλαγεί γι’ αυτό των δεκατεσσάρων (14) φορολογήσιμων ίππων (με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη για τη σύζυγο).

Παράδειγμα 3ο

Υπόχρεος και η σύζυγός του έχουν στην κατοχή τους τα ακόλουθα Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητα με τα παρακάτω ποσοστά κυριότητας:

 

                                                                                          Ετήσια τεκμαρτή δαπάνη

Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο 8 φορολογήσιμων ίππων                                    6.100

                                                          (100% ο σύζυγος)               

Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο 13 φορολογήσιμων ίππων                                16.700

                                                         (100% ο σύζυγος)                  

Ε.Ι.Χ. αυτοκίνητο 15 Φορολογήσιμων ίππων                               26.500

                                                          (100% η σύζυγος)

 

Με τις νέες διατάξεις, η απαλλαγή από το τεκμήριο θα ισχύσει μόνο για ένα αυτοκίνητο, αυτό των δεκατριών (13) φορολογήσιμων ίππων που ανήκει στο σύζυγο.

Επισημαίνεται ότι ο κύριος ή ο κάτοχος αγροτικού αυτοκινήτου τύπου Jeep προκειμένου να τύχει της απαλλαγής από την ετήσια τεκμαρτή δαπάνη, θα ερευνάται αν είναι πράγματι κατά κύριο επάγγελμα αγρότης.

Επίσης, με τις διατάξεις της ίδιας περίπτωσης (νέα περίπτωση η’), η απαλλαγή από το τεκμήριο διαβίωσης για ένα επιβατικό αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης εφαρμόζεται ανάλογα και στις περιπτώσεις που το φυσικό πρόσωπο βαρύνεται με την τεκμαρτή δαπάνη αυτοκινήτων ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων, περιορισμένης ευθύνης, ανωνύμων ή αστικών εταιριών καθώς επίσης και κοινωνιών ή κοινοπραξιών που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, επιχειρήσεων εκπαίδευσης οδηγών αυτοκινήτων και επιχειρήσεων ενοικίασης αυτοκινήτων. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή εξαιρείται ένα αυτοκίνητο μέχρι 14 ίππους, αυτό με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη και για τα υπόλοιπα εφαρμόζονται οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε.

Για την καλύτερη κατανόηση των παραπάνω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

 

Παράδειγμα 1ο

Ετερόρρυθμη εταιρεία με τρεις ομόρρυθμους εταίρους φυσικά πρόσωπα κι έναν ετερόρρυθμο εταίρο, με ποσοστά συμμετοχής κάθε εταίρου στην εταιρία 25%, έχει τρία (3) επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα με φορολογήσιμη ιπποδύναμη έντεκα (11), δεκατεσσάρων (14) και δεκαέξι (16) φορολογήσιμων ίππων και τεκμαρτές δαπάνες 11.800, 20.500 και 33.600 ευρώ αντίστοιχα.

Με τις νέες διατάξεις, δε θα έχει εφαρμογή το τεκμήριο για το αυτοκίνητο των δεκατεσσάρων (14) φορολογήσιμων ίππων. Συνεπώς, η συνολική τεκμαρτή δαπάνη που θα βαρύνει κάθε έναν από τους τρεις (3) ομόρρυθμους εταίρους, θα υπολογιστεί ως εξής:

Συνολική τεκμαρτή δαπάνη αυτοκινήτων εταιρίας:

 

11.800 + 33.600 = 45.400 ευρώ

Επιμερισμός της συνολικής τεκμαρτής δαπάνης:

                  25

45.400     100    = 15.133,33 ευρώ

                  75

                100

Το ποσό αυτό είναι μικρότερο από το ποσό της μεγαλύτερης τεκμαρτής δαπάνης (από το ποσό των 33.600 ευρώ δηλαδή) και συνεπώς κάθε ένας από τους τρεις ομόρρυθμους εταίρους θα επιβαρυνθεί με το ποσό των 15.133,33 ευρώ.

Παράδειγμα 2ο

Ανώνυμη εταιρία με έναν Πρόεδρο διοικητικού συμβουλίου και ένα διευθύνοντα σύμβουλο, έχει στην κυριότητά της τέσσερα (4) επιβατικά αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης δεκατριών (13), δεκατεσσάρων (14), δεκαπέντε (15) και δεκαέξι (16) φορολογήσιμων ίππων με αντίστοιχες ετήσιες τεκμαρτές δαπάνες 16.700, 20.500, 26.500 και 33.600 ευρώ αντίστοιχα.

Με τις νέες διατάξεις, δε θα έχει εφαρμογή το τεκμήριο για το αυτοκίνητο των δεκατεσσάρων (14) φορολογήσιμων ίππων.

Συνεπώς, η συνολική τεκμαρτή δαπάνη που θα βαρύνει τον Πρόεδρο και το διευθύνοντα σύμβουλο θα υπολογιστεί ως εξής:

Συνολική τεκμαρτή δαπάνη αυτοκινήτων Α.Ε.

16.700 + 26.500 + 33.600 = 76.800 ευρώ

Επιμερισμός της συνολικής τεκμαρτής δαπάνης:

76.800 / 2 = 38.400 ευρώ

Το ποσό αυτό, είναι μεγαλύτερο από το ποσό της μεγαλύτερης τεκμαρτής δαπάνης, δηλαδή από το ποσό των 33.600 ευρώ, συνεπώς περιορίζεται στο ύψος του ποσού της μεγαλύτερης τεκμαρτής δαπάνης που προκύπτει από αυτοκίνητο της εταιρίας.

Επομένως ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και ο διευθύνων σύμβουλος θα επιβαρυνθούν ο καθένας με το ποσό των 33.600 ευρώ.

Με τις διατάξεις της νέας περίπτωσης θ’ (που προστέθηκε στο άρθρο 18 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) καταργείται η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη που προκύπτει από ένα σκάφος αναψυχής ολικού μήκους μέχρι δέκα (10) μέτρα που δεν έχει ναυτολογημένο πλήρωμα για ολόκληρο ή μέρος του έτους.

Η απαλλαγή αυτή ισχύει για ένα μόνο σκάφος αναψυχής το οποίο πληροί ταυτόχρονα και τις δύο προϋποθέσεις δηλαδή είναι μέχρι 10 μέτρα και δεν έχει ναυτολογημένο πλήρωμα. Σε περίπτωση συζύγων που έχουν στην κυριότητα ή κατοχή τους περισσότερα του ενός τέτοια σκάφη, η απαλλαγή θα εφαρμοστεί πάλι μόνο για ένα σκάφος και συγκεκριμένα γι’ αυτό με τη μεγαλύτερη τεκμαρτή δαπάνη. Έτσι για παράδειγμα, αν υπάρχει ένα σκάφος μήκους μέχρι 9 μέτρα χωρίς ναυτολογημένο πλήρωμα είτε ανήκει κατά 100% στον ένα από τους δύο συζύγους είτε κατά 50% στον καθένα απαλλάσσεται του τεκμηρίου. Επίσης, σε περίπτωση που ο κάθε σύζυγος έχει στην κυριότητα ή κατοχή του τέτοιο σκάφος και οι τεκμαρτές δαπάνες αυτών των σκαφών είναι ίσες, η απαλλασσόμενη τεκμαρτή δαπάνη του ενός σκάφους επιμερίζεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) στον καθένα.

Με τις διατάξεις της νέας περίπτωσης ι’ απαλλάσσεται από το τεκμήριο η δαπάνη για την αγορά πάγιου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης από πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα μέχρι ποσού δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, αν η δαπάνη πραγματοποιείται μέσα στο έτος έναρξης άσκησης της δραστηριότητας και στα δύο επόμενα έτη και μέχρι ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) των καθαρών κερδών που δηλώθηκαν για το προηγούμενο έτος με αρχική δήλωση, η οποία υποβλήθηκε μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους, για δαπάνες που πραγματοποιούνται στα επόμενα έτη.

Διευκρινίζεται ότι οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής θα έχουν εφαρμογή και για επιχειρήσεις που έχουν πραγματοποιήσει έναρξη δραστηριότητας πριν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.

Για παράδειγμα αν μια επιχείρηση πραγματοποίησε έναρξη εργασιών το 2000 και κατά τη χρήση 2003 (οικονομικό έτος 2004) προέβη σε αγορά παγίου εξοπλισμού επαγγελματικής χρήσης, θα τύχει απαλλαγής από το τεκμήριο αγοράς, μέχρι του ποσού που αντιστοιχεί στο πενήντα τοις εκατό (50%) των καθαρών κερδών που δηλώθηκαν τη χρήση 2002 (οικονομικό έτος 2003) με την αρχική δήλωση.

Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις μεταφέρεται από το άρθρο 17 στο άρθρο 18 του Κ.Φ.Ε., η προβλεπόμενη απαλλαγή από το τεκμήριο ολόκληρης της δαπάνης για την αγορά αρδευτικού εξοπλισμού γεωργικής εκμετάλλευσης.

10. Με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 4 του νόμου αυτού οι περιπτώσεις γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 16, οι περιπτώσεις β’ και δ’ του άρθρου 17 και οι περιπτώσεις α’ και στ’ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

Με τις νέες διατάξεις, καταργείται η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη δίτροχων και τρίτροχων ιδιωτικής χρήσης αυτοκινούμενων οχημάτων ανεξαρτήτως κυβικών, καθώς και η ετήσια δαπάνη που καταβάλλεται για οικιακούς βοηθούς, οδηγούς αυτοκινήτων, δασκάλους και λοιπό προσωπικό.

Επίσης, με τις νέες διατάξεις καταργείται το τεκμήριο αγοράς επιχειρήσεων οποιασδήποτε νομικής μορφής, το τεκμήριο σύστασης και αύξησης κεφαλαίου ατομικών επιχειρήσεων, ομόρρυθμων, ετερόρρυθμων, περιορισμένης ευθύνης και αστικών εταιριών, κοινωνιών και κοινοπραξιών, το τεκμήριο αγοράς εταιρικών μερίδων και χρεογράφων γενικώς και κατά συνέπεια και η αγορά μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο, καθώς και το τεκμήριο χορήγησης δανείων και των προσωρινών διευκολύνσεων ή καταθέσεων στις ατομικές επιχειρήσεις, εταιρίες, κοινοπραξίες ή κοινωνίες από μέλη τους ή μετόχους τους.

Τέλος, με τις ίδιες διατάξεις απαλείφεται η απαλλαγή από το τεκμήριο διαβίωσης επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης μέχρι και δεκατέσσερις (14) φορολογήσιμους ίππους που ίσχυε για πολύτεκνους με τρία (3) και άνω τέκνα, δεδομένου ότι η απαλλαγή αυτή καθιερώθηκε για όλους τους φορολογούμενους. Απαλείφεται επίσης, η απαλλαγή από το τεκμήριο αγοράς ομολόγων του δημοσίου ή τίτλων εταιριών στις οποίες μετέχει το δημόσιο κατά ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%), μετοχών εισηγμένων στο χρηματιστήριο ή μετοχών που έχει εγκριθεί η εισαγωγή τους σε αυτό ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, έντοκων γραμματίων του δημοσίου ή γενικά τίτλων του δημοσίου, αμοιβαίων κεφαλαίων, καθώς και κάθε άλλου τίτλου που είναι διαπραγματεύσιμος στο Χρηματιστήριο, δεδομένου ότι καταργείται πλέον από το τεκμήριο η δαπάνη αγοράς όλων των εταιρικών μεριδίων και χρεογράφων γενικώς.

11. Οι διατάξεις αυτού του άρθρου, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

 

 

 

 

Άρθρο 5

Φορολογία επιχειρήσεων, έκπτωση δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του νόμου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις, ο λογιστικός προσδιορισμός των καθαρών κερδών, δηλαδή με έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των δαπανών που αναφέρονται ρητά σ’ αυτό το άρθρο, γίνεται από εμπορικές επιχειρήσεις που τηρούν Β’ και Γ’ κατηγορίας βιβλία και στοιχεία του ΚΒΣ τα οποία κρίνονται επαρκή και ακριβή.

Σημειώνεται ότι στη ρύθμιση αυτή δεν εμπίπτουν οι τεχνικές επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ (επιχειρήσεις πώλησης ανεγειρομένων οικοδομών, επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή τεχνικών έργων, γενικώς, καθώς και με την εκτέλεση μηχανολογικών και ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων), για τις οποίες ο προσδιορισμός των κερδών τους θα εξακολουθεί να γίνεται τεκμαρτά όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 34 του ΚΦΕ, δηλαδή εφαρμόζοντας στα ακαθάριστα έσοδά τους, τους οικείους συντελεστές καθαρών κερδών (15% - 10%, 12%, 25%).

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το δεύτερο και επόμενα εδάφια της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

Στις νέες διατάξεις παραλήφθηκαν, για νομοτεχνικούς λόγους, τα αναφερόμενα στα προισχύσαντα δεύτερο και τρίτο εδάφια της υποπερ. αα’ σχετικά με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, της μισθοδοσίας συγγενών του εργοδότη, καθόσον το περιεχόμενό τους καλύπτεται από τα αναφερόμενα στο πρώτο εδάφιο.

Επίσης, με τις νέες διατάξεις περιλαμβάνονται πλέον στις εκπιπτόμενες δαπάνες των εταιριών περιορισμένης ευθύνης, οι μισθοί και οι κάθε είδους απολαβές που καταβάλλουν στους εταίρους τους, εφόσον τα εν λόγω πρόσωπα, για τις υπηρεσίες που παρέχουν σε αυτές, έχουν ασφαλισθεί σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο, ενώ με βάση τις προϊσχύσασες διατάξεις οι εν λόγω δαπάνες δεν εξέπιπταν από τα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών αυτών.

Κατά συνέπεια, οι μισθοί που καταβάλλει εταιρία περιορισμένης ευθύνης προς τους εταίρους της, αναγνωρίζονται πλέον προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα αυτής, ως δαπάνη μισθοδοσίας προσωπικού, εφόσον βέβαια συντρέχουν και οι προβλεπόμενες από το νόμο λοιπές προϋποθέσεις αναγνώρισης της σχετικής δαπάνης (παραγωγικότητα της δαπάνης, καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, ύπαρξη νομίμων δικαιολογητικών κ.λπ.). Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την περίπτωση δ’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού για μισθούς και λοιπές απολαβές που βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν τα δύο πρώτα εδάφια της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

Στις νέες διατάξεις δεν περιλαμβάνονται πλέον τα ακίνητα που μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς προς το Δημόσιο, τους δήμους και τις κοινότητες του Κράτους, τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, καθώς και το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων. Επομένως, η αξία των ακινήτων που δωρίζουν οι επιχειρήσεις προς τα προαναφερθέντα νομικά πρόσωπα, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα, προκειμένου για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών τους. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού για δωρεές που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Περαιτέρω, με την ίδια παράγραφο αντικαταστάθηκε και το τελευταίο εδάφιο της υποπερ. γγ’ της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες αυτές διατάξεις προβλέπεται, ότι τα έξι τελευταία εδάφια της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε. εφαρμόζονται ανάλογα και για τις δωρεές ή χορηγίες στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις, προκειμένου να αναγνωρισθούν ως δαπάνες εκπεστέες από τα ακαθάριστα έσοδά τους, ενώ με τις προισχύσασες διατάξεις προβλεπόταν η ανάλογη εφαρμογή των πέντε τελευταίων εδαφίων της δ’ περίπτωσης της παρ. 1 του άρθρου 8. Σημειώνεται, ότι με το τελευταίο εδάφιο της περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Κ.Φ.Ε., που προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, προβλέπεται, ότι για να εκπεσθούν από το εισόδημα του φορολογούμενου οι χρηματικές δωρεές και χορηγίες πρέπει αυτές να υπερβαίνουν συνολικά τα 100 ευρώ. Επομένως, ο περιορισμός αυτός ισχύει πλέον και για την έκπτωση των χορηγιών και δωρεών των επιχειρήσεων προς τα νομικά πρόσωπα που ορίζει ο νόμος. Ποσά που στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το όριο αυτό δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της χρήσης εντός της οποίας δόθηκαν.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περ. α του άρθρου 30 του νόμου αυτού για δωρεές ή χορηγίες που πραγματοποιούνται από 1.1.2003 και μετά.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης δδ’ της περίπτωσης α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις τροποποιήθηκαν οι περιορισμοί ως προς το ύψος των εκπιπτόμενων ασφαλίστρων που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις για ομαδική ασφάλιση ζωής του εργατοϋπαλληλικού προσωπικού τους.

Συγκεκριμένα, αντί του περιορισμού που ίσχυε για έκπτωση μέχρι το πέντε τοις εκατό (5%) των ετήσιων ακαθαρίστων αμοιβών για κάθε εργαζόμενο και μέχρι 441 ευρώ, προβλέπεται πλέον, ότι το ποσό της έκπτωσης για τα εν λόγω ασφάλιστρα δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του αφορολόγητου ποσού του πρώτου κλιμακίου της κλίμακας (α) της παρ. 1 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε., που ισχύει για μισθωτό χωρίς παιδιά, δηλαδή το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ για κάθε ένα ασφαλιζόμενο, χωρίς περαιτέρω να τίθεται κανένας άλλος περιορισμός ως προς το ύψος της εκπιπτόμενης δαπάνης για τα εν λόγω ασφάλιστρα. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού για καταβαλλόμενα ασφάλιστρα που αφορούν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν όσα έχουν γίνει δεκτά με την 1047166/10364/Β0012/ΠΟΛ 1142/24.4.1997 εγκύκλιό μας.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, προστίθενται τρία νέα εδάφια στην περίπτωση γ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις σε όσες επιχειρήσεις, που τηρούν ακριβή και επαρκή βιβλία και στοιχεία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ, δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής για την κρινόμενη χρήση είτε λόγω του αντικειμένου των εργασιών της επιχείρησης (απαλλαγή με σχετικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών) είτε λόγω ύψους ακαθαρίστων εσόδων, για την εξεύρεση του κόστους πωληθέντων (λογιστικός προσδιορισμός καθαρών κερδών) λαμβάνεται ως απογραφή έναρξης ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) των αγορών (εμπορευμάτων ή πρώτων υλών κλπ) της προηγούμενης χρήσης και ως απογραφή λήξης λαμβάνεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) αυτών των αγορών της τρέχουσας χρήσης.

Με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται ότι, στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση σύνταξης απογραφής, αν διενεργηθεί από την επιχείρηση προαιρετική απογραφή (έναρξης-λήξης), ως αποθέματα έναρξης και λήξης λαμβάνονται αυτά που προκύπτουν από τις προαιρετικές απογραφές (πραγματικά αποθέματα) και όχι αυτά που προσδιορίζονται με την εφαρμογή του ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) επί των αγορών (τεκμαρτά αποθέματα).

Αν επιλεχθεί η προαιρετική σύνταξη απογραφής, τότε δημιουργείται για την επιχείρηση υποχρέωση σύνταξης τέτοιας απογραφής για μία τριετία από την σύνταξη της πρώτης προαιρετικής απογραφής λήξης, διαφορετικά επιβάλλονται οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις της Ν.2523/97 κυρώσεις για τη μη σύνταξη απογραφής. Για παράδειγμα αν συνταχθεί για πρώτη φορά προαιρετική απογραφή λήξης στις 31.12.2003, τότε η επιχείρηση υποχρεώνεται να διενεργεί συνεχείς απογραφές μέχρι την απογραφή λήξης της 31.12.2006.

 

Παράδειγμα:

Ατομική εμπορική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ενδυμάτων τηρεί βιβλία Β’ κατηγορίας του ΚΒΣ τα οποία κρίνονται ακριβή και επαρκή. Από τα τηρούμενα βιβλία της κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1 έως 31.12.2003 προκύπτουν τα εξής δεδομένα:

 

. Ακαθάριστα έσοδα    

235.000

ευρώ

. Αγορές εμπορευμάτων         

180.000

ευρώ

. Αμοιβές προσωπικού               

7.500

ευρώ

. ΔΕΗ, Ο.Τ.Ε., ΕΥΔΑΠ     

2.000

ευρώ

. Διάφορα ‘Εξοδα

2.100

ευρώ

. Ενοίκιο          

4.000

ευρώ

. Απογραφή έναρξης εμπ/των 1.1.2003

126.000

ευρώ

. Απογραφή λήξης εμπ/των 31.12.2003

110.000

ευρώ

 

 

Τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης για την διαχειριστική περίοδο από 1.1 έως 31.12.2003 θα προσδιοριστούν ως εξής:

 

Ακαθάριστα ‘Εσοδα

 

235.000

ευρώ

Απογραφή έναρξης

126.000

 

 

Αγορές

180.000

 

 

Απογραφή λήξης        

110.000

 

 

Κόστος Πωληθέντων   

 

196.000          

‘’

Μικτό κέρδος

 

39.000            

‘’

Αμοιβές προσωπικού

    7.500           

 

 

ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ      

2.000

 

 

Ενοίκια

    4.000

 

 

Λοιπές δαπάνες

2.100

15.600             

‘’

Καθαρά κέρδη

 

  23.400             

‘’

 

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε το πέμπτο εδάφιο της περ. στ’ της παρ.1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις μεταβάλλεται ο τρόπος υπολογισμού των αποσβέσεων των παγίων στοιχείων των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, καθιερώνονται δύο συντελεστές αποσβέσεων, ένας χαμηλός κι ένας ψηλός. Οι συντελεστές αυτοί, θα καθορισθούν με προεδρικό διάταγμα το οποίο φυσικά θα αντικαταστήσει το ισχύον Π.Δ.100/1998. Περαιτέρω, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται, ότι η χρησιμοποίηση ενός εκ των δύο συντελεστών είναι στη διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης πλην όμως, ο συντελεστής που θα επιλεγεί κατά την πρώτη εφαρμογή, θα ακολουθείται πάγια και στις επόμενες χρήσεις και θα αφορά όλα τα πάγια στοιχεία που ανήκουν στην ίδια κατηγορία (π.χ. χαμηλός συντελεστής για όλα τα κτίρια, υψηλός συντελεστής για όλα τα μηχανήματα, κ.λπ.) και τα οποία αποκτήθηκαν μέσα στην ίδια χρήση. Αν όμως στη συνέχεια η επιχείρηση σε επόμενη χρήση αποκτήσει νέο πάγιο περιουσιακό στοιχείο, τότε διατηρεί γι’ αυτό το δικαίωμα επιλογής του μειωμένου ή υψηλού συντελεστή απόσβεσης.

Είναι αυτονόητο, ότι κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της περίπτωσης στ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. και επομένως, οι επιχειρήσεις διατηρούν το δικαίωμα για εφάπαξ απόσβεση των παγίων στοιχείων αξίας κτήσης μέχρι εξακοσίων (600) ευρώ, για χρησιμοποίηση της φθίνουσας μεθόδου απόσβεσης των παγίων στοιχείων, για τη μη διενέργεια ή τη διενέργεια αποσβέσεων με συντελεστή 50% του ισχύοντος ποσοστού από τις νέες επιχειρήσεις για τις τρεις πρώτες διαχειριστικές χρήσεις που έπονται αυτής εντός της οποίας άρχισε η παραγωγική λειτουργία.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά, δηλαδή για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία που κτώνται μέσα στις χρήσεις αυτές. Επομένως, για τα υφιστάμενα πάγια περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκτηθεί μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2002 οι επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να υπολογίζουν αποσβέσεις με βάση το Π.Δ.100/1998.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου αυτού αλλάζει ο τρόπος έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων των δαπανών για επισφαλείς χρεώστες.

Συγκεκριμένα, με βάση τις νέες διατάξεις, οι επιχειρήσεις θα εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους τα ποσά των επισφαλών απαιτήσεων που έχουν αποσβεσθεί με οριστικές εγγραφές, ενώ με τις προϊσχύσασες διατάξεις οι επιχειρήσεις υπολόγιζαν και αφαιρούσαν προβλέψεις από τα ακαθάριστα έσοδά τους, αδιάφορα αν είχαν ή όχι επισφαλείς απαιτήσεις. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών θα καθορισθούν τα δικαιολογητικά και κάθε άλλο θέμα για την έκπτωση των πιο πάνω δαπανών.

Τα ανωτέρω ισχύουν, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Επειδή πολλές επιχειρήσεις έχουν σχηματίσει ήδη προβλέψεις για απόσβεση επισφαλών απαιτήσεων με βάση τις αντικατασταθείσες διατάξεις της περίπτωσης θ’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. και εμφανίζουν το αναπόσβεστο αυτό υπόλοιπο των μη πραγματοποιηθεισών προβλέψεων στα βιβλία τους, γίνεται δεκτό ότι τα ποσά των αποδεδειγμένων επισφαλών απαιτήσεων που δικαιούνται να αφαιρέσουν από τα ακαθάριστα έσοδα με βάση τις νέες διατάξεις, θα μεταφέρουν σε χρέωση του λογαριασμού 44 «Προβλέψεις» (δευτεροβάθμιος λογαριασμός 44.11 «Προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις»), μέχρι πλήρους απόσβεσής τους.

8. Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα καταχώρισης ορισμένων δαπανών του άρθρου αυτού (όπως αποζημίωση απολυομένων μισθωτών) στα βιβλία Β΄ κατηγορίας του ΚΒΣ.

 

 

 

 

Άρθρο 6

Υποβολή δήλωσης

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις αυξάνονται τα όρια εισοδήματος για υποχρέωση υποβολής δήλωσης από χίλια διακόσια (1.200) ευρώ σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ορίζονται οι περιπτώσεις στις οποίες οι φορολογούμενοι που αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από μισθωτές υπηρεσίες δε θα υποβάλλουν δήλωση φορολογίας εισοδήματος και παράλληλα αυξάνονται τα όρια εισοδήματος από 2.400 ευρώ σε 6.000 ευρώ. Έτσι, τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα αποκλειστικά από μισθωτές υπηρεσίες και δε συντρέχει μία από τις περιπτώσεις α’, β’, στ’, ζ’ ή ια’ αυτής της παραγράφου, δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν δήλωση, εφόσον:

α) είναι κάτοικοι Ελλάδος και το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους είναι μέχρι έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ ή

β) το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους (για όσους κατοικούν στην Ελλάδα) ανεξαρτήτως ποσού προέρχεται από ένα μόνο φορέα, ο οποίος έχει διενεργήσει τελική εκκαθάριση (δηλαδή παρακράτηση) φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 59.

Τα πρόσωπα της πιο πάνω β’ περίπτωσης, εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο εισόδημά τους είναι πάνω από έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ, αντί δήλωσης φορολογίας εισοδήματος υποβάλλουν απλουστευμένη δήλωση εισοδηματικής κατάστασης.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε., ώστε να προσαρμοσθεί νομοτεχνικά σύμφωνα με το ήδη τροποποιούμενο άρθρο 18 του ίδιου νόμου.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι υποχρέωση για υποβολή δήλωσης έχουν οι κύριοι ή κάτοχοι επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ή ημιφορτηγού, εκτός από αγροτικό ημιφορτηγό, ή αυτοκινήτου μικτής χρήσης ή αυτοκινήτου τύπου JEEP ή αεροσκάφους, κότερου ή θαλαμηγού ή ακάτου ή σκαφών αναψυχής, εκτός από αυτοκίνητα ή σκάφη αναψυχής που δε λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της συνολικής ετήσιας δαπάνης διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18, (ένα αυτοκίνητο μέχρι 14 φορολογήσιμους ίππους και ένα σκάφος αναψυχής ολικού μήκους μέχρι 10 μέτρα) καθώς και όσοι έχουν στη διάθεσή τους για τις ατομικές ή οικογενειακές τους ανάγκες τέτοιου είδους μεταφορικά μέσα τα οποία ανήκουν είτε στη σύζυγό τους είτε στα μέλη της οικογένειάς τους είτε σε εταιρίες στις οποίες αυτοί μετέχουν ως εταίροι, διαχειριστές εταίροι ή είναι πρόεδροι ή διοικητές.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η περίπτωση ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι έχουν υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος όσοι διατηρούν μία ή περισσότερες δευτερεύουσες κατοικίες με συνολική επιφάνεια πάνω από εκατόν πενήντα (150) τετραγωνικά μέτρα ή κατοικούν σε οικοδομή πάνω από διακόσια (200) τετραγωνικά μέτρα.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 6 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η παρ. 6 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. για νομοτεχνικούς λόγους.

Έτσι, με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται κάθε φορά ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία τα οποία συνυποβάλλονται με τη δήλωση, καθώς και ο τύπος και το περιεχόμενο της απλουστευμένης δήλωσης εισοδηματικής κατάστασης, ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής αυτής.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση β’ ης παρ. 2 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση των διατάξεων της περίπτωσης β’ της παρ. 2 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε. αναφορικά με τη μη βεβαίωση προκαταβολής φόρου σε όσους αποκτούν εισοδήματα μόνο από μισθωτές υπηρεσίες και ιδιοκατοίκηση, λόγω της κατάργησης του φόρου ιδιοκατοίκησης γενικά απ’ όλες τις ιδιοκατοικούμενες οικοδομές του φορολογούμενου.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις σκοπείται η νομοτεχνική τακτοποίηση των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 52 του Κ.Φ.Ε. με τη νέα παρ. 9 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. (πριν παρ. 7).

8. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 6 του νέου νόμου αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 77 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται η υποχρέωση θεώρησης ιδιωτικών εγγράφων μίσθωσης γεωργικών ακινήτων με μίσθωμα ανώτερο των 100 ευρώ κατά μήνα αντί των 5.000 δρχ. που ίσχυε προηγούμενα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης θ’ του άρθρου 30 του παρόντος η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει για μισθωτήρια συμβόλαια που συντάσσονται από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτής στο φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και μετά, δηλαδή από 24.12.2002 και μετά.

9. Οι παρ. 1 έως 7 του άρθρου αυτού, σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού ισχύει για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

 

 

 

Άρθρο 7

Προσδιορισμός καθαρού εισοδήματος ορισμένων επιχειρήσεων

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 7 του νόμου αυτού αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών εξωλογιστικώς δηλαδή με πολλαπλασιασμό των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων συντελεστές καθαρού κέρδους γίνεται στις πιο κάτω περιπτώσεις:

- Οσες επιχειρήσεις τηρούν βιβλία και στοιχεία πρώτης κατηγορίας του ΚΒΣ.

- Οσες επιχειρήσεις δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία

- Οσες επιχειρήσεις τηρούν βιβλία και στοιχεία κατώτερης κατηγορίας της προσήκουσας

- Οσες επιχειρήσεις τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και στην τελευταία αυτή περίπτωση η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων.

Η διάταξη αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση β’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύει για διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

2. Με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 7 του νόμου αυτού γίνονται νομοθετικές προσαρμογές στην παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. λόγω της μεταβολής στη φορολογία των φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης και φορολόγησης αυτών από κατ’ αποκοπή εισοδήματα σε κατ’ αποκοπή ποσά φόρου, που αναφέρονται παρακάτω στην παρ. 4 της παρούσας.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, προστέθηκαν δύο νέα εδάφια πέμπτο και έκτο στην περίπτωση α’ της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε.

Με τις διατάξεις αυτές ορίζεται η διατήρηση και στις χρήσεις 2002 και 2003 του τεκμαρτού προσδιορισμού του καθαρού εισοδήματος με τα ποσά και τις διατάξεις όπως ίσχυαν κατά τη χρήση 2001 για τους εκμεταλλευτές επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ) και εκμεταλλευτών λεωφορείων ενταγμένων ή μη στα Κ.Τ.Ε.Λ., όταν δεν τηρούν ή τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του ΚΒΣ.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται η περίπτωση β’ της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται ότι για τις χρήσεις 2002 και 2003 στις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης όταν δεν τηρούν βιβλία ή τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του ΚΒΣ επιβάλλεται κατ’ αποκοπή φορολογία με καταβολή φόρου ανάλογα με τους τόννους του ωφέλιμου φορτίου του αυτοκινήτου ως εξής για τη χρήση 2002:

α) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο μέχρι 5 τόνους 500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 350 ευρώ με οδηγό τρίτο, β) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 5 μέχρι και 11 τόνους 700 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 500 ευρώ με οδηγό τρίτο, γ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 11 μέχρι και 16,5 τόνους 1.200 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 800 ευρώ με οδηγό τρίτο και δ) για αυτοκίνητα με ωφέλιμο φορτίο πάνω από 16,5 τόνους 1500 ευρώ με οδηγό τον ιδιοκτήτη και 1000 ευρώ με οδηγό τρίτο.

Τα παραπάνω ποσά μειώνονται, προκειμένου για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται φορτηγά αυτοκίνητα δημόσιας χρήσης και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό κάτω από είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους, κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%).

Τα πιο πάνω ποσά φόρου για τη χρήση 2003 προσαυξάνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%).

Σε περίπτωση έναρξης λειτουργίας ή διακοπής των εργασιών των επιχειρήσεων αυτών μέσα στην κρινόμενη περίοδο, τα προαναφερόμενα ποσά φόρου δεν περιορίζονται σε δωδέκατα.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζονται οι προθεσμίες καταβολής του φόρου των επιχειρήσεων αυτών και άλλα σχετικά διαδικαστικά θέματα. (Σχετ. η 1007884/189/Α0012/ΠΟΛ.1013/28.1.2003 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών).

Δαπάνες που αφορούν τη δραστηριότητα αυτή, καθώς και εισφορές που καταβάλλονται σε ταμεία ασφάλισης λόγω της δραστηριότητας αυτής, δεν εκπίπτουν από άλλα εισοδήματα του φορολογουμένου.

Η ισχύς των διατάξεων αυτών, σύμφωνα με την περίπτωση ε’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, αρχίζει από 1 Ιανουαρίου 2002 για εισοδήματα που αποκτώνται από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Διευκρινίζεται ότι, για τον υπολογισμό του τέλους χαρτοσήμου στα κέρδη των προαναφερομένων επιχειρήσεων, στις περιπτώσεις που πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις της παρ. 5γ του άρθρου 15 του Κ.Τ.Χ., θα λαμβάνονται υπόψη τα καθαρά κέρδη που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία αυτών, καθόσον από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προσδιορίζονται κατ’ ειδικό τρόπο καθαρά κέρδη για την επιβολή του φόρου εισοδήματος.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, στο άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παρ. 13.

Με τις διατάξεις αυτές, από τη χρήση 2004 προβλέπεται η εξεύρεση του καθαρού εισοδήματος λογιστικώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 για τις επιχειρήσεις της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. (εκμετάλλευση επιβατικών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (ΤΑΞΙ), επιβατικών λεωφορείων ενταγμένων ή μη ενταγμένων στα Κ.Τ.Ε.Λ. και φορτηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης) που υποχρεούνται να τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του ΚΒΣ.

Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις, από τη χρήση 2003, προβλέπεται ο λογιστικός προσδιορισμός για τις επιχειρήσεις των παρ. 7 και 8 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. (επιχειρήσεις αποκλειστικά πλανόδιων λιανοπωλητών και επιχειρήσεις αποκλειστικά λιανοπωλητών σε κινητές λαϊκές αγορές), που υποχρεούνται να τηρούν βιβλία δεύτερης κατηγορίας του ΚΒΣ, οι οποίες επομένως για τη χρήση 2003 δε θα καταβάλουν κατ’ αποκοπή ποσά φόρου. Αντίθετα οι λοιποί λιανοπωλητές παραμένουν στο καθεστώς της κατ’ αποκοπή φορολογίας και με τα ίδια ποσά φόρου που κατέβαλλαν το έτος 2001 (Σχετ. η 1003085/25/Α0012/13.1.2003 διαταγή μας).

6. Με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, αντικαθίσταται το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 42 του Κ.Φ.Ε.

Με τις νέες διατάξεις ο προσδιορισμός του καθαρού γεωργικού εισοδήματος με βάση την αντικειμενική μέθοδο όπως περιγράφεται από το άρθρο αυτό γίνεται από οποιαδήποτε γεωργική δραστηριότητα στην περίπτωση που δεν τηρούνται βιβλία τρίτης κατηγορίας του ΚΒΣ.

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που μία γεωργική επιχείρηση τηρεί Γ’ κατηγορίας βιβλία τα οποία κρίνονται ακριβή και επαρκή, ο προσδιορισμός των καθαρών κερδών της θα γίνει μόνο λογιστικά, ενώ στην ίδια περίπτωση που τα βιβλία της κριθούν ανακριβή ή ανεπαρκή τα καθαρά της κέρδη θα προσδιορισθούν εξωλογιστικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του Κ.Φ.Ε.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 7 του νόμου αυτού, καταργούνται οι παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 33, οι παρ. 7 έως και 11 του άρθρου 50 και το άρθρο 51 του Κ.Φ.Ε. Επίσης καταργούνται και τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 5 του άρθρου 33 του Κ.Φ.Ε. για εισοδήματα που αποκτούνται από 1.1.2002 και μετά.

Με τις νέες διατάξεις καταργείται: α) ο ειδικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος των εμπορικών επιχ/σεων όπως αυτός περιγραφόταν στις διατάξεις των παρ. 1 έως και 4 του άρθρου 33, β) ο ειδικός προσδιορισμός του καθαρού εισοδήματος από την άσκηση του επαγγέλματος ελεύθερου επαγγελματία όπως αυτός περιγραφόταν στις διατάξεις του άρθρου 51 του Κ.Φ.Ε. και γ) οι τριμελείς Επιτροπές που προβλέπονται από τις παρ. 7 έως και 11 του άρθρου 50 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες προσδιόριζαν τεκμαρτά το εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών ύστερα από αίτηση του αρμόδιου Προϊσταμένου της ΔΟΥ.

Διευκρινίζεται ότι εξακολουθούν και ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 49 του Κ.Φ.Ε..

 

 

 

 

 

Άρθρο 8

Κατάργηση επιχειρηματικής αμοιβής εταίρων – διαχειριστών Ε.Π.Ε. και συναφείς διατάξεις

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση ε’ της παρ. 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. Στις νέες διατάξεις δε συμπεριλαμβάνονται πλέον στα εισοδήματα από εμπορικές επιχειρήσεις η επιχειρηματική αμοιβή διαχειριστών – εταίρων Ε.Π.Ε., λόγω της κατάργησής της με την παρ. 8 του άρθρου 9, όπως αναλυτικά αναφέρεται στη συνέχεια της παρούσας.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για εισοδήματα που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού στην περίπτωση στ’ της παρ. 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. προστέθηκε εδάφιο με το οποίο προβλέπεται, ότι ο μισθός ή οι απολαβές που καταβάλλονται από Ε.Π.Ε. σε εταίρους της λόγω των υπηρεσιών που αυτοί παρέχουν στην εταιρία (π.χ. λογιστής, προϊστάμενος πωλήσεων κλπ.) θα αποτελεί εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις, εφόσον όμως οι δικαιούχοι είναι ασφαλισμένοι για τις υπηρεσίες αυτές σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή ταμείο εκτός του Ι.Κ.Α.

Δηλαδή, με τις νέες διατάξεις επέρχεται κατά κάποιο τρόπο φορολογική εξομοίωση με τους μισθούς που καταβάλλονται στα μέλη του Δ.Σ. ανώνυμης εταιρίας.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για μισθούς και λοιπές απολαβές που βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 αντικαταστάθηκε η περίπτωση α’ της παρ.1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις προβλέπεται, όπως και με τις αντικατασταθείσες, η παρακράτηση φόρου 35% επί των μισθών που καταβάλλονται από ανώνυμη εταιρία στα μέλη του Δ.Σ. για τις υπηρεσίες που παρέχουν βάσει ειδικής σύμβασης εργασίας, εφόσον είναι ασφαλισμένα σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστικό ταμείο εκτός του Ι.Κ.Α. Επιπλέον, με τις ίδιες διατάξεις προβλέπεται πλέον ότι η ίδια παρακράτηση φόρου θα ενεργείται και επί των μισθών και των κάθε είδους λοιπών απολαβών που καταβάλλονται από Ε.Π.Ε. σε εταίρους της για την παροχή των υπηρεσιών τους σε αυτή εφόσον οι αμοιβές αυτές θεωρούνται εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις. Με τη διενέργεια της παρακράτησης αυτής θα εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα εισοδήματα αυτά.

Ο πιο πάνω συντελεστής θα εφαρμόζεται στο ποσό το οποίο θα προκύπτει μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται και των αναλογούντων τελών χαρτοσήμου. Η παρακράτηση αυτή θα διενεργείται κατά την καταβολή των υπόψη μισθών και απολαβών ενώ για την απόδοση του φόρου θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 59 του Κ.Φ.Ε.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για μισθούς και λοιπές απολαβές που βαρύνουν διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1.1.2003 και μετά.

4. Με την παρ. 4 αντικαταστάθηκε η παρ. 3 του άρθρου 60 του Κ.Φ.Ε. για νομοτεχνικούς λόγους (σωστή απαρίθμηση των διατάξεων περί παρακρατήσεως φόρου εισοδήματος).

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. Με τις νέες διατάξεις ορίζεται πλέον ότι όλα τα νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα (Α.Ε., Ε.Π.Ε., συνεταιρισμοί, δημόσιες επιχειρήσεις, αλλοδαπές επιχειρήσεις κλπ.) ή μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, φορολογούνται με 35% για το συνολικό φορολογητέο εισόδημα.

Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις διατηρείται η φορολόγηση με 10% των εισοδημάτων που αποκτούν από την εκμίσθωση οικοδομών και γαιών τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τα κοινωφελή ιδρύματα, καθώς και τα περιοριστικά αναφερόμενα και στις αντικατασταθείσες διατάξεις νομικά πρόσωπα (Ιεροί Ναοί, Ιερές Μητροπόλεις, Ιερές Μονές, Αποστολική Διακονία, Ιερά Μονή Πάτμου). Τέλος, με τις νέες διατάξεις στη φορολογία με 10% υπήχθησαν και τα εισοδήματα από εκμίσθωση οικοδομών και γαιών που αποκτούν στην Ελλάδα η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και οι Ιερές Σταυροπηγιακές Μονές Κύπρου.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού προβλέπεται πλέον η έκπτωση από το φόρο που προκύπτει με τις γενικές διατάξεις σε βάρος των ημεδαπών ανωνύμων εταιριών, Ε.Π.Ε., δημοσίων επιχειρήσεων κλπ., του φόρου που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε από το δικαιούχο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 12 και της παρ. 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. Η ρύθμιση αυτή είναι κατ’ ουσία νομοτεχνικής φύσης και κρίθηκε αναγκαία λόγω της φορολόγησης των υπόψη εισοδημάτων με τις γενικές διατάξεις.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου αυτού, εφαρμόζονται για τα εισοδήματα οικονομικού έτους 2003 και μετά.

 

 

 

 

Άρθρο 9

Άλλες ρυθμίσεις και μεταβατικές διατάξεις

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού προστέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 6 του Κ.Φ.Ε. περίπτωση ι’ με βάση την οποία, τα κέρδη που μοιράζουν κάθε χρόνο τα αμοιβαία κεφάλαια του Ν.1969/1991 ή του Ν.2778/1999 καθώς και η πρόσθετη αξία που αποκτούν οι μεριδιούχοι τους από την εξαγορά μεριδίων σε τιμή ανώτερη της τιμής κτήσης, απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 18 του Ν.1969/1991 και της παρ. 2 του άρθρου 20 του Ν.2778/1999.

Οι πιο πάνω απαλλαγές ίσχυαν και μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.3091/2002, βάσει των διατάξεων των πιο πάνω ειδικών νόμων και απλώς τώρα ενσωματώθηκαν στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις οι πιο πάνω απαλλαγές επεκτείνονται και για τα εισοδήματα που προκύπτουν από αμοιβαία κεφάλαια που έχουν συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σημειώνεται, ότι αν δικαιούχος των υπόψη εισοδημάτων είναι νομικό πρόσωπο της παρ. 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (Α.Ε., Ε.Π.Ε., κ.λπ.) θα έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. δηλαδή, το μέρος αυτών που αντιστοιχεί στα διανεμόμενα κέρδη, φορολογείται με τις γενικές διατάξεις. Επίσης, από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι οι μεσολαβούσες τράπεζες δεν θα προβαίνουν πλέον σε παρακράτηση φόρου 20% για τα πιο πάνω εισοδήματα που αποκτούν κάτοικοι Ελλάδος, φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή από τη δημοσίευση του νόμου, δηλαδή για εισοδήματα που αποκτώνται από 24 Δεκεμβρίου 2002 και μετά.

2. Mε τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού μειώθηκε από τριάντα τοις εκατό (30%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) ο φόρος που οφείλεται με βάση την περίπτωση β’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε (στο κέρδος που προέρχεται από την εκχώρηση ή μεταβίβαση δικαιώματος συναφούς με την άσκηση επιχείρησης ή επαγγέλματος, της άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών Δ.Χ. καθώς και από παραίτηση από μισθωτικά δικαιώματα). Επίσης, μειώθηκε από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) ο οριζόμενος από την περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. φόρος επί του ποσού που καταβάλλει ο μισθωτής στον εκμισθωτή πέραν των μισθωμάτων.

Οι πιο πάνω μειωμένοι συντελεστές αυτοτελούς φορολόγησης ισχύουν σύμφωνα με την περίπτωση ζ’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της ίδιας παραγράφου αυξάνεται από δέκα τοις εκατό (10%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) ο οριζόμενος από τις διατάξεις της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης β’ της παρ.6 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε., συντελεστής παρακράτησης φόρου επί των αποζημιώσεων ή δικαιωμάτων που καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις ή φυσικά πρόσωπα για τη χρήση ή παραχώρηση χρήσης στην Ελλάδα κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών ταινιών, μαγνητοταινιών για ραδιοφωνικές εκπομπές και για την αναπαραγωγή βιντεοκασετών.

Δηλαδή, μετά την τροποποίηση αυτή καθιερώνεται ενιαίος συντελεστής φορολογίας για τα πάσης φύσεως δικαιώματα που καταβάλλονται στην αλλοδαπή με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν υφίσταται σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας μεταξύ Ελλάδος και της χώρας της οποίας είναι κάτοικος ο δικαιούχος των υπόψη δικαιωμάτων. Ο αυξημένος συντελεστής παρακράτησης ισχύει με βάση την περίπτωση ζ’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού για ποσά που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Επίσης, με τις ίδιες διατάξεις αυξήθηκε από δεκαεπτά και μισό τοις εκατό (17,5%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) ο οριζόμενος από την παρ. 7 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. συντελεστής παρακράτησης φόρου εισοδήματος επί των αμοιβών που καταβάλλονται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις για την κατάρτιση μελετών, σχεδίων κλπ.

Ο νέος αυτός συντελεστής παρακράτησης φόρου ισχύει σύμφωνα με την περ. ζ’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού για μελέτες, σχέδια και έρευνες που ανατίθενται σε αλλοδαπές επιχειρήσεις από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά.

Επομένως, αν σε μία αλλοδαπή επιχείρηση καταβάλλονται από 1.1.2003 και μετά ποσά για μελέτη, σχέδιο κ.λπ., που έχει ανατεθεί σε αυτή μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2002 θα εξακολουθήσει να γίνεται παρακράτηση φόρου με τον προϊσχύσαντα συντελεστή 17,5%.

Επίσης, ο συντελεστής παρακράτησης φόρου στα έσοδα από έπαθλα ή βραβεία από την κατοχή και εκμετάλλευση δρομώνων ίππων που χρησιμοποιούνται σε αγώνες ιπποδρομίου αυξάνεται από δεκαπέντε τοις εκατό (15%) σε είκοσι τοις εκατό (20%).

Η ανωτέρω αύξηση του συντελεστή ισχύει για ποσά που καταβάλλονται από 1.1.2003 και μετά.

3. Mε τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού καταργούνται οι περιπτώσεις δ’ και η’ της παρ. 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. με τις οποίες προβλεπόταν η παρακράτηση φόρου 20% στην επιχειρηματική αμοιβή των διαχειριστών-εταίρων των εταιριών περιορισμένης ευθύνης και η απόδοση -κατά την διάρκεια της χρήσεως- φόρου 20% από τις Ε.Π.Ε. έναντι του οφειλόμενου φόρου επί της επιχειρηματικής αμοιβής.

Οι καταργήσεις αυτές αφορούν, σύμφωνα με την ίδια παράγραφο, στις διαχειριστικές περιόδους των Ε.Π.Ε. οι οποίες αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2003 και μετά και έγιναν για νομοτεχνικούς λόγους, μετά την κατάργηση, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο και στην παρ. 8 του παρόντος άρθρου, της επιχειρηματικής αμοιβής των διαχειριστών-εταίρων και την υπαγωγή σε φορολογία με 35% των συνολικών κερδών των εταιριών περιορισμένης ευθύνης. Κατά συνέπεια, τα καθαρά κέρδη των Ε.Π.Ε., που προέκυψαν κατά την διαχειριστική περίοδο 1.1.2002-31.12.2002 ή θα προκύψουν κατά τη διαχειριστική περίοδο 1.7.2002-30.6.2003, θα υπαχθούν σε φορολογία με το παλαιό καθεστώς, δηλαδή ένα μέρος αυτών στο όνομα των διαχειριστών-εταίρων και ένα μέρος στο όνομα της εταιρίας.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση α’ της παρ. 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. για νομοτεχνική τακτοποίηση λόγω θέσπισης νέας κλίμακας για μισθωτούς – συνταξιούχους.

Με βάση την κλίμακα (α) της παρ. 1 καθώς και το πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση σε ετήσιο καθαρό εισόδημα. Σημειώνεται ότι εκ παραδρομής αναφέρεται στο νόμο το τρίτο εδάφιο αντί του δευτέρου εδαφίου, καθόσον το άθροισμα του ποσού του πρώτου και του δεύτερου κλιμακίου, πρέπει να ισούται με το συνολικό ποσό εισοδήματος που αντιστοιχεί στο δεύτερο κλιμάκιο.

5. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του νόμου αυτού αντικαθίσταται η περίπτωση στ’ της παρ. 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε. για νομοτεχνική προσαρμογή λόγω αναρίθμησης της παρ. 4 του άρθρου 9 του Κ.Φ.Ε. σε παρ. 6.

Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου σύμφωνα με την περίπτωση α του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

6. Με τις διατάξεις της παρ. 7 αντικαταστάθηκε η περίπτωση α του άρθρου 102 του Κ.Φ.Ε., σχετικά με τη χρονική διάρκεια του οικονομικού έτους, τα κέρδη του οποίου φορολογούνται στο όνομα των νομικών προσώπων της παρ.1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. (Α.Ε., Ε.Π.Ε., συνεταιρισμοί, αλλοδαπές επιχειρήσεις).

Ειδικότερα, ενώ με τις προηγούμενες διατάξεις το οικον. έτος περιελάμβανε το χρονικό διάστημα 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι και 31 Αυγούστου του επόμενου (οικονομικού) έτους, με τις νέες διατάξεις περιλαμβάνει το χρονικό διάστημα 1ης Αυγούστου μέχρι 31 Ιουλίου του επόμενου (οικονομικού) έτους. Η τροποποίηση αυτή έγινε για λόγους προσαρμογής προς τις διατάξεις της περ. α΄ της παρ.2 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. με τις οποίες προβλέπεται ότι η προθεσμία υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των πιο πάνω νομικών προσώπων λήγει την 10η ημέρα του πέμπτου μήνα από την ημερομηνία λήξης της διαχειριστικής περιόδου, ώστε να καλυφθούν και οι περιπτώσεις των νομικών προσώπων που κλείνουν ισολογισμό με 31 Αυγούστου και η προθεσμία υποβολής της δήλωσής τους λήγει στις 10 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την περ. γ΄ του άρθρου 30 του Ν.3091/2002 από τα εισοδήματα του οικον. έτους 2003 και μετά.

Διευκρινίζεται ότι οι δηλώσεις των νομικών προσώπων που έκλεισαν τη διαχειριστική τους περίοδο στις 31 Αυγούστου 2002 χαρακτηρίζονται ως δηλώσεις του οικον. έτους 2002 (και επομένως τα κέρδη τους θα φορολογηθούν με 37,50%) γιατί η διαχειριστική περίοδός τους άρχισε την 1η Σεπτεμβρίου 2001 και όχι από την 1η Αυγούστου που ορίζει ο νόμος.

7. Με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου αυτού καταργείται η επιχειρηματική αμοιβή από τα κέρδη των Ε.Π.Ε. τα οποία προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά. Κατά συνέπεια, όπως ήδη έχει αναφερθεί πιο πάνω, αναφορικά με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 8 του νόμου αυτού, τα συνολικά κέρδη των εταιριών αυτών, που θα προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν μέσα στο έτος 2003 και μετά, θα φορολογούνται με συντελεστή 35%, όπως δηλαδή συμβαίνει και με τα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε.

8. Με τις διατάξεις των παρ. 9, 10, 11 και 12 του άρθρου 9 του νόμου αυτού γίνεται νομοτεχνική τακτοποίηση στο πρώτο, δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ζ’ Ψηφίσματος του έτους 1975 της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής με αντικατάσταση ή πρόσθεση λέξεων ή φράσεων ως εξής:

Πρώτο εδάφιο παρ. 1 οι λέξεις «των παρ. 1 και 2» αντικαθίστανται με τις λέξεις «των παρ. 1,2 και 3».

Δεύτερο εδάφιο παρ. 1 μετά τη φράση «τότε οι εκπτώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 8» προστίθεται η φράση «και οι μειώσεις του φόρου που προβλέπονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων α’, β’, γ’ και δ’ της παρ. 3 του άρθρου 9».

Τέταρτο εδάφιο παρ. 1 οι λέξεις «της περίπτωσης θ’ της παρ. 1 του άρθρου 8» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της περίπτωσης δ’ της παρ. 3 του άρθρου 9».

Πέμπτο εδάφιο παρ. 1 μετά τις λέξεις «της παρ. 2» προστίθενται οι λέξεις «καθώς και της περίπτωσης ε’ και των τριών επόμενων αυτής εδαφίων της παρ. 3».

Οι διατάξεις αυτών των παραγράφων σύμφωνα με την περίπτωση α’ του άρθρου 30 του νόμου αυτού, ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται ή δαπάνες που πραγματοποιούνται, κατά περίπτωση, από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά.

9. Με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου αυτού διευκρινίζεται, ότι και μετά την έναρξη ισχύος του κοινοποιούμενου νόμου (24.12.2002) διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 31 του Ν.2682/1999 (ΦΕΚ 16 Α’). Κατά συνέπεια, και μετά την προαναφερόμενη ημερομηνία εξακολουθούν να απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος οι τόκοι των ομολογιακών δανείων τα οποία εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο όταν δικαιούχοι των τόκων αυτών είναι επενδυτές, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού.

10. Με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου αυτού, η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του Ν.Δ.1297/1972 προθεσμία που έληγε την 31η Δεκεμβρίου 2002, παρατείνεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2005. Κατά συνέπεια, οι προβλεπόμενες από το Ν.Δ.1297/1972 φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις ισχύουν για τις συγχωνεύσεις, μετατροπές κ.λπ. μετασχηματισμούς επιχειρήσεων που θα ολοκληρωθούν μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2005.

Διευκρινίζεται ότι: 1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.2954/2001 στις απαλλαγές που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν.Δ.1297/1972 δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φόρος Συγκέντρωσης Κεφαλαίων ως προς τον οποίο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 17 - 31 του Ν.1676/86.

2) Οι απαλλαγές του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος δεν καταλαμβάνουν το τέλος άδειας του άρθρου 26 του Ν.2873/2000 δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, από το τέλος άδειας απαλλάσσονται μόνο οι δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και οι ανάπηροι για τις άδειες που αφορούν αναπηρικά αυτοκίνητα που είναι ειδικά διασκευασμένα για αναπήρους.

11. Με τις διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου αυτού, απαλλάσσονται πλέον από το φόρο εισοδήματος και τα μερίσματα που διανέμει ναυτική εταιρία του Ν.959/1979 η οποία έχει υπαχθεί στο άρθρο 26 του Ν.27/1975 και η οποία διαχειρίζεται πλοίο με ελληνική σημαία. Υπενθυμίζεται, ότι η υπόψη απαλλαγή ίσχυε μόνο αν η ναυτική εταιρία του Ν.959/1979, η οποία είχε υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 26 του Ν.27/1975, διαχειριζόταν πλοία με ξένη σημαία.

Οι πιο πάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή για μερίσματα που θα διανεμηθούν από 24.12.2002 και μετά.

 

 

 

 

Άρθρο 21

Τροποποίηση του Ν.2601/1998 και άλλες διατάξεις

 

Με την παρ. 1 του άρθρου αυτού προστέθηκε στο άρθρο 6 του Ν.2601/1998 νέα παρ. 35, σύμφωνα με την οποία, για την αναγνώριση του καινούργιου και σύγχρονου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού ως ενισχυόμενη δαπάνη απαιτείται, σε περίπτωση που το κόστος υπερβαίνει τα 300.000 ευρώ για κάθε μηχάνημα ή λοιπό εξοπλισμό, η αγορά από την υπαγόμενη επιχείρηση, ή την εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, εφόσον η επένδυση γίνεται μέσω σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, να έχει γίνει απευθείας από τον κατασκευαστικό οίκο, ανεξάρτητα εάν αυτός είναι στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Περαιτέρω προβλέπεται, ότι στην περίπτωση που η αγορά πραγματοποιείται από άλλη επιχείρηση (πλην του κατασκευαστικού οίκου) θα πρέπει τα παραστατικά αγοράς να συνοδεύονται σε κάθε περίπτωση από επικυρωμένο αντίγραφο παραστατικού πώλησης από τον κατασκευαστικό οίκο προς την επιχείρηση από την οποία προμηθεύτηκε ο φορέας της επένδυσης (υπαγόμενη επιχείρηση στις διατάξεις του Ν.2601/1998) ή η εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης κατά περίπτωση.

Επομένως, αν το μηχάνημα έχει αγορασθεί από εμπορική επιχείρηση του εσωτερικού ή του εξωτερικού, θα πρέπει εκτός από το δικό της τιμολόγιο να υπάρχει και αντίγραφο του τιμολογίου πώλησης της κατασκευάστριας εταιρείας προς την εμπορική (προμηθεύτρια της ελληνικής) και σε αυτό, να υπάρχει βεβαίωση της κατασκευάστριας εταιρείας ότι το συγκεκριμένο μηχάνημα έχει πωληθεί από την ίδια προς την συγκεκριμένη εμπορική επιχείρηση, ημεδαπή ή αλλοδαπή.

Σε αντίθετη περίπτωση, η επιχείρηση δε δικαιούται να σχηματίσει αφορολόγητη έκπτωση από τα κέρδη της για το μηχάνημα αξίας άνω των 300.000 ευρώ που αγόρασε και σε περίπτωση που αυτή σχηματίσει δεν πρέπει να αναγνωρισθεί από το φορολογικό έλεγχο.

Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή σύμφωνα με την περίπτωση β’ της νέας παρ. 35 για αγορές ή χρηματοδοτικές μισθώσεις μηχανολογικού ή λοιπού εξοπλισμού που πραγματοποιούνται από 1 Ιανουαρίου 2003 και μετά.

 

 

 

 

Άρθρο 22

Φορολογικές ρυθμίσεις «Αθήνα 2004»

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε η περίπτωση στ’ της παρ. 13 του άρθρου 2 του Ν.2598/1998, αναφορικά με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων της αξίας των χορηγιών ή δωρεών που πραγματοποιούν προς την «Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004 Α.Ε.». Στις νέες διατάξεις επαναλαμβάνονται όσα αναφέρονταν και στις προηγούμενες και επιπλέον, ορίζεται πλέον ρητά ότι από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων εκπίπτουν και οι δωρεές σε είδος προς την ανωτέρω Εταιρία.

Επίσης, με τις νέες διατάξεις ορίζεται ρητά, ότι για την έκπτωση των χορηγιών και δωρεών προς την «Ο.Ε.Ο.Α. – Αθήνα 2004 Α.Ε.» δεν απαιτείται η τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 31 του Ν.2238/1994 και επομένως αυτές δε θα υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου και περαιτέρω, δεν απαιτείται η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε τραπεζικό λογαριασμό.

Τα παραπάνω έχουν ήδη γίνει δεκτά από τη Διοίκηση με την 1077160/10691/Β0012/ΠΟΛ. 1228/20.9.2002 ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν.2992/2002 και κατά συνέπεια με τις κοινοποιούμενες διατάξεις δεν επέρχεται καμία μεταβολή στα ισχύοντα.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι προϋπόθεση έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδα των ημεδαπών επιχειρήσεων των χρηματικών ποσών που δωρίζουν στην «Ο.Ε.Ο.Α. - Αθήνα 2004 Α.Ε.» σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. στ’ της παρ. 13 του άρθρου 2 του Ν.2598/1998, προκειμένου αυτές να προσδιορίσουν τα φορολογητέα τους κέρδη, είναι τα χρηματικά αυτά ποσά να προέρχονται αποδεδειγμένα από έσοδα συναλλαγών μεταξύ των χορηγών και των πελατών τους.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 22 του νόμου αυτού καθορίζεται η αυτοτελής φορολόγηση με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) επί των ακαθαρίστων μισθωμάτων των κατοικιών που εκμισθώνονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 82 του Ν.3057/10.10.2002 (ΦΕΚ 239Α).

Ο υπόχρεος καταβάλλει το φόρο εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης σε τρία αντίτυπα στην αρμόδια για τη φορολογία του ΔΟΥ μέχρι τις 10 Οκτωβρίου 2004. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα εισοδήματα αυτά, τα οποία δεν επιβαρύνονται με άλλο άμεσο ή έμμεσο φόρο υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου.

Στις διατάξεις αυτής της παραγράφου δεν συμπεριλαμβάνονται τα παραθεριστικά ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα τα οποία είναι χαρακτηρισμένα από τον Ε.Ο.Τ. με σήμα Α’, Β’ ή Γ’ τάξης.

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζεται η απόδοση του φόρου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή αυτής της παραγράφου, όπως η δυνατότητα κατάθεσης των δηλώσεων και από τις αναδόχους εταιρίες ή τα διαμεσολαβήσαντα τουριστικά ή κτηματομεσιτικά γραφεία.

4. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου αυτού προστίθεται περίπτωση θ’ στην παρ. 13 του άρθρου 2 του Ν.2598/1998.

Με τις νέες διατάξεις ορίζεται, ότι η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων από οποιονδήποτε τρίτο προς την Εταιρία χωρίς αντάλλαγμα, καθώς και οι δαπάνες για την ανακαίνιση και διαρρύθμιση των ακινήτων αυτών που πραγματοποιούνται από την Εταιρία, δε θεωρούνται εισόδημα για τον παραχωρούντα τη χρήση των ακινήτων, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 20 και του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης β’ της παρ. 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Λόγω της γενικής διατύπωσης των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται, ότι αυτές έχουν εφαρμογή ανεξάρτητα αν το ακίνητο του οποίου παραχωρείται η χρήση ανήκει σε φυσικό πρόσωπο ή επιχείρηση οποιασδήποτε νομικής μορφής.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 24 Δεκεμβρίου 2002 και μετά.

 

 

 

 

 

Άρθρο 25

Πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α.Α. από Ειδικούς Διαπραγματευτές

 

1. Με τις διατάξεις της περίπτωσης Α’ της παρ. 3 του άρθρου αυτού, εξαιρούνται από τον οριζόμενο, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν.2579/1998, φόρο 3%o oι πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, εφόσον οι πωλήσεις αυτές διενεργούνται από Ειδικούς Διαπραγματευτές του άρθρου 22Α του Ν.1806/1998, ή του άρθρου 6 του Ν.2733/1999, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των σχετικών υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης που αναλαμβάνουν για τις μετοχές αυτές.

Επιπλέον, με βάση τις ίδιες διατάξεις, από τον πιο πάνω φόρο εξαιρούνται επίσης οι χρηματιστηριακές πωλήσεις μετοχών εισηγμένων στο ίδιο Χρηματιστήριο, εφόσον διενεργούνται από Ειδικούς Διαπραγματευτές του άρθρου 13 του Ν.2533/1997, όπως ισχύει, προκειμένου έτσι να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι που αναλαμβάνουν από την εκτέλεση των σχετικών υποχρεώσεών τους ειδικής διαπραγμάτευσης στις συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (Κ.Α.Α.), δε θα χρεώνει με τον υπόψη φόρο τους Ειδικούς Διαπραγματευτές, εφόσον οι σχετικές πωλήσεις διακρίνονται κατά την εκκαθάριση, από τις λοιπές χρηματιστηριακές συναλλαγές των Ειδικών Διαπραγματευτών, με ευθύνη τους, μέσω του συστήματος αϋλων τίτλων του Κ.Α.Α.. Κατά συνέπεια, προκειμένου το Κ.Α.Α. να μην παρακρατεί το σχετικό φόρο, απαιτείται, οι Ειδικοί Διαπραγματευτές να προσδιορίζουν με δική τους ευθύνη τις εξαιρούμενες από τον πιο πάνω φόρο χρηματιστηριακές πωλήσεις μέσω του αναφερόμενου συστήματος αϋλων τίτλων.

Οι πιο πάνω διατάξεις έχουν εφαρμογή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από 24.12.2002 και μετά.

2. Με τις διατάξεις της περ. Β’ της παρ. 3 του άρθρου αυτού, εξαιρούνται από τον αναφερόμενο πιο πάνω φόρο 3%ο, οι παραδόσεις που διενεργούνται από τους Ειδικούς Διαπραγματευτές του άρθρου 13 του Ν.2533/1997 στο πλαίσιο της ειδικής διαπραγμάτευσης και σε εκτέλεση υποχρεώσεων πώλησης εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Παραγώγων Αξιών χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Διευκρινίζεται, ότι η εξαίρεση αυτή αφορά και παραδόσεις που τυχόν έγιναν και πριν τη δημοσίευση του κοινοποιούμενου νόμου (24.12.2002) καθόσον, και κατά το χρόνο αυτό δεν υπήρχε σύμφωνα με το σκεπτικό της με αρ.330/2002 Γνωμοδότησης του Ν.Σ.Κ. (Β’ Τμήμα), υποχρέωση από το νόμο για την επιβολή του σχετικού φόρου.

Τέλος, σημειώνεται ότι για την απαλλαγή αυτή, όσον αφορά τις παραδόσεις που διενεργούνται από τους αναφερόμενους πιο πάνω Ειδικούς Διαπραγματευτές, δεν αποτελεί προϋπόθεση η εκκαθάριση μέσω του αναφερόμενου στις πιο πάνω διατάξεις ειδικού κωδικού καθόσον, η προϋπόθεση αυτή στερείται πρακτικής σημασίας δεδομένου, ότι, όπως αναφέρθηκε ήδη, όλες εν γένει οι παραδόσεις εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετοχών, που διενεργούν οι συναλλασσόμενοι στα πλαίσια συμβάσεων πώλησης παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων εξαιρούνται του σχετικού φόρου 3%.

 

 

 

 

 

Άρθρο 28

Αναπροσαρμογή της αναπόσβεστης αξίας των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων των τραπεζικών και ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών, καθώς και των Α.Ε. με μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α.Α.

 

1. Με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού, παρέχεται η δυνατότητα αποκλειστικά και μόνο στις τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με τη μορφή της Α.Ε., ανεξάρτητα αν οι μετοχές τους είναι εισηγμένες ή όχι στο Χ.Α.Α. και σε όλες γενικά τις ημεδαπές Α.Ε. των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α., να αναπροσαρμόζουν κάθε χρόνο την αναπόσβεστη αξία των ακινήτων ιδιοκτησίας τους τα οποία ιδιοχρησιμοποιούν, στην αξία η οποία προκύπτει με βάση τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων. Όπως έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση οι μετοχές μιας ανώνυμης εταιρίας θεωρούνται εισηγμένες όταν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία εισαγωγής τους στο Χ.Α.Α., έστω και αν δεν έχει αρχίσει η διαπραγμάτευσή τους (1013143/10144/Β0012/2000 και 1018958/10168/Β0012/1999 έγγραφά μας). Όπως προκύπτει από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών, η υπόψη αναπροσαρμογή είναι δυνητική και αφορά ισολογισμούς που κλείνουν οι πιο πάνω εταιρίες με 31 Δεκεμβρίου 2002 και μετά. Περαιτέρω όμως, αν μία υποκείμενη στις διατάξεις αυτές εταιρία αποφασίσει την αναπροσαρμογή, θα πρέπει να αναπροσαρμόσει την αναπόσβεστη αξία όλων των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων, με εξαίρεση τα ακίνητα για τα οποία με την εφαρμογή των αντικειμενικών αξιών δεν προκύπτει υπεραξία, καθόσον στην περίπτωση αυτή η αναπροσαρμογή θα απέβαινε σε βάρος των επιχειρήσεων λόγω απώλειας αποσβέσεων. Επειδή ο νόμος αναφέρεται σε ακίνητα συνάγεται, ότι η αναπροσαρμογή καταλαμβάνει και τα ιδιοχρησιμοποιούμενα γήπεδα (οικόπεδα), ανεξάρτητα αν σε αυτά έχουν ανεγερθεί κτίρια ή όχι. Επίσης, προκύπτει ότι δεν πρέπει να αναπροσαρμόζεται η αναπόσβεστη αξία των ακινήτων που είτε είναι εκμισθωμένα ή κενά κατά το χρόνο της αναπροσαρμογής.

Ενόψει των ανωτέρω και επειδή υπάρχει περίπτωση να προκύπτει υπεραξία με την εφαρμογή της αντικειμενικής αξίας, αλλά όμως αυτή να είναι μικρότερη από την αξία κτήσης του ακινήτου (έτσι όπως αυτή εμφανίζεται στα βιβλία), η αναπροσαρμογή θα γίνει με την προσθήκη της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή στην εμφανιζόμενη στα βιβλία αξία κτήσης. Ως υπεραξία αναπροσαρμογής θα λαμβάνεται η διαφορά μεταξύ της νέας αναπόσβεστης αξίας (αντικειμενικής αξίας) και της αναπόσβεστης αξίας που προκύπτει από τα βιβλία.

Για λογιστικούς σκοπούς, οι αποσβέσεις θα διενεργούνται επί της νέας (αναπροσαρμοσμένης) αξίας κτήσης του ακινήτου, φορολογικά όμως θα αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, μόνον εκείνες που αντιστοιχούν στην αρχική αξία κτήσης του ακινήτου, όπως αυτή εμφανιζόταν στα βιβλία της επιχείρησης πριν την αναπροσαρμογή.

Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, παραθέτουμε τα ακόλουθα παραδείγματα:

 

Παράδειγμα 1ο

Ανώνυμη εταιρία με μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α.Α., η οποία κλείνει ισολογισμό με 31 Δεκεμβρίου 2002, έχει μεταξύ άλλων στην κυριότητά της ένα κτίριο αξίας 1.000.000 ευρώ, το οποίο ιδιοχρησιμοποιεί. Η αξία του κτιρίου αυτού ανέρχεται την 31.12.2002, βάσει αντικειμενικών αξιών, σε 900.000 ευρώ. Οι διενεργηθείσες μέχρι 31.12.2002 αποσβέσεις ανέρχονται συνολικά σε 200.000 ευρώ. Ο συντελεστής απόσβεσης του πιο πάνω κτιρίου είναι 8%.

Επειδή η αντικειμενική αξία του κτιρίου (900.000 ευρώ) είναι μεγαλύτερη από την αναπόσβεστη αξία αυτού (1.000.000 – 200.000 = 800.000 ευρώ), με αποτέλεσμα να προκύπτει υπεραξία 100.000 ευρώ, αλλά όμως υπολείπεται της αρχικής αξίας κτήσης αυτού (1.000.000 ευρώ), η αναπροσαρμογή της αξίας του ιδιοχρησιμοποιούμενου κτιρίου της επιχείρησης θα γίνει ως ακολούθως:

Υπεραξία αναπροσαρμογής:

Αντικειμενική αξία – αναπόσβεστη αξία βάσει βιβλίων = 900.000 – 800.000 = 100.000

Αναπροσαρμογή αξίας κτιρίου :

 

 

 

 

Αρχική αξία κτήσης

:

1.000.000

 

 

Πλέον υπεραξία αναπροσαρμογής

:

   100.000

 

 

Αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης

:

1.100.000

 

 

Μείον συσσωρευμένες αποσβέσεις

:

   200.000

  900.000

 

ΑΝΑΠΟΣΒΕΣΤΗ ΑΞΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

 

900.000

 

 

Μείον

 

 

 

 

Αρχική αξία κτήσης

:

1.000.000

 

 

Μείον συσσωρευμένες αποσβέσεις

:

200.000

800.000

 

ΑΝΑΠΟΣΒΕΣΤΗ ΑΞΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ

 

800.000

ΥΠΕΡΑΞΙΑ       

 

100.000

 

Για λογιστικούς σκοπούς, η πιο πάνω ανώνυμη εταιρία θα υπολογίζει αποσβέσεις επί της αναπροσαρμοσμένης αξίας κτήσης του κτιρίου, δηλαδή: 1.100.000 x 8% = 88.000.

Φορολογικά όμως έχει δικαίωμα να εκπέσει μόνο τις υπολογιζόμενες αποσβέσεις επί της αρχικής (πριν την αναπροσαρμογή) αξίας κτήσης του κτιρίου, δηλαδή:

1.000.000 x 8% = 80.000.

Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι οι μη αναγνωριζόμενες φορολογικά αποσβέσεις ανέρχονται σε 8.000 ευρώ (88.000 – 80.000), οι οποίες θα πρέπει να προστεθούν ως λογιστική διαφορά με την υποβολή της ετήσιας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος της εταιρίας αυτής.

Επισημαίνεται, ότι αν στο πιο πάνω παράδειγμα, η αντικειμενική αξία του κτιρίου ήταν 700.000 ευρώ, η επιχείρηση δεν θα προέβαινε σε αναπροσαρμογή της αξίας του κτιρίου αυτού, καθόσον δεν θα προέκυπτε καμία υπεραξία.

Όσον αφορά το γήπεδο επί του οποίου υφίσταται το κτίριο, θα γίνει χωριστή αναπροσαρμογή, καθόσον παρακολουθείται σε χωριστούς λογαριασμούς.

 

Παράδειγμα 2ο

Ανώνυμη εταιρία με μετοχές εισηγμένες στο Χ.Α.Α., η οποία κλείνει ισολογισμό με 31 Δεκεμβρίου 2002, έχει στην κυριότητά της ένα κτίριο αξίας 1.000.000 ευρώ, το οποίο ιδιοχρησιμοποιεί. Η αξία του κτιρίου αυτού ανέρχεται την 31.12.2002, βάσει αντικειμενικών αξιών, σε 1.100.000 ευρώ. Οι διενεργηθείσες μέχρι 31.12.2002 αποσβέσεις ανέρχονται συνολικά σε 200.000 ευρώ. Ο συντελεστής απόσβεσης του πιο πάνω κτιρίου είναι 8%.

Βάσει των ανωτέρω δεδομένων, η αναπροσαρμογή της αξίας του ιδιοχρησιμοποιούμενου κτιρίου της επιχείρησης θα γίνει ως ακολούθως:

Υπεραξία αναπροσαρμογής :

Αντικειμενική αξία – αναπόσβεστη αξία βάσει βιβλίων =

1.100.000 – 800.000 = 300.000

Αναπροσαρμογή αξίας κτιρίου :

 

 

 

 

Αρχική αξία κτήσης

:

1.000.000

 

 

Πλέον υπεραξία αναπροσαρμογής

:

300.000

 

 

Αναπροσαρμοσμένη αξία κτήσης

:

1.300.000

 

 

Μείον συσσωρευμένες αποσβέσεις

:

200.000

1.100.000

 

ΑΝΑΠΟΣΒΕΣΤΗ ΑΞΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

 

1.100.000

Μείον

 

 

 

 

Αρχική αξία κτήσης

:

1.000.000

 

 

Μείον συσσωρευμένες αποσβέσεις

:

200.000

800.000

 

ΑΝΑΠΟΣΒΕΣΤΗ ΑΞΙΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ

 

800.000

ΥΠΕΡΑΞΙΑ       

 

300.000

 

 

Υπολογισμός αποσβέσεων:

 

 

Λογιστικές αποσβέσεις

1.300.000 x 8% =

104.000

Φορολογικά αναγνωριζόμενες αποσβέσεις

1.000.000 x 8% =

80.000

Μη εκπιπτόμενες αποσβέσεις

 

24.000

 

Το ποσό της υπεραξίας που προκύπτει από την αναπροσαρμογή, δεν προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα των εταιριών που έκαναν χρήση των διατάξεων, προκειμένου έτσι να προσδιοριστούν τα φορολογητέα κέρδη τους, αλλά φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή δύο τοις εκατό (2%) στο όνομα της εταιρίας.

Ολόκληρο το ποσό της υπεραξίας θα μεταφέρεται απευθείας σε λογαριασμό ειδικού αποθεματικού, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με το κοινοποιούμενο άρθρο, με προορισμό το συμψηφισμό της ζημίας που προκύπτει από την αποτίμηση μετοχών ανωνύμων εταιριών, ομολογιών και λοιπών χρεογράφων καθώς και μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και συμμετοχών σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Η αποτίμηση δε αυτή, προκειμένου για το συμψηφισμό, γίνεται, όπως ορίζεται σχετικά στις διατάξεις της περίπτωσης β’ της παρ. 6 του άρθρου 43 του Κ.Ν.2190/1920, όπως ισχύει, δηλαδή στην κατ’ είδος χαμηλότερη τιμή, μεταξύ της τιμής κτήσεώς τους και της τρέχουσας τιμής.

Ο φόρος 2% που επιβάλλεται σύμφωνα με τα αναφερόμενα πιο πάνω αποδίδεται εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε., μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από την έγκριση του ισολογισμού από τη Γενική Συνέλευση. Επομένως οι ανώνυμες εταιρίες που θα προβούν σε αναπροσαρμογή της αναπόσβεστης αξίας των ιδιοχρησιμοποιούμενων ακινήτων τους με 31 Δεκεμβρίου 2002 και η έγκριση ισολογισμού γίνει στις 30 Ιουνίου 2003, θα πρέπει να αποδώσουν τον οφειλόμενο φόρο μέχρι 15 Ιουλίου 2003. Ο φόρος δε αυτός, δε θα εκπίπτεται από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης για τον προσδιορισμό των φορολογητέων κερδών της.

Στην περίπτωση που το σχηματισθέν, σύμφωνα με τα ανωτέρω, αποθεματικό κεφαλαιοποιηθεί ή διανεμηθεί, θα φορολογηθεί με βάση τις γενικές διατάξεις και από τον αναλογούντα φόρο θα εκπεσθεί ο φόρος που καταβλήθηκε σύμφωνα με τα πιο πάνω και αντιστοιχεί στο μέρος της υπεραξίας που διανέμεται ή κεφαλαιοποιείται καθόσον σε αντίθετη περίπτωση θα είχαμε την επιβολή διπλής φορολογίας.

Τέλος, επισημαίνεται, ότι οι διατάξεις του Ν.2523/1997 αναφορικά με τις κυρώσεις κατά παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας και του άρθρου 113 του Κ.Φ.Ε. αναφορικά με τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου, θα έχουν ισχύ κατά την εφαρμογή των πιο πάνω κοινοποιούμενων διατάξεων.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού ορίζεται, ότι προκειμένου για τον υπολογισμό των αποσβέσεων που θα εκπίπτονται από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, θα λαμβάνεται ως βάση η αξία των κτισμάτων η οποία προκύπτει μετά την αναπροσαρμογή τους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του κοινοποιούμενου άρθρου. Οι αποσβέσεις δε που υπολογίστηκαν και οι οποίες αναλογούν στην υπεραξία η οποία προκύπτει από την αναπροσαρμογή αυτή, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα προκειμένου να υπολογιστεί το φορολογητέο εισόδημα των υπόψη επιχειρήσεων.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού, ορίζεται, ότι οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του κοινοποιούμενου άρθρου εφαρμόζονται ανάλογα και στα ακίνητα που περιλαμβάνονται στα περιουσιακά στοιχεία τα οποία απαρτίζουν την ασφαλιστική τοποθέτηση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

 

 

 

 

Άρθρο 29

Απόσβεση διαφοράς προκύπτουσας κατά το μετασχηματισμό επιχειρήσεων

 

1. Όπως είναι γνωστό, κατά την απορρόφηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2166/1993, επιχείρησης από ανώνυμη εταιρία, η οποία συμμετέχει στο κεφάλαιο της απορροφούμενης, προκύπτει ζημία σε βάρος της απορροφώσας όταν το ποσό του εισφερόμενου κεφαλαίου της απορροφούμενης είναι μικρότερο από την αξία κτήσης (συμμετοχές) της απορροφούμενης που εμφανίζεται στα βιβλία της απορροφώσας. Όπως έχει γίνει δεκτό με την 1039799/10359/ΠΟΛ.1080/1994 ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν.2166/1993, η ζημία αυτή δεν αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της απορροφώσας Α.Ε., αλλά μπορεί όμως να συμψηφισθεί με το σχηματισθέν «Αποθεματικό από χρεόγραφα» που έχει προέλθει από τη δωρεάν λήψη μετοχών λόγω αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων στις οποίες συμμετέχει. Τα ανωτέρω είχαν ανάλογη εφαρμογή και στην περίπτωση που η απορροφώσα Α.Ε. κατέχει μέρος των μετοχών της απορροφούμενης, καθώς και επί απορροφήσεων τραπεζών που γίνονται με βάση τις διατάξεις του Ν.2515/1997 μέσω σύνταξης ισολογισμού μετασχηματισμού.

Ήδη, με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 29 του νόμου αυτού προβλέπεται, ότι η ζημία που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω κατά την απορρόφηση οποιασδήποτε μορφής επιχείρησης από ανώνυμη εταιρία ή εταιρία περιορισμένης ευθύνης που συμμετέχει όμως στο κεφάλαιο της απορροφούμενης με ποσοστό 25% και άνω, μπορεί να συμψηφίζεται με τα αποθεματικά που έχει ήδη σχηματίσει η απορροφούμενη ή η απορροφώσα κατά το χρόνο σύνταξης του ισολογισμού μετασχηματισμού ή θα σχηματίζονται από τα κέρδη της απορροφώσας κατά τις επόμενες χρήσεις. Ο συμψηφισμός αυτός μπορεί να γίνεται είτε εφάπαξ είτε τμηματικά και ισόποσα σε δύο έτη.

Ο συμψηφισμός της πιο πάνω ζημίας δεν μπορεί να γίνει κατά ρητή διατύπωση του νόμου με αποθεματικά αναπτυξιακών νόμων (Ν.1262/82, Ν.1892/1990, Ν.2601/1998 κ.λπ.), αποθεματικά του άρθρου 38 του Ν.2238/1994, δηλαδή αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί από την πώληση μετοχών σε τιμή μεγαλύτερη από την τιμή κτήσης, αποθεματικά ειδικού σκοπού, και το τακτικό αποθεματικό. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει συμψηφισμός ούτε και με τα αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί με τις διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 10 του Α.Ν.148/1967 αφού και το αποθεματικό αυτό είχε ειδικό σκοπό, ήτοι το συμψηφισμό με ζημιές που θα προκύψουν στο μέλλον από την πώληση μετοχών. Το ίδιο ισχύει και για το αποθεματικό που έχει σχηματισθεί από την αναπροσαρμογή της αξίας των ακινήτων βάσει του Ν.2065/1992, καθόσον το αποθεματικό αυτό πρέπει υποχρεωτικά να γίνει κεφάλαιο της εταιρίας. Αντίθετα, ο συμψηφισμός μπορεί να γίνει ενδεικτικά με αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί α) από φορολογηθέντα με τις γενικές διατάξεις κέρδη παρελθουσών χρήσεων, β) από εισοδήματα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, γ) από αφορολόγητα έσοδα (π.χ. πράξεις REPOS κ.λπ.), δ) με το αποθεματικό υπέρ το άρτιο, έστω και αν δεν προέρχεται από κέρδη αφού δεν εξαιρέθηκε από το νόμο, σε αντίθεση με το τακτικό αποθεματικό.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται η αυτοτελής φορολόγηση των συμψηφιζόμενων σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο αποθεματικών με συντελεστή 17,50%, εφόσον αυτά έχουν σχηματισθεί από αφορολόγητα έσοδα ή εισοδήματα φορολογηθέντα κατ’ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης. Προς τούτο, η απορροφώσα εταιρία υποχρεούται να υποβάλει δήλωση του άρθρου 107 του Ν.2238/1994 μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του επόμενου μήνα από το μήνα που λαμβάνεται η απόφαση από τη Γενική Συνέλευση για χρησιμοποίηση του αποθεματικού προς συμψηφισμό της διαφοράς. Η γενική συνέλευση μπορεί να είναι τακτική ή έκτακτη. Ο προκύπτον φόρος καταβάλλεται σε τρεις ίσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες, η πρώτη ταυτόχρονα με την υποβολή της δήλωσης, οι δε υπόλοιπες την τελευταία εργάσιμη ημέρα των δύο (2) επόμενων, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης, μηνών. Από το ποσό του επιβαλλόμενου κατά τα ανωτέρω φόρου, εκπίπτει ο φόρος που έχει καταβληθεί και αναλογεί στο μέρος των φορολογηθέντων κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης εισοδημάτων, με τα οποία συμψηφίζεται η πιο πάνω ζημία. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος της επιχείρησης, των μετασχηματιζόμενων.

Σε περίπτωση που η γενική συνέλευση αποφασίσει το συμψηφισμό της υπόψη ζημίας με υφιστάμενα αποθεματικά σε δύο έτη, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της γενικής συνέλευσης για τη λήψη σχετικής απόφασης, σχετικά με την κεφαλαιοποίηση του υπολοίπου 50%.

Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση κατά την οποία η ανώνυμη εταιρία ή ΕΠΕ αποφασίσει το συμψηφισμό της υπόψη ζημίας με αποθεματικά τα οποία θα προκύψουν στο μέλλον.

3. Με τις διατάξεις της παρ. 3 προβλέπεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 113 του Κ.Φ.Ε. περί βεβαιώσεως, εισπράξεως κ.λπ. του Ν.2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας) και του Ν.2523/1997 (ποινολόγιο) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

4. Τέλος με τις διατάξεις της παρ. 4 ορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για απορροφήσεις, για την πραγματοποίηση των οποίων, ο ισολογισμός μετασχηματισμού συντάσσεται μέχρι και την 31 Δεκεμβρίου 2003.

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ, ΕΛΕΓΧΟΥ ΚΑΙ ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ

 

1. Με την παρ. 6 του άρθρου 9 του ανωτέρω νόμου προστίθεται νέα παρ. 10 στο άρθρο 66 του Ν.2238/1994, με τις διατάξεις της οποίας οριοθετείται σε νέα πιο ορθολογική βάση ο τακτικός έλεγχος των φορολογικών δηλώσεων των επιχειρήσεων και όλων των φορολογουμένων γενικά.

Συγκεκριμένα, με τις εν λόγω διατάξεις ορίζεται ότι ο έλεγχος διενεργείται καταρχήν μόνο στις τρεις πιο πρόσφατες ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους και μόνο εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι επιβαρυντικοί για την επιχείρηση ή το φορολογούμενο λόγοι, που καθορίζονται ρητά με τις ίδιες διατάξεις, τότε μόνο ο έλεγχος επεκτείνεται και σε άλλες ή και σε όλες τις ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή.

Με τον τρόπο αυτό γίνεται καλύτερη και πιο αποτελεσματική και αποδοτική η διαχείριση του τακτικού ελέγχου, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός κατευθύνεται πλέον εκεί που υπάρχει πραγματικό φορολογικό ενδιαφέρον και όχι κατ’ ανάγκη σε όλες τις ανέλεγκτες χρήσεις, από τις παλαιότερες προς τις νεότερες, όπως εγίνετο μέχρι τώρα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30, περ. α’ του ίδιου ως άνω νόμου 3091/2002, οι παραπάνω νέες διατάξεις ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από 1.1.2003 και μετά. Δηλαδή, επί επιχειρήσεων, οι εν λόγω διατάξεις ισχύουν για ανέλεγκτες υποθέσεις που οι τρεις πιο πρόσφατες διαχειριστικές περίοδοι λήγουν από την παραπάνω ημερομηνία και μετά.

2. Με τις διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 19 ορίζεται ότι οι διατάξεις της πιο πάνω νέας παρ. 10 του άρθρου 66 του Ν.2238/1994 ισχύουν ανάλογα και για το ΦΠΑ και τις λοιπές φορολογίες.

3. Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 18 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 ορίζεται ότι το δικαίωμα του δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρου, για υποθέσεις φόρου εισοδήματος, φόρου προστιθεμένης αξίας και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτομένων φόρων, τελών και εισφορών των προσώπων του άρθρου 2 του ΚΒΣ (υπόχρεοι σε τήρηση βιβλίων και στοιχείων) παρατείνεται για δύο ακόμη έτη πέραν του χρόνου που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις, εφόσον μέχρι τον ανωτέρω χρόνο έχουν ήδη εκδοθεί και κοινοποιηθεί ΑΕΠ ΚΒΣ σε βάρος των ανωτέρω προσώπων για παραβάσεις έκδοσης εικονικών ή πλαστών φορολογικών στοιχείων ή λήψης εικονικών ή νόθευσης φορολογικών στοιχείων.

Περαιτέρω, με τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της ίδιας παραγράφου ορίζεται ότι οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται για τις διαχειριστικές περιόδους που βαρύνονται με τα εικονικά, πλαστά ή νοθευμένα φορολογικά στοιχεία και ισχύουν για υποθέσεις για τις οποίες η προθεσμία παραγραφής λήγει από 31.12.2002 και μετά.

4. Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 19 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 ορίζεται ότι οι προθεσμίες του δικαιώματος του δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου ή πράξεων επιβολής φόρων ή τελών ή εισφορών οι οποίες έληξαν ή λήγουν την 31 Δεκεμβρίου των ετών 2002, 2004 και 2005 λήγουν αντί των ημερομηνιών αυτών την 31 Δεκεμβρίου 2003.

Με τις ανωτέρω διατάξεις και σε συνδυασμό με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της ίδιας παραγράφου οι χρήσεις 1992 έως 1997 παραγράφονται πλέον ενιαία δηλαδή την 31 Δεκεμβρίου 2003. Έτσι περιορίζεται ο χρόνος παραγραφής για τις χρήσεις 1993 και 1994 κατά ένα και δύο έτη αντίστοιχα και αυξάνεται ο χρόνος παραγραφής για τις χρήσεις 1995 και 1996 κατά ένα έτος. Με τον τρόπο αυτό ομαλοποιείται η μετάβαση από τη δεκαετή στην πενταετή παραγραφή και από 31 Δεκεμβρίου 2004 και εφεξής θα παραγράφεται ανά έτος μία χρήση σύμφωνα με το καθεστώς της πενταετούς παραγραφής.

Σύμφωνα με τις μέχρι πριν του Ν.3091/2002 ισχύουσες διατάξεις περί παραγραφής ο χρόνος παραγραφής των οικονομικών ετών 1993 έως 1998 ήταν ως ακολούθως:

Το οικονομικό έτος 1993 (χρήση 1992) παραγράφονταν στις 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1994 (χρήση 1993) παραγράφονταν στις 31.12.2004

Το οικονομικό έτος 1995 (χρήση 1994) παραγράφονταν στις 31.12.2005

Το οικονομικό έτος 1996 (χρήση 1995) παραγράφονταν στις 31.12.2002

Το οικονομικό έτος 1997 (χρήση 1996) παραγράφονταν στις 31.12.2002

Το οικονομικό έτος 1998 (χρήση 1997) παραγράφονταν στις 31.12.2003

  

Έτσι μετά την ισχύ των προαναφερθέντων διατάξεων της παρ. 19 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 ο χρόνος παραγραφής των οικονομικών ετών 1993 έως 1998 διαμορφώνεται ως εξής:

Το οικονομικό έτος 1993 (χρήση 1992) παραγράφεται στις 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1994 (χρήση 1993) παραγράφεται 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1995 (χρήση 1994) παραγράφεται 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1996 (χρήση 1995) παραγράφεται 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1997 (χρήση 1996) παραγράφεται 31.12.2003

Το οικονομικό έτος 1998 (χρήση 1997) παραγράφεται 31.12.2003

 

Επίσης τα οικονομικά έτη 1999 και επόμενα εξακολουθούν να παραγράφονται σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις που όριζαν το χρόνο παραγραφής τους.

Ο χρόνος παραγραφής για τα ανωτέρω οικονομικά έτη έχει ως εξής:

Το οικονομικό έτος 1999 (χρήση 1998) παραγράφεται στις 31.12.2004

Το οικονομικό έτος 2000 (χρήση 1999) παραγράφεται 31.12.2005

Το οικονομικό έτος 2001 (χρήση 2000) παραγράφεται 31.12.2006

Το οικονομικό έτος 2002 (χρήση 2001) παραγράφεται 31.12.2007

Το οικονομικό έτος 2003 (χρήση 2002) παραγράφεται 31.12.2008 κ.λπ.

 

Περαιτέρω με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 19 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 ορίζεται ότι οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της ίδιας παραγράφου, άρθρου και νόμου δεν ισχύουν

α) για δηλώσεις που αφορούν εισοδήματα ή πράξεις οικονομικής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκαν από 1.1.1998 και μετά

β) για δηλώσεις για τις οποίες οι προθεσμίες υποβολής τους έληγαν μέχρι 31.12.1992 και

γ) για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών, μεταβιβάσεων ακινήτων και φόρου ακίνητης περιουσίας (ΦΑΠ).

Διευκρινίζεται ότι η εξαίρεση της περίπτωσης α) αναφέρεται σε περιπτώσεις υποβολής δηλώσεων που η υποχρέωσή τους γεννήθηκε για εισοδήματα που αποκτήθηκαν ή πράξεις οικονομικής δραστηριότητας που πραγματοποιήθηκαν από 1.1.1998 και μετά. Η εξαίρεση της περίπτωσης β) αναφέρεται σε δηλώσεις που οι προθεσμίες υποβολής τους έληγαν μέχρι 31.12.1992 π.χ. δήλωση που υποβλήθηκε εντός του έτους 1992 λόγω διακοπής και η προθεσμία υποβολής έληγε μέχρι 31.12.1992 δεν την καταλαμβάνει η παράταση της παραγραφής και συνεπώς η δήλωση αυτή έχει παραγραφεί. Αντίθετα αν η προθεσμία υποβολής δήλωσης για εισοδήματα που αποκτήθηκαν το 1992 έληξε το 1993 (δήλωση οικονομικού έτους 1993) η δήλωση αυτή παραγράφεται στις 31.12.2003.

5. Τέλος, με τις διατάξεις της παρ. 20 του άρθρου 19 του Ν.3091/2002 ορίζεται ότι οι προθεσμίες περί παραγραφής των περιπτώσεων που αναφέρονται στις παρ. 18 και 19 του ιδίου άρθρου και νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε ότι αφορά το χρόνο διαφύλαξης των βιβλίων και στοιχείων του Π.Δ.186/1992 όπως ισχύει καθώς και των παραστατικών των εγγραφών.

 

 

Άρθρο 20

Κατάργηση τέλους χαρτοσήμου ασφαλιστικών αποζημιώσεων

 

Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, καταργείται το τέλος χαρτοσήμου που επιβάλλεται στις αποδείξεις πληρωμής αποζημιώσεων που καταβάλλονται από ασφαλιστικές εταιρείες για ασφαλίσεις πάσης φύσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 13 του ΚΤΧ. Επίσης καταργείται το τέλος χαρτοσήμου στους συμβιβασμούς που αφορούν τις ανωτέρω αποζημιώσεις.

Σημειώνεται ότι η διάταξη δεν καταλαμβάνει το τέλος χαρτοσήμου για τους τυχόν απορρέοντες από τις ανωτέρω ασφαλιστικές αποζημιώσεις τόκους, το τέλος χαρτοσήμου που επιβάλλεται στις αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων σε κάθε είδους ασφαλίσεις, καθώς επίσης και στα δάνεια που χορηγούνται επί ασφαλιστηρίων ζωής και στις εξαγορές των ασφαλιστηρίων ζωής.

Επίσης η κατάργηση δεν αφορά το τέλος χαρτοσήμου των αποδείξεων για καταβολή άλλων αποζημιώσεων μη ασφαλιστικών, καθώς και των συμβιβασμών που δεν αφορούν ασφαλιστικές αποζημιώσεις.

Η ανωτέρω κατάργηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ισχύει από 1.1.2003 και επομένως αφορά αποδείξεις που εκδίδονται από 1.1.2003 και συμβιβασμούς που καταρτίζονται από την ημερομηνία αυτή, ανεξάρτητα από το χρόνο που συνάφθηκαν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια.

 

 

Άρθρο 24

Με το άρθρο αυτό παρατείνεται, μέχρι 31 Μαρτίου 2003 η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 3 του Ν.3037/2002 «Απαγόρευση παιγνίων» για τον εφοδιασμό των επιχειρήσεων προσφοράς υπηρεσιών διαδικτύου με ειδική άδεια που χορηγείται από τους δήμους, τις κοινότητες ή τις Λιμενικές Αρχές, κατά περίπτωση, που έληγε την 30 Οκτωβρίου 2002.

Σχετικά άρθρα

ΣΗΜΕΙΩΣΗ! Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies και παρόμοιες τεχνολογίες.

Αν δεν αλλάξετε τις ρυθμίσεις του προγράμματος περιήγησης, συμφωνείτε με αυτό. Learn more

I understand
Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm