ΝΟΜΟΣ 3932/2011
(ΦΕΚ Α' 49/10.3.2011)
Σύσταση Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3691/2008 (ΦΕΚ 166 Α΄)
Η παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. «Αρχή»: Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 7.»
Άρθρο 2
1. Το άρθρο 7 του Ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 7
Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
1. Συνιστάται «Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» (εφεξής «Αρχή»). Σκοπός της Αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α΄).
2. Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Η έδρα της είναι στο Νομό Αττικής, σε τόπο που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Ο προϋπολογισμός της Αρχής αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών. Η ίδια η Αρχή μπορεί με απόφασή της να εγκαθιστά και να λειτουργεί γραφεία της και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
3. Για οποιαδήποτε διαφορά διοικητικής ή αστικής φύσης ανακύπτει από τη λειτουργία της Αρχής αποκλειστικά αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.
4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και ένδεκα (11) Μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους, οι οποίοι πρέπει να διαθέτουν τις αυτές ιδιότητες και προσόντα με αυτούς. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από το νόμο και τη συνείδησή τους. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά.
5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός εν ενεργεία, με γνώση της αγγλικής γλώσσας, ο οποίος επιλέγεται μαζί με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι πλήρους απασχόλησης. Ο διορισμός του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
6. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση κατά λόγο αρμοδιότητας των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι προτείνουν πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση, το ήθος τους και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό, νομικό ή επιχειρησιακό τομέα, ανάλογα με τις απαιτήσεις των επί μέρους Μονάδων της Αρχής. Ο διορισμός των τακτικών Μελών γίνεται αφού προηγηθεί γνώμη της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής για την καταλληλότητα των προτεινόμενων προσώπων. Για το σκοπό αυτόν εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία η διαδικασία των παραγράφων 3 έως 5 του άρθρου 49Α του Κανονισμού της Βουλής, η οποία κινείται με πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Στο Ν. 3691/2008 προστίθενται άρθρα 7Α, 7Β και 7Γ με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Άρθρο 7Α
Μονάδες και αρμοδιότητες της Αρχής
Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Οι Μονάδες συνεδριάζουν νόμιμα, εφόσον μετέχουν στη συνεδρίαση ο Πρόεδρος ή ο αναπληρωτής του και τα μισά τουλάχιστον από τα μέλη τους ή τους αναπληρωτές τους, και αποφασίζουν με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Οι Μονάδες και οι αρμοδιότητές τους έχουν ως εξής:1. Α΄ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών
α) Η Α΄ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και επτά (7) Μέλη της Αρχής με τους αναπληρωτές τους, με γνώση της αγγλικής γλώσσας και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και ένα από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνονται από τον αρμόδιο Υπουργό, ββ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό, γγ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της, δδ) ένα στέλεχος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιό της, εε) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και στστ) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο του Λιμενικού Σώματος που προτείνεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη.
β) Η Α΄ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή αντίστοιχης σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πενήντα (50) θέσεις, από τις οποίες οι είκοσι πέντε (25) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας, καθώς και από την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης. Δύο (2) κατ΄ ανώτατο όριο θέσεις επιστημονικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με πρόσωπα εκτός του δημοσίου τομέα, με εξαιρετικά επιστημονικά ή επαγγελματικά προσόντα και τουλάχιστον πενταετή εμπειρία στο αντικείμενο της Μονάδας. Το εν λόγω προσωπικό προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου τριετούς διάρκειας που μπορεί να ανανεώνεται για μια ακόμα φορά.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν από τα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ομοίως, διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Η Μονάδα δίνει κατευθυντήριες οδηγίες στα υπόχρεα πρόσωπα και τους ανωτέρω φορείς αναφορικά με τη διαχείριση μιας υπόθεσης που εμπίπτει στην αρμοδιότητά της.
δ) Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5. Μετά το πέρας μιας έρευνας η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί η έρευνα ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Η Μονάδα συμμετέχει σε διεθνείς φορείς ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αντίστοιχων με αυτήν αρχών, ιδίως στο Δίκτυο των Μονάδων Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FIU-Net) και στη διεθνή Ομάδα Έγκμοντ (Egmont Group), παρακολουθεί τις εργασίες τους και συμμετέχει σε ομάδες εργασίας των εν λόγω φορέων.
στ) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη.2. Β΄ Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας
α) Η Β΄ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο (2) Μέλη της Αρχής με γνώση της αγγλικής γλώσσας, και ειδικότερα: αα) ένα στέλεχος από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας που προτείνεται από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, και ββ) ένα στέλεχος από το Υπουργείο Εξωτερικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό.
β) Η Β΄ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων τρομοκρατίας, κατά προτίμηση δε και με γνώση της αγγλικής γλώσσας. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή πέντε (5) θέσεις, από τις οποίες οι δύο (2) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.
γ) Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε άλλον τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, διερευνά και αξιολογεί κάθε τέτοια πληροφορία που διαβιβάζεται στην Αρχή από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής.
δ) Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Μονάδας είναι αρμόδιοι για τις ενέργειες που προβλέπονται στο άρθρο 49 σχετικά με την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και των οργάνων του και με κανονισμούς και αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στους Υπουργούς Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Προστασίας του Πολίτη.3. Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης
α) Η Γ΄ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο (2) Μέλη της Αρχής και ειδικότερα:
αα) ένα στέλεχος από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών που προτείνεται από τον αρμόδιο Υπουργό και
ββ) ένα στέλεχος από την Τράπεζα της Ελλάδος που προτείνεται από τον Διοικητή της.
β) Η Γ΄ Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων και τη διερεύνηση οικονομικών συναλλαγών. Για τους ανωτέρω σκοπούς, συνιστώνται στην Αρχή δεκαπέντε (15) θέσεις, από τις οποίες οι επτά (7) είναι θέσεις επιστημονικού προσωπικού. Οι θέσεις αυτές πληρούνται με αποσπάσεις από τους φορείς από όπου προέρχονται τα Μέλη της Μονάδας, καθώς και από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών. Οι αποσπάσεις είναι τριετούς διάρκειας με δυνατότητα ανανέωσης.
γ) Η Μονάδα δέχεται τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης όλων των προσώπων που υποχρεούνται στην υποβολή τέτοιας δήλωσης, πλην εκείνων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ έως και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1, του άρθρου 14 του Ν. 3213/2003 και του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού της Αρχής. Επιπλέον, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή περιέρχονται στην Αρχή σχετικά με τη μη υποβολή ή με ανακρίβειες των δηλώσεων αυτών, προβαίνοντας σε δειγματοληπτικό, κατά την κρίση της, ή στοχευμένο έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων προσώπων. Ο έλεγχος, πέραν της δια-πίστωσης της υποβολής και του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τη διακρίβωση, κατά πόσον η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων, σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσής τους.
Η Μονάδα μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός ρητής προθεσμίας.
δ) Μετά το πέρας ενός ελέγχου, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί με αιτιολογημένο πόρισμά της στον αρμόδιο, κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3213/2003, Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για μια τέτοια παραπομπή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του Ν. 3213/2003, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, το πόρισμα αποστέλλεται και στην αρχή αυτή. Υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής.
ε) Στο τέλος κάθε έτους η Μονάδα υποβάλλει έκθεση των πεπραγμένων της στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Άρθρο 7Β
Εξουσίες των Μονάδων της Αρχής
1. Οι Μονάδες της Αρχής έχουν πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας».
2. Οι Μονάδες μπορούν να ζητούν στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών τους τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής. Ενημερώνουν εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τους διαβιβάζοντες τις πληροφορίες ότι τις έλαβαν και τους παρέχουν άλλα σχετικά στοιχεία, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο των ερευνών τους και δεν δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Οι Μονάδες μπορούν, επιπλέον, σε σοβαρές κατά την κρίση τους υποθέσεις, να διενεργούν ειδικούς επιτόπιους ελέγχους σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, συνεργαζόμενες, αν κριθεί αναγκαίο, με τις εκάστοτε αρμόδιες αρχές.
3. Οι Μονάδες ζητούν από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους και στις εγκαταστάσεις των υπόχρεων προσώπων, υπό την προϋπόθεση τήρησης - εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση - των άρθρων 9 παράγραφος 1, 9Α και 19 παράγραφος 1 του Συντάγματος, και ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσης των εν λόγω προσώπων προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
4. Έναντι των Μονάδων δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
5. Οι Μονάδες δύνανται να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με τους αναφερόμενους στο άρθρο 40 φορείς και τηρούν στατιστικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 38.
6. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα Μέλη και το προσωπικό της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Επίσης, έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την εκούσια ή ακούσια αποχώρησή τους από την Αρχή. Οι παραβαίνοντες το ανωτέρω καθήκον εχεμύθειας τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Άρθρο 7Γ
Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής
1. Οι αποσπάσεις του προσωπικού των Μονάδων της Αρχής, όπως και οι ανανεώσεις της θητείας του, γίνονται μετά από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:α) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο ή από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών.
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από τους φορείς αυτούς.2. Τα ανωτέρω Υπουργεία και φορείς μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και εξασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους που αποσπώνται σε αυτή ως προσωπικό έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, γλωσσική επάρκεια, υπηρεσιακή εμπειρία και ικανότητα για την ανάληψη συγκεκριμένων θέσεων στις επί μέρους Μονάδες, καθώς και άριστο υπηρεσιακό Μητρώο.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Οι υπηρετούντες με απόσπαση λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης που δεν συνδέονται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και τις προαναφερόμενες πρόσθετες αμοιβές και τις πραγματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων.
4. Η πρόσληψη προσωπικού εκτός του δημόσιου τομέα στην Α΄ Μονάδα γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2190/1994 (ΦΕΚ 28Α΄) και 3812/2009 (ΦΕΚ 234Α΄), όπως ισχύουν. Οι προσλαμβανόμενοι αποχωρούν αυτοδικαίως μετά τη λήξη της σύμβασής τους, η δε παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τα θέματα που αφορούν στις αποδοχές και τη λύση της σύμβασης του εν λόγω προσωπικού.
5. Ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης. Στο τέλος κάθε έτους συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στον φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος. Δύναται ακόμη να ζητεί την αντικατάσταση υπαλλήλου, εφόσον κρίνει την απόδοση ή τη συμπεριφορά του μη ικανοποιητική. Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται η απόσπαση του υπαλλήλου και ο φορέας από τον οποίο προέρχεται προβαίνει υποχρεωτικά σε αντικατάστασή του με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
6. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της, συντονίζουν, εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο του και λαμβάνουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Μονάδας.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των επί μέρους Μονάδων της Αρχής, το οργανόγραμμά τους, ο κανονισμός λειτουργίας τους, οι ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού τους, ο τρόπος διαχείρισης των υποθέσεων και η συνεργασία τους με τις εθνικές και τις αλλοδαπές αρχές.
8. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50Α΄). Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής.
9. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής υποβάλλουν κατ΄ έτος στην Επιτροπή του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146Α΄) την προβλεπόμενη από το Ν. 3213/2003 δήλωση περιουσιακής κατάστασης.»
Άρθρο 3
Το άρθρο 8 του Ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 8
Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας
1. To Υπουργείο Οικονομικών λειτουργεί ως Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου που αφορούν στην αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για την αξιολόγηση και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των σχετικών μηχανισμών και για το συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό έχει τις εξής αρμοδιότητες:α) Εκτιμά και αξιολογεί την αποτελεσματικότητα των μέτρων που εφαρμόζονται ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων και το βαθμό συμμόρφωσης αυτών προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.
β) Εξετάζει, αναλύει και συγκρίνει τις εξαμηνιαίες εκθέσεις που του υποβάλλουν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 6 και προτείνει τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προς ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας.
γ) Αναλύει, ειδικότερα, τον αριθμό, την ποιότητα και τις τάσεις των αναφορών υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών ή δραστηριοτήτων προς την Αρχή, ανά κατηγορία υπόχρεων προσώπων.
δ) Επιδιώκει τη συνεχή αναβάθμιση του επιπέδου συνεργασίας των αρμόδιων αρχών μεταξύ τους και με την Αρχή, ιδιαίτερα όσον αφορά στην ανταλλαγή πληροφοριών, τη διενέργεια κοινών ελέγχων, την υιοθέτηση κοινών εποπτικών πρακτικών και την παροχή εναρμονισμένων οδηγιών προς τα υπόχρεα πρόσωπα, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές στη συγκρότηση, το οικονομικό μέγεθος, τις λειτουργικές δυνατότητες και τις επιχειρηματικές, συναλλακτικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες των κατηγοριών των υπόχρεων προσώπων.
ε) Διοργανώνει συναντήσεις, συσκέψεις και σεμινάρια με εκπροσώπους των αρμόδιων αρχών, της Αρχής και των υπόχρεων προσώπων για ανταλλαγή απόψεων, αντιμετώπιση συγκεκριμένων θεμάτων και ενημέρωση για τις εξελίξεις σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς σχετικά με την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων του άρθρου 2.
στ) Συντονίζει τη σύνταξη μελετών, τη συγκρότηση ομάδων εργασίας για την εξέταση επί μέρους θεμάτων και την υποβολή προτάσεων για την αναθεώρηση του ισχύοντος νομοθετικού και θεσμικού πλαισίου, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Στρατηγικής του άρθρου 9, την Αρχή και τις αρμόδιες αρχές.
ζ) Έχει την κεντρική ευθύνη για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας στα θέματα της αρμοδιότητάς του. Ειδικότερα, είναι αρμόδιο για την προετοιμασία και το συντονισμό - ο οποίος, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, περιλαμβάνει και την πρόσκληση εμπειρογνωμόνων ή εξειδικευμένου προσωπικού από άλλες υπηρεσίες και φορείς - της συμμετοχής στις διασκέψεις, συνόδους και ομάδες εργασίας των διεθνών οργανισμών και φορέων που ασχολούνται με την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, στους οποίους η Ελλάδα είναι μέλος, ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συμβουλίου της ευρώπης και της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force - FATF). Μεριμνά ακόμα για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων που οι οργανισμοί αυτοί αποστέλλουν, για την υποβολή σχολίων ή προτάσεων προς αυτούς, για τη σύνταξη και υποβολή Σχεδίων Δράσης και για το συντονισμό των απαντήσεων στις διενεργούμενες από αυτούς αξιολογήσεις της χώρας, συνεργαζόμενο με την Αρχή, τις αρμόδιες αρχές και τους φορείς εκπροσώπησης υπόχρεων προσώπων. Ενημερώνεται, τέλος, για τις εξελίξεις σε άλλους διεθνείς οργανισμούς ή φορείς, στους οποίους συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές, η Αρχή ή φορείς εκπροσώπησης ορισμένων κατηγοριών υπόχρεων προσώπων, και φροντίζει για τη διάχυση σε όλους τους ενδιαφερόμενους των σχετικών πληροφοριών.
η) Παρέχει στον Πρόεδρο της Επιτροπής Στρατηγικής του άρθρου 9 πλήρη ενημέρωση για την αποτελεσματική λειτουργία της Επιτροπής αυτής.
θ) Επικοινωνεί με το φορέα του άρθρου 11, του παρέχει κάθε δυνατή ενημέρωση και υποστήριξη και αξιολογεί τις προτάσεις και εισηγήσεις του.2. Οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής που συνεργάζεται, όταν απαιτείται, με τις υπόλοιπες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών.»
Άρθρο 4
Το άρθρο 40 του Ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 40
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης
1. Η Αρχή δύναται να διαβιβάζει και να ανταλλάσσει πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης με τις αρμόδιες εισαγγελικές ή άλλες αρχές με ερευνητικές ή ελεγκτικές αρμοδιότητες, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 6, εφόσον οι πληροφορίες αυτές κρίνονται χρήσιμες για το έργο τους και για την εκπλήρωση των νόμιμων καθηκόντων τους. Επίσης, δύναται να ζητεί ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν από τις εν λόγω αρχές, καθώς και κάθε πληροφορία που προβλέπεται από το άρθρο 7Β.
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται ομοίως να ανταλλάσσουν εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες για την εκ-πλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και να αλληλοενημερώνονται για τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών. Με διμερή ή πολυμερή μνημόνια συνεργασίας δύνανται να εξειδικεύονται οι διαδικασίες και οι τεχνικές λεπτομέρειες της ως άνω ανταλλαγής πληροφοριών.
3. Οι ανωτέρω αρχές δύνανται να διενεργούν κοινούς ελέγχους σε υποθέσεις κοινής αρμοδιότητας και ενδιαφέροντος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον παρόντα νόμο.
4. Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης, νοούνται εκείνες που αφορούν στην επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική συμπεριφορά νομικών ή φυσικών προσώπων ή οντοτήτων, τα στοιχεία των συναλλαγών και δραστηριοτήτων τους, τα φορολογικά στοιχεία τους και πληροφορίες σχετιζόμενες με ποινικά αδικήματα και φορολογικές, τελωνειακές ή άλλες διοικητικές παραβάσεις. Στις εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αποκτώνται από τους διαβιβάζοντες ή ανταλλάσσοντες αυτές φορείς μέσω της διεθνούς συνεργασίας με αντίστοιχες αλλοδαπές αρχές ή φορείς, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτής της συνεργασίας.»
Άρθρο 5
1. Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 48 του Ν. 3691/2008 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.
5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α΄ Μονάδα της Αρχής, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4.»
2. Η παρ. 6 του άρθρου 48 του Ν. 3691/2008 διαγράφεται και η παράγραφος 7 αναριθμείται σε 6.
Άρθρο 6
Το άρθρο 49 του Ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 49
Εφαρμογή κυρώσεων επιβαλλόμενων από διεθνείς οργανισμούς
1. Όταν για την καταπολέμηση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας επιβάλλεται, με αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή με κανονισμούς και αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων φυσικών προσώπων, νομικών προσώπων ή οντοτήτων και η απαγόρευση της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε αυτά, ακολουθείται η εξής διαδικασία, μετά από την ένταξη των εν λόγω αποφάσεων ή κανονισμών στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και όπου αυτή απαιτείται:α) Οι ανωτέρω αποφάσεις και κανονισμοί, καθώς και οι τροποποιητικές ή αναθεωρητικές αυτών αποφάσεις, διαβιβάζονται άμεσα μετά την έκδοσή τους, από το Υπουργείο Εξωτερικών, στη Β΄ Μονάδα της Αρχής, η οποία τηρεί αναλυτικούς καταλόγους των κατονομαζόμενων προσώπων και οντοτήτων.
β) Η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 για τις ανωτέρω αποφάσεις και κανονισμούς και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των κατονομαζόμενων προσώπων ή οντοτήτων. Στα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται και αυτά που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν ή ελέγχονται από τα ως
άνω φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες. Η Μονάδα ζητεί, επίσης, αναλυτικά στοιχεία για τις κάθε είδους συναλλαγές ή δραστηριότητες των ανωτέρω προσώπων ή οντοτήτων κατά την τελευταία πενταετία, για το αν αυτά είχαν ή έχουν οποιαδήποτε επιχειρηματική σχέση με το αναφέρον υπόχρεο πρόσωπο, καθώς και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία. Επίσης, παρέχει οδηγίες για τη διαδικασία εντοπισμού και διαχωρισμού των προς δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, για τη διαδικασία αποδέσμευσης μέρους ή του συνόλου αυτών, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ και για τον τρόπο άρσης των μέτρων δέσμευσης κατά διαγραφέντων από τους καταλόγους φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων, σύμφωνα με την περίπτωση ζ΄.
γ) Η Μονάδα δύναται να διαβιβάσει τους σχετικούς καταλόγους και σε δημόσιες αρχές που τηρούν αρχεία και διαθέτουν ενδεχομένως πληροφορίες για τον εντοπισμό των ανωτέρω προσώπων ή περιουσιακών τους στοιχείων.
δ) Η Μονάδα εκτελεί άμεσα τα μέτρα που προβλέπονται στις αποφάσεις και στους κανονισμούς σχετικά με τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των κατονομαζόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και του ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων από μέρους τους, την απαγόρευση παροχής χρηματοπιστωτικών ή επενδυτικών υπηρεσιών σε αυτά, καθώς και κάθε άλλο προβλεπόμενο μέτρο. Η εκτελεστική διάταξη της Μονάδας επιδίδεται στα παραπάνω πρόσωπα και οντότητες.
ε) Το πρόσωπο ή η οντότητα του οποίου δεσμεύθηκαν περιουσιακά στοιχεία, καθώς και οποιοσδήποτε τρίτος έχει έννομο συμφέρον, δικαιούνται να προσβάλουν την ανωτέρω διάταξη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοσή της. Οι προσφεύγοντες μπορούν να αμφισβητήσουν μόνο τη συνδρομή των προϋποθέσεων της δέσμευσης ή της απαγόρευσης.
στ) Η Μονάδα μπορεί να χορηγήσει, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων προσώπων ή οντοτήτων, ειδική άδεια για την επαύξηση, αποδέσμευση ή χρησιμοποίηση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που δεσμεύθηκαν, για τους λόγους και με τη διαδικασία που αναφέρονται στις σχετικές αποφάσεις και κανονισμούς του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ζ) Σε περίπτωση διαγραφής φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας από τους σχετικούς καταλόγους, ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναθεωρεί ή τροποποιεί προηγούμενη απόφαση ή κανονισμό, η Μονάδα διατάσσει άμεσα την άρση της δέσμευσης και κάθε άλλου ληφθέντος μέτρου, ενημερώνοντας σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ονόματα των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που διαγράφηκαν από τον κατάλογο και των οποίων τα οικονομικά στοιχεία αποδεσμεύθηκαν μπορεί να αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Αρχής, με τη συναίνεση των προσώπων αυτών.
η) Όποιο υπόχρεο φυσικό πρόσωπο ή στέλεχος ή υπάλληλος υπόχρεου νομικού προσώπου αποκρύπτει την ταυτότητα ή τα στοιχεία ταυτότητας ή την ύπαρξη επιχειρηματικής σχέσης ή όλα ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων ή οντοτήτων, τα οποία ταυτίζονται με πρόσωπα ή οντότητες από αυτά που διαλαμβάνονται στις παραπάνω αποφάσεις και κανονισμούς ή αρνείται να προβεί στη δέσμευση περιουσιακών τους στοιχείων τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Αν από αμέλεια δεν εντοπίσει περιουσιακά τους στοιχεία ή δεν διαπιστώσει επιχειρηματική σχέση με αυτά τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) έτη και με χρηματική ποινή από πέντε χιλιάδες (5.000) μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.
θ) Σε βάρος των υπόχρεων νομικών προσώπων που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο, επιβάλλονται από την εκάστοτε αρμόδια κατά το άρθρο 6 αρχή οι διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 52 παράγραφος 1 περιπτώσεις α΄, δ΄ και ε΄, εφαρμοζομένων αντιστοίχως των όρων, προϋποθέσεων και διακρίσεων αυτού.2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για την εφαρμογή του μέτρου της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που επιβάλλεται από αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ή αποφάσεις και κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για άλλους - πλην της καταπολέμησης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας - λόγους, όπως εκάστοτε καθορίζονται στις ανωτέρω αποφάσεις ή/και κανονισμούς.»
Άρθρο 7
Στο Ν. 3691/2008 προστίθεται άρθρο 49Α ως εξής:
«Άρθρο 49Α
Αρμοδιότητες της Β΄ Μονάδας της Αρχής για την επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας
1. Η Β΄ Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α Π.Κ., στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή δια-πράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α Π.Κ., όπως ισχύει. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής:α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις,
β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων,
γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και
δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων.Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητάς τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο.
2. Η Μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα αιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52.
3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η Μονάδα με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος, νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων.
4. Η Μονάδα διαβιβάζει σε αρμόδιες αλλοδαπές αρχές πληροφορίες και στοιχεία, κατά την έννοια της παραγράφου 1, σε βάρος των προσδιοριζόμενων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α Π.Κ., στην εδαφική τους επικράτεια και υποβάλλει αιτήματα, προκειμένου να περιληφθούν τα ονόματα αυτών των προσώπων και οντοτήτων στους αντίστοιχους καταλόγους που τηρούνται στις χώρες αυτές και να δεσμευθούν τα υπάρχοντα περιουσιακά τους στοιχεία. Ομοίως, η Μονάδα εξετάζει αιτήματα που υποβάλλονται από αρμόδιες αλλοδαπές αρχές, ελέγχοντας αν συντρέχουν σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι για να διατάξει με απόφασή της τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων και οντοτήτων που αναφέρονται σε αυτά. Στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίο μπορούν να ζητηθούν από τις αρμόδιες αλλοδαπές αρχές επιπρόσθετα στοιχεία.
5. Οι πληροφορίες που παρέχονται στη Μονάδα ή ανταλλάσσονται με αυτήν χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς επιβολής των οικονομικών κυρώσεων. Η Μονάδα εκδίδει οδηγίες για τον εντοπισμό και τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο.
6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ή των αιτημάτων της παραγράφου 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη στον κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσίας.
7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες γίνεται κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδάφιο α΄ Κ.Π.Δ., αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης.
9. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο.
10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, ύστερα από έγγραφη πρόταση του οικείου εισαγγελέα, που υποβάλλεται στο συμβούλιο εντός δέκα ημερών από την κατάθεση της προσφυγής. Ο αιτών έχει δικαίωμα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του συμβουλίου μαζί με τους συνηγόρους του για να ακουσθεί και να δώσει κάθε διευκρίνηση, καλείται δε για το σκοπό αυτόν πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες.
11. Η Μονάδα μπορεί μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας, να αποφασίσει εντός δέκα ημερών την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας του, των εξόδων για τη νομική του υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων περιουσιακών του στοιχείων. Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η προσφυγή εκδικάζεται κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα, εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της. Η εκδιδόμενη επί της προσφυγής απόφαση υπόκειται στα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ένδικα μέσα, η εκδίκαση των οποίων προσδιορίζεται επίσης κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα.
12. Τα ονόματα των φυσικών ή νομικών προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο είναι δυνατόν να επανεξετάζονται και αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διατήρησή τους στον κατάλογο είναι δικαιολογημένη.
13. Η Μονάδα ενημερώνει τις αρμόδιες Επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών και τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεργάζεται, υπό τον όρο της τήρησης της αρχής της αμοιβαιότητας, με τις αλλοδαπές αρχές που αιτούνται τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων, για τις έρευνες και διαδικασίες, τις οποίες διεξάγουν.
14. Οι συνεδριάσεις της Μονάδας είναι μυστικές και πραγματοποιούνται σε ειδικό χώρο ασφαλείας.
15. Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, οι δικαστικές αρχές συνεργάζονται στενά με τη Μονάδα για να διασφαλισθεί η προστασία του διαβαθμισμένου υλικού.
16. Σε περίπτωση παραβιάσεως του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αντίστοιχα οι κυρώσεις του άρθρου 49.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α΄)
Άρθρο 8
1. Στην παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 3213/2003, η φράση «στην Επιτροπή της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου» αντικαθίσταται από τη φράση «στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008».
2. Στην παρ. 4 του άρθρου 1 του Ν. 3213/2003, η φράση «της πενταμελούς Επιτροπής της παρ. 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου» αντικαθίσταται από τη φράση «της Γ΄ Μονάδας της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008».
3. Στην παρ. 1 περίπτωση δ΄ του άρθρου 2 του Ν. 3213/2003, η φράση «στον αρμόδιο για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου» αντικαθίσταται από τη φράση «στον Πρόεδρο της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008».
Άρθρο 9
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003, το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ΄ υποπερίπτωση ii διαγράφεται.
2. Η παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ΄ έως και ιε΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος νόμου υποβάλλονται στη Γ΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008.»
3. Στην παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003, η φράση «από τις Επιτροπές των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, τόσο οι ίδιες» αντικαθίσταται από τη φράση «από την Επιτροπή της παραγράφου 1, τόσο η ίδια».
4. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Μετά το πέρας του ελέγχου από την Επιτροπή της παραγράφου 1, αν δεν διαπιστωθεί παράβαση και η δήλωση κριθεί ειλικρινής, συντάσσεται στο σώμα της πράξη του διενεργήσαντος τον έλεγχο και τίθεται στο αρχείο. Εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου και συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του παρόντος νόμου, συντάσσεται σχετική έκθεση, η οποία αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνησης θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή.»
5. Η παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η Επιτροπή της παραγράφου 1, δια του προέδρου της, μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί, με απόφαση του προέδρου της, για ισόχρονο διάστημα.»
Άρθρο 10
Στην παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν. 3213/2003 προστίθεται δεύτερο εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:
«Όμως το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.»
Άρθρο 11
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 3213/2003, η φράση «που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου» αντικαθίσταται με τη φράση «της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου προσώπου».
2. Στο άρθρο 7 του Ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης, όποιος, παρ΄ ότι είναι υπεύθυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για τη σύνταξη και διαβίβαση καταλόγου των υπόχρεων προσώπων των περιπτώσεων ζ΄, η΄, ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ και ιε΄ της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει τη σύνταξη και διαβίβαση του καταλόγου αυτού.»
Άρθρο 12
Η παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ως Επιτροπή κατά την παρ. 2 του άρθρου 32 του Ν. 2843/2000 θεωρείται η αντίστοιχη της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου ή η Γ΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008.»
Άρθρο 13
Μεταβατικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται η Επιτροπή καταπολέμησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και η πενταμελής Επιτροπή του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 9 του παρόντος νόμου.
2. Όπου στο Ν. 3691/2008 γίνεται αναφορά στην «Επιτροπή» ή στην «Επιτροπή του άρθρου 7», νοείται η Α΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.
3. Όπου στο Ν. 3691/2008 γίνεται αναφορά στην «Κεντρική Συντονιστική Αρχή», νοείται ο «Κεντρικός Συντονιστικός Φορέας» του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.
4. Όπου σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη αναφέρεται η «Επιτροπή του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008» ή η «Επιτροπή καταπολέμησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας», νοείται η Α΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008.
5. Οι υπάλληλοι της Επιτροπής καταπολέμησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας καταλαμβάνουν τις αντίστοιχες θέσεις στην Α΄ Μονάδα της Αρχής του άρθρου 2 του παρόντος νόμου για το διάστημα που απομένει μέχρι τη λήξη της θητείας τους, με δυνατότητα ανανέωσης.
6. Μέχρι την εγκατάσταση και λειτουργία γραφείων της Αρχής σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008, όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου, επιτρέπεται η μετακίνηση υπαλλήλων της Αρχής εκτός έδρας για την εκτέλεση ειδικών αποστολών. Το αντικείμενο της εκάστοτε αποστολής καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Αρχής. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται το χρονικό διάστημα της εκτός έδρας μετακίνησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄).
7. Τα αρχεία της πενταμελούς Επιτροπής του άρθρου 3 παρ. 2 του Ν. 3213/2003, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 9 του παρόντος νόμου, αποτελούν αρχεία της Γ΄ Μονάδας της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008.
8. Η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά την παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 3849/2010 (ΦΕΚ 80 Α΄), ασκείται ενώπιον της Γ΄ Μονάδας της Αρχής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008.
9. Οι κανονιστικές αποφάσεις και άλλες διοικητικές πράξεις Υπουργών ή αρμόδιων αρχών του άρθρου 6 του Ν. 3691/2008 που αφορούν στην εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου ή του Ν. 3213/2003 παραμένουν σε ισχύ μέχρι την τροποποίηση ή κατάργησή τους, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 14
Μετά το άρθρο 19 του Π.Δ. 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α΄) προστίθεται άρθρο 19Α ως εξής:
«Άρθρο 19Α
1. Κατά των αποφάσεων του Τμήματος, που δικάζει σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος αιτήσεις ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων, χωρεί αίτηση αναθεώρησης που μπορεί να ασκηθεί ή από το Δημόσιο ή τον αναθέτοντα φορέα ή αυτόν που είχε παρέμβει κατά την εκδίκαση της αίτησης ανάκλησης ή από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, για παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται κατά τη σύναψη της σύμβασης, για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε περίπτωση πλάνης περί τα πραγματικά περιστατικά ή προσαγωγής νέων κρίσιμων στοιχείων κατά την έννοια του άρθρου 29 παράγραφος 3 του παρόντος προεδρικού διατάγματος.
2. Η αίτηση αναθεώρησης κατατίθεται στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 4 Τμήματος, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, με επιμέλεια της γραμματείας του δικάσαντος την αίτηση ανάκλησης Τμήματος, σε όλους τους διαδίκους που συμμετείχαν στη συζήτηση ενώπιον αυτού του Τμήματος.
Για τη συζήτηση της αίτησης αναθεώρησης απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 56 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, που εφαρμόζονται αναλόγως.
3. Η αίτηση αναθεώρησης κοινοποιείται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, με επιμέλεια του αιτούντος, στο Δημόσιο και σε όσους είχαν μετάσχει στην εκδίκαση της αίτησης ανάκλησης. Ο Πρόεδρος του κατά την επόμενη παράγραφο αρμόδιου Τμήματος μπορεί να διατάξει τη γνωστοποίηση με οποιονδήποτε τρόπο της αίτησης αναθεώρησης και σε άλλους που έχουν κατά την κρίση του έννομο συμφέρον. Δεύτερη αίτηση αναθεώρησης κατά της ίδιας απόφασης δεν επιτρέπεται.
4. Η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αίτηση αναθεώρησης εκδικάζεται από Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου μείζονος - επταμελούς σύνθεσης, το οποίο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και έξι (6) μέλη, τα οποία ορίζονται από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου μεταξύ των αρχαιότερων συμβούλων με ισάριθμους αναπληρωματικούς. Η συμμετοχή στη σύνθεση του Κλιμακίου και του Τμήματος που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την αίτηση αναθεώρησης απόφαση αποτελεί κώλυμα συμμετοχής στην εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης. Τα μέλη του Τμήματος επικουρούνται από υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο δικαστικούς λειτουργούς που έχουν το βαθμό εισηγητή.
5. Το Τμήμα επταμελούς σύνθεσης δικάζει την αίτηση αναθεώρησης σε δημόσια συνεδρίαση, επιτρέπεται δε μία μόνο αναβολή της συζήτησης.
Όποιος έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει εγγράφως ή προφορικά παρέμβαση μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναθεώρησης στο ακροατήριο. Οι διάδικοι μπορούν να υποβάλλουν υπόμνημα μέσα σε τρεις (3) ημέρες από τη συζήτηση στο ακροατήριο της αίτησης αναθεώρησης.
6. Η έκδοση μη οριστικής απόφασης επιτρέπεται μία μόνο φορά. Αν εκδοθεί αναβλητική απόφαση λόγω έλλειψης στοιχείων, ορίζεται προθεσμία που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες, εντός της οποίας πρέπει να συμπληρωθούν τα στοιχεία του φακέλου. Μετά την πάροδο της ορισθείσας προθεσμίας η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην αμέσως επόμενη δικάσιμο.
Η απόφαση για την αίτηση αναθεώρησης εκδίδεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη συζήτησή της.
7. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων 5 και 6 εφαρμόζονται και κατά την εκδίκαση των αιτήσεων ανάκλησης που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, ενώ η ρύθμιση της ως άνω παραγράφου 6 εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του Κλιμακίου. Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί Πράξη του Κλιμακίου ή απόφαση του Τμήματος μετά την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, η υπόθεση μπορεί να εισάγεται για νέα συζήτηση με Πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης. Κατά της απόφασης αυτής δεν χωρεί αίτηση αναθεώρησης.
8. Αν γίνει δεκτή η αίτηση αναθεώρησης, το Τμήμα αποφασίζει οριστικά για την ελεγχόμενη σύμβαση. Κατά της απόφασης του Τμήματος επί της αίτησης αναθεώρησης δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου.
9. Η αμφισβήτηση για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, που γεννώνται από την έκδοση αντίθετων Πράξεων ή Πρακτικών Κλιμακίων ή αντίθετων αποφάσεων του κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος Τμήματος που δικάζει αιτήσεις ανάκλησης, καθώς και η αμφιβολία για την έννοια των διατάξεων αυτών σε εκκρεμείς υποθέσεις, αίρονται από το ίδιο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης.
Η αμφισβήτηση φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του ανωτέρω Τμήματος αυτεπάγγελτα από τον Πρόεδρο του οικείου Κλιμακίου ή του Τμήματος ή από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή με πρωτοβουλία αυτού που έχει σπουδαίο έννομο συμφέρον. Σε περίπτωση αμφιβολίας η οικεία σύνθεση του Κλιμακίου ή του Τμήματος παραπέμπει αμέσως το ζήτημα στο Τμήμα επταμελούς σύνθεσης με πρακτικό της. Το Τμήμα οφείλει να εκδώσει απόφαση άρσης της αμφισβήτησης ή της αμφιβολίας μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του.
10. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παύει η προβλεπόμενη στην παράγραφο 7 του άρθρου 19 του παρόντος προεδρικού διατάγματος αρμοδιότητα της άρσης αμφισβήτησης από το προβλεπόμενο στη διάταξη αυτή Τμήμα. Η αρμοδιότητα αυτή ασκείται εφεξής από το Τμήμα επταμελούς σύνθεσης.
11. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 (δύο) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το Δημόσιο και οι αναθέτουσες αρχές έχουν δικαίωμα να υποβάλουν ενώπιον του ως άνω Τμήματος επταμελούς σύνθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για λόγους εξαιρετικούς και συνδεόμενους με το δημόσιο συμφέρον, αίτηση επανελέγχου συμβάσεων, οι οποίες έχουν ήδη ελεγχθεί από τα αρμόδια Κλιμάκια ή το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 7 του παρόντος προεδρικού διατάγματος, υπό την προϋπόθεση αφ΄ ενός ότι δεν έχουν ακόμη υπογραφεί τα οικεία σχέδια των συμβάσεων αυτών και αφ΄ ετέρου ότι έχουν περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Δημοσίου ή της αναθέτουσας αρχής νέα στοιχεία σχετικά με την υπό κατάρτιση σύμβαση ή με άλλη σύμβαση οποιουδήποτε αντικειμένου με τον ίδιο συμβαλλόμενο. Για την εκδίκαση και συζήτηση της αίτησης επανελέγχου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 εδάφιο τελευταίο, 3, 5 και 6.
Άρθρο 15
Η τελευταία φράση της περίπτωσης ι΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218Α΄), που προστέθηκε με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 3 του Ν. 3255/2004 (ΦΕΚ 138Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 3712/2008 (ΦΕΚ 225Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«ή να κατέχουν τις προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις θέσεις Ειδικού Συμβούλου ή Ειδικού Συνεργάτη των Υπουργών, των Υφυπουργών ή των Γενικών Γραμματέων των Υπουργείων Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ή Ειδικού Συμβούλου του Υπουργού Εξωτερικών.»
Άρθρο 16
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.