Open menu
29 | 03 | 2024
Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από οποιοδήποτε φυσικό, νομικό ή άλλης μορφής πρόσωπο, εφόσον τα πρόσωπα αυτά αποδεικνύουν ότι είναι παντελώς αμέτοχα με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οι αναλογούντες φόροι, τέλη και εισφορές και γενικά οι κάθε είδους φορολογικές επιβαρύνσεις και διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται αποκλειστικά κατά του πραγματικού υπόχρεου που υποκρύπτεται και όχι κατά του φερόμενου εκδότη.

Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι το χρόνο  δημοσίευσης του νόμου 3220/2004 , για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες  καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά  οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του  Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί δικαστικού  συμβιβασμού, όπου συντρέχει περίπτωση.  

ΣτΕ  584/2011
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ  ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Ιανουαρίου 2010 με την εξής  σύνθεση: Δ. Κωστόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση  του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή,  Σύμβουλοι, Σ. Βιτάλη, Ειρ. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Κ. Κεχρολόγου.  Για να δικάσει την από 11 Νοεμβρίου 2004 αίτηση:  της............................................, η οποία δεν  παρέστη, αλλά η δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με  συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,  κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον  Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθμ.  1038/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Σ.  Βιτάλη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε  την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του  δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α  Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει κατατεθεί το νόμιμο  παράβολο (υπ` αριθμ. 1534023/2004 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου Α΄ σειράς).

2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της υπ` αριθμ.  1038/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά  από αναίρεση της υπ` αριθμ. 5446/1999 αποφάσεως του ιδίου δικαστηρίου με την  υπ` αριθμ. 401/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την ήδη  αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, κατ` αποδοχή εφέσεως του Δημοσίου, εξαφανίσθηκε η  υπ` αριθμ. 9500/19997 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και το ίδιο  δικαστήριο, δικάζοντας επί της προσφυγής της αναιρεσείουσας, την έκανε εν  μέρει δεκτή και μεταρρύθμισε το υπ` αριθ. 3022/1982 φύλλο ελέγχου φορολογίας  εισοδήματος οικονομικού έτους 1979 που είχε εκδοθεί από τον Οικονομικό Εφορο  Αγίων Αναργύρων, προσδιόρισε δε τα καθαρά κέρδη της επιχειρήσεώς της στο ποσό  των 2.466.000 δραχμών και όρισε τον πρόσθετο φόρο σε ποσοστό 60% της  προκύψασας διαφοράς. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή της  αναιρεσείουσας και είχε ακυρωθεί το ως άνω φύλλο ελέγχου φορολογίας  εισοδήματος.

3. Eπειδή, η κρινόμενη αίτηση συζητείται μετά την έκδοση της υπ` αριθμ.  1875/2009 αναβλητικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Επειδή στο άρθρο 57 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) περί Συμβουλίου της  Επικρατείας ορίζεται ότι : «1. To Συμβούλιο όταν δέχεται την αίτηση αναιρεί την  απόφαση που έχει προσβληθεί και οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που  υπήρχε πριν από αυτήν. … 2. Αν αναιρεθεί, σύμφωνα με την προηγούμενη  παράγραφο, η απόφαση που έχει προσβληθεί, το Συμβούλιο παραπέμπει την υπόθεση  είτε στο δικαστήριο που είχε εκδώσει την απόφαση, είτε σε άλλο ομοειδές και  ομοιόβαθμο, εκτός αν η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό  μέρος, οπότε αποφασίζει και περαιτέρω για αυτήν. Σε καμιά περίπτωση το  δικαστήριο της παραπομπής δεν μπορεί να αποστεί από την απόφαση του   Συμβουλίου ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν από αυτό».

5. Επειδή, στο άρθρο 40 του ν. 3220/2004 (φ. 15 Α΄) ορίζονται τα εξής : «3.  Επί εικονικών φορολογικών στοιχείων τα οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν από  εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση  ή από οποιοδήποτε φυσικό, νομικό ή άλλης μορφής πρόσωπο, εφόσον τα πρόσωπα  αυτά αποδεικνύουν ότι είναι παντελώς αμέτοχα με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οι  αναλογούντες φόροι, τέλη και εισφορές και γενικά οι κάθε είδους φορολογικές  επιβαρύνσεις και διοικητικές κυρώσεις επιβάλλονται, καθώς και η ποινική δίωξη  ασκείται αποκλειστικά κατά του πραγματικού υπόχρεου που υποκρύπτεται και όχι  κατά του φερόμενου εκδότη. 4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου  εφαρμόζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι το χρόνο  δημοσίευσης του νόμου αυτού, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες  καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά  οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων ή του  Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί δικαστικού  συμβιβασμού, όπου συντρέχει περίπτωση». 


6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλομένη απόφαση,  «από τον έλεγχο που διενεργήθηκε το έτος 1982, η εφεσίβλητη (και ήδη  αναιρεσείουσα) φέρεται ότι ασχολήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 12/7 έως  9/12/1978 με την εισαγωγή και επεξεργασία χρυσού σε ξένα εργαστήρια, καθώς  και σε μικρή κλίμακα (20%) με την εμπορία αυτούσιου χρυσού, χρησιμοποιώντας  για το σκοπό αυτό μισθωμένο διαμέρισμα στην οδό......................... στους  ............................ . Για την επιχείρηση αυτή φέρεται ότι τήρησε το με πράξη  θεώρησης 2019/12.7.1978 βιβλίο Ισολογισμών - Απογραφών ως βιβλίο εσόδων -  εξόδων και τα με πράξη θεώρησης 1883/1978 τιμολόγια πώλησης και δελτία  αποστολής - δελτία λιανικής πώλησης από Νο 1-50, ενώ εξέδωσε επτά (7)  τιμολόγια πώλησης αξίας 7.208.000 δραχμών. Κατά την επιτόπια μετάβαση του  ελέγχου στην πιο πάνω επαγγελματική διεύθυνση της εφεσίβλητης διαπιστώθηκε  ότι πρόκειται για περιοχή που στερείται παντελώς εμπορικότητας και κατά τις  πληροφορίες που συνέλεξε ο έλεγχος από τους γείτονες και τη μισθώτρια, το  ακίνητο αυτό ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε για λιανική πώληση ή ως εργαστήριο  χρυσού. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η εφεσίβλητη δεν είχε εργαστήριο  επεξεργασίας χρυσού, φέρεται ότι απέστειλε διάφορες ποσότητες αυτού με δελτία  αποστολής σε διάφορα εργαστήρια για επεξεργασία και κατασκευή κοσμημάτων.   Ειδικότερα, με τα 1/12.9.1978, 2/16.9.1978, 3/23.9.1978 και 4/20.9.1978  δελτία αποστολής απέστειλε 50 κιλά χρυσού (ακατέργαστου) στο εργαστήριο ............................. στην οδό......................... στον .................... Ομως, η διακίνηση της εν λόγω  ποσότητας χρυσού, η οποία θεωρήθηκε αρκετά μεγάλη από τον έλεγχο, δεν  επιστράφηκε με στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η επιστροφή χρυσού είτε  αυτούσιου είτε σε κοσμήματα και δεν επιδείχθηκαν στοιχεία επιστροφής ή άλλα  στοιχεία που αφορούσαν την κατασκευάστρια εταιρία. Για το λόγο αυτόν, ο  έλεγχος μετέβη στην πιο πάνω αναγραφόμενη στα δελτία αποστολής διεύθυνση,  όπου και διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιχείρηση ποτέ δε στεγάστηκε στη διεύθυνση  αυτή. Εξάλλου, η εφεσίβλητη κατά την κρινόμενη διαχειριστική περίοδο φέρεται  ότι εξέδωσε δελτία λιανικής πώλησης με υψηλό τζίρο, δηλαδή της κλίμακας των  300.000 έως 700.000 δραχμών ημερησίως και κατά το χρονικό διάστημα από 27/9  έως 9/12/1978 πραγματοποίησε ακαθάριστα έσοδα 28.153.216 δραχμών. Κατόπιν  αυτών, ο έλεγχος έλαβε υπόψη ιδίως : 1) τη δήλωση της μισθώτριας του ακινήτου  και των περιοίκων ότι στην πιο πάνω διεύθυνση που είχε δηλώσει η εφεσίβλητη  ποτέ οι περίοικοι δεν αντιλήφθηκαν εμπορικές συναλλαγές 2) το 37344/19.5.1982  έγγραφο της ................................... Τράπεζας, από το οποίο προκύπτει ότι η  εφεσίβλητη,  κατά το χρονικό διάστημα από 1/7 έως 21/10/1978, εισήγαγε, με τις  51921/1.7.1978, 67197/9.9.1978 και 81515/21.10.1978 άδειες εισαγωγής, 130  χιλιόγραμμα χρυσού, τον οποίο διέθεσε ως εξής : α) 30 χιλιόγραμμα χρυσού  πώλησε σε διάφορους βιοτέχνες βάσει τιμολογίων και β) 100 χιλιόγραμμα  απέστειλε για κατεργασία σε διάφορους βιοτέχνες βάσει δελτίων αποστολής και  στη συνέχεια εκδόθηκαν από τους κατασκευαστές τιμολόγια παροχής υπηρεσιών  αξίας 939.582 δραχμών, 3) ότι η εφεσίβλητη δεν τήρησε βιβλίο αγορών ή εσόδων  - εξόδων, δεν επέδειξε τιμολόγια αγοράς ή στοιχεία (διασαφήσεις) εισαγωγής  χρυσού, εξέδωσε ακριβή δελτία αποστολής και δεν εξέδωσε τιμολόγια πωλήσεων,  4) τον κύκλο εργασιών της, δηλαδή τη διάθεση αυτούσιου χρυσού κατά 20% και  κατεργασμένου κατά 80% και 5) ότι η κατά το χρόνο της εισαγωγής-αγοράς η τιμή  του χρυσού ανερχόταν σε 230.000 - 250.000 δραχμές περίπου κατά κιλό. Mε τα  δεδομένα αυτά ο έλεγχος δέχθηκε ότι η εφεσίβλητη κατά το χρονικό διάστημα από  12/7 έως 9/12/1978 ασχολήθηκε με την εισαγωγή χρυσού - σε κλίμακα 20% - και  κυρίως με την κατεργασία του χρυσού σε εργαστήρια τρίτων - σε κλίμακα 80% -  και προσδιόρισε εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα έσοδα στο συνολικό ποσό των  70.000.000 δραχμών και τα καθαρά κέρδη στο ποσό των 12.950.000 δραχμών.  Ακολούθως, ο Οικονομικός Εφορος με το ένδικο φύλλο ελέγχου φορολογίας  εισοδήματος επέβαλε στην εφεσίβλητη διαφορά κύριου φόρου και πρόσθετο φόρο σε  ποσοστό 60%. Κατά του πιο πάνω φύλλου ελέγχου η εφεσίβλητη άσκησε προσφυγή  ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ισχυρίστηκε ότι  ποτέ δεν άσκησε το πιο πάνω επιτήδευμα, αλλά υπήρξε θύμα του ......................... , στα  γραφεία του οποίου εργαζόταν και είχε υπογράψει με παραπλανητικά μέσα διάφορα  και για ποικίλες χρήσεις έγγραφα εισαγωγής και διακίνησης χρυσού, από τα  οποία φέρεται ότι άσκησε το επιτήδευμα αυτό.  Περαιτέρω, η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ` αυτής  και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και του ίδιου του εργοδότη της για απάτη  κατ` εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του Δημοσίου, πλαστογραφία  σε βαθμό κακουργήματος, παράνομη διακίνηση χρυσού και παράβαση των διατάξεων  των άρθρων 1, 2 παρ. 1 και 4 του ν.δ. 105/1969. Για να αποδείξει δε τους  ισχυρισμούς της αυτούς προσκόμισε διάφορα έγγραφα από τη σχετική ποινική  δικογραφία, μεταξύ των οποίων και το 6435/1983 έγγραφο της Υποδιεύθυνσης  Γενικής Ασφάλειας Αθηνών προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, το  περιεχόμενο του οποίου αναλυτικώς παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση.  Προσκόμισε επίσης τις 311-313/1996 και 386-387/1996 αποφάσεις του Πενταμελούς  Εφετείου Αθηνών, με τα πρακτικά τους, αποσπάσματα των οποίων παρατίθενται  στην πρωτόδικη απόφαση. Αναφέρεται δε στην πρωτόδικη απόφαση ότι με τις  αποφάσεις αυτές έγινε δεκτό ότι η εφεσίβλητη ήταν θύμα παραπλάνησης και  εξαπάτησης του.......................... , ότι η αποδιδόμενη σ` αυτήν εξακολουθητική  πράξη της απάτης φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα και ότι συνεπώς πρέπει να  παύσει οριστικά η ποινική δίωξή της λόγω παραγραφής. Το διοικητικό  πρωτοδικείο, όπως ήδη αναφέρθηκε, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε το ένδικο  φύλλο ελέγχου. Στην κρίση αυτή η πρωτόδικη κατέληξε, μετά συνεκτίμηση όλων  των προσαχθέντων αποδεικτικών εγγράφων, κρίνοντας ότι η εφεσίβλητη, κατά το  κρινόμενο χρονικό διάστημα, εισήγαγε από το εξωτερικό 130 κιλά χρυσού στο  όνομά της, όχι όμως για λογαριασμό της αλλά για λογαριασμό και με χρήματα του  εργοδότη της ............. , ο οποίος και παρέλαβε στην πραγματικότητα το  χρυσό και τον εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια για δικό του όφελος και ότι δεν  αποδεικνύεται ότι η εφεσίβλητη διατηρούσε κατάστημα πώλησης ειδών χρυσοχοΐας  στους ..... και στην οδό .... ............. , αφού και αυτός ο έλεγχος στην  έκθεσή του βεβαιώνει ότι η περιοχή στερείται παντελώς εμπορικότητας και, όπως  του δήλωσαν η μισθώτρια του συγκεκριμένου ακινήτου και οι περίοικοι, τούτο  ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε για εμπορικές συναλλαγές, αλλά ούτε και ότι τα  βιβλία και τα στοιχεία του Κ.Φ.Σ., με τις 2019/12.7.1978 και 1883/1978  πράξεις θεώρησης αντίστοιχα, τηρήθηκαν από την ίδια. Περαιτέρω, το διοικητικό  πρωτοδικείο έκρινε ότι το εισόδημα που πραγματοποιήθηκε κατά την ένδικη χρήση  από την εισαγωγή και αγορά της προαναφερόμενης ποσότητας 130 κιλών χρυσού και  την περαιτέρω εμπορία ή επεξεργασία του σε άγνωστα εργαστήρια δεν αποκτήθηκε  από την εφεσίβλητη, αλλά από τον .......... για λογαριασμό και με χρήματα του  οποίου έγινε η εισαγωγή και αγορά του χρυσού και με εντολή του οποίου όργανά  του τηρούσαν εικονικώς βιβλία και στοιχεία του Κ.Φ.Σ. στο όνομα των φερομένων  ως εισαγωγέων. Συνεπώς, έκρινε το διοικητικό πρωτοδικείο, υποκείμενο του  φόρου για το εν λόγω εισόδημα είναι ο .............................. και όχι η  εφεσίβλητη. Eφεση του Δημοσίου κατά της ως άνω πρωτοδίκου αποφάσεως  (9500/1997) απερρίφθη με την υπ` αριθμ. 5449/1999 απόφαση του Διοικητικού  Εφετείου Αθηνών με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Η τελευταία αυτή απόφαση  αναιρέθηκε με την υπ` αριθμ. 401/2002 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας  με την αιτιολογία ότι «τόσον η αναιρεσείουσα που εμφανίσθηκε ότι έχει  συναλλαγεί όσο και αυτός που πράγματι έχει συναλλαγεί και υποκρύπτεται  υπέχουν αυτοτελώς φορολογική υποχρέωση». Επανελθόν το διοικητικό εφετείο  έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ομοίως με το Συμβούλιο της Επικρατείας,  έκανε δεκτή την έφεση του Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και στη  συνέχεια, κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 33α παρ. 1, 34 παρ. 2 και 36  παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως ίσχυαν κατά την κρινόμενη χρήση, έκρινε ότι  «νομίμως η φορολογική αρχή προέβη στον εξωλογιστικό προσδιορισμό των  ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της προσφεύγουσας, εφόσον οι  διαπιστωθείσες παραλείψεις τήρησης βιβλίων και μη επίδειξης των τιμολογίων  αγοράς ή στοιχείων (διασαφήσεις) εισαγωγής χρυσού, καθιστούν αδύνατη τη  διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο το λογιστικό προσδιορισμό  αυτών. Σε σχέση, όμως, ως προς το ύψος αυτών, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας  υπόψη την ποσότητα του εισαχθέντος χρυσού από την προσφεύγουσα, με βάση τα  προαναφερθέντα έγγραφα, ήτοι το 37344/19.5.1982 της Τραπέζης της Ελλάδος και  τις 5192.1/1.7.1978, 67197/9.9.1978 και 81515/21.10.1978 άδειες εισαγωγής,  που ανέρχεται σε 130 κιλά, τις δηλωθείσες αγορές (35.225.272 δρχ.) και τις  πωλήσεις (35.361.216 δρχ.), το ύψος των δαπανών (124.500 δρχ.) και την  κυμαινομένη τιμή της αξίας του χρυσού κατά κιλό (220.000 έως 250.000 δρχ.) τα  ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης της προσφεύγουσας πρέπει να προσδιοριστούν  στο ποσό των 6.600.000 δρχ. από την εμπορία αυτούσιας ποσότητας 30 κιλών  χρυσού (220.000 δρχ. Χ 30 κιλά) και στο ποσό των 55.000.000 δρχ. από την  επεξεργασία και πώληση 100 κιλών χρυσού (220.000 Χ 100 κιλά Χ 2,5 Σ.Μ.Κ.) και  συνολικώς στο ποσό των 61.600.000 δρχ. κατά μερική παραδοχή του σχετικού  λόγου της προσφυγής». Στη συνέχεια, το ίδιο δικαστήριο, έκρινε με την  προσβαλλομένη απόφαση ότι «ενόψει του ότι η επιχείρηση της αναιρεσείουσας  ουδέποτε ελειτούργησε στη δηλωθείσα διεύθυνση ................. και, όπως απεδείχθη από τις προσκομισθείσες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, η  εν λόγω επιχείρηση ουδέποτε απέκτησε αυτοτέλεια, η δε επιχειρηματική  δραστηριότητα της προσφεύγουσας επηρεαζόταν από τις αποφάσεις του εργοδότη  της ........... , τα καθαρά κέρδη της πρέπει να προσδιορισθούν με χρήση  συντελεστή προσδιορισμού κατώτερου του ελαχίστου, δεδομένου ότι λειτουργούσε  με συνθήκες δυσμενέστερες από εκείνες που λειτουργούν ομοειδείς επιχειρήσεις.  Με τις σκέψεις αυτές έκρινε η προσβαλλομένη απόφαση ότι «τα καθαρά κέρδη της  επιχείρησης της προσφεύγουσας πρέπει να προσδιοριστούν για τον κλάδο της  εμπορίας του αυτούσιου χρυσού στο ποσό των 66.000 δρχ. (ήτοι 660.000 Χ 1%)  και στο ποσό των 2.400.000 δρχ. για τον κλάδο επεξεργασίας και εμπορίας ειδών  χρυσοχοΐας (ήτοι 55.000.000 Χ 4%), συνολικώς δε στο ποσό των 2.466.000 δρχ.  κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της προσφυγής». Τέλος, με την ίδια απόφαση  εκρίθη ότι «στην προκειμένη περίπτωση εν όψει του ποσού των δηλωθέντων  καθαρών κερδών από την αναιρεσείουσα (111.444 δραχμές) και του  προσδιορισθέντος με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (2.466.000 δραχμές),  δικαιολογείται κατ` άρθρο 67 παρ. 2 του Ν.Δ. 3323/1955, όπως η παράγραφος  αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 820/21978, η επιβολή  πρόσθετου φόρου σε ποσοστό 60% της προκύψασας διαφοράς».

7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση  είναι αναιρετέα, διότι το δικάσαν δικαστήριο «δεν έλαβε υπ` όψιν του το άρθρο  40 παρ.3 και 4 του ν. 3220/2004, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο φύλλο 15 Α΄ της  28.1.2004 της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, δηλαδή σε ημερομηνία προγενέστερη  της ημερομηνίας συζητήσεως της υποθέσεως που έγινε στις 2.3.2004 και ο οποίος  νόμος, εφαρμοζόμενος στην περίπτωση της αναιρεσείουσας την απήλασσε από  οιαδήποτε ευθύνη». Ο λόγος αυτός πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, διότι με  τις διατάξεις του ως άνω νόμου 3220/2004, που παρατίθενται στη σκέψη 5,  προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις εικονικών στοιχείων οι φορολογικές  επιβαρύνσεις επιβάλλονται αποκλειστικά και μόνο κατά του πραγματικού υποχρέου  που υποκρύπτεται, δηλαδή κατά του ασκούντος πράγματι την επιχείρηση και όχι  σε βάρος εκείνου που εικονικά φέρεται ότι την ασκεί, όπως προκύπτει δε από  την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, «για λόγους ισονομίας», οι διατάξεις  αυτές καταλαμβάνουν οπωσδήποτε και παλαιές παραβάσεις για τις οποίες δεν  έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις ή έχουν εκδοθεί, αλλά δεν  έχουν οριστικοποιηθεί ή εκκρεμούν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Οι διατάξεις  δε αυτές που επιτρέπουν την επάνοδο επί ορισμένης κατηγορίας υποθέσεων, κατ`  είδος προσδιοριζομένων, δεν έρχονται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 57  του π.δ. 18/1989 που παρατίθεται στη σκέψη 4, σύμφωνα με την οποία το  δικαστήριο της ουσίας, επιλαμβανόμενο εκ νέου ορισμένης υποθέσεως κατόπιν  αναιρετικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύεται ως προς τα  ζητήματα που κρίθηκαν με την αναιρετική απόφαση, και δεν δύναται να αποφανθεί  διαφορετικά επ` αυτών, αλλά οφείλει να συμμορφωθεί προς τις σχετικές κρίσεις  του αναιρετικού δικαστηρίου, δεδομένου ότι η υποχρέωση αυτή αργεί, πάντως, σε  περιπτώσεις όπου μεταγενέστερος της αναιρετικής αποφάσεως νόμος, που, κατά  τους ορισμούς του, διέπει όλες τις οπωσδήποτε εκκρεμείς υποθέσεις, αίρει ή  περιορίζει την φορολογική παράβαση, που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς.


8. Επειδή, ύστερα από την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον πιο  πάνω λόγο, είναι αλυσιτελής η εξέταση των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως, η δε  υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί  στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
Δια ταύτα
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Αναιρεί την υπ` αριθμ. 1038/2004 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών,  στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας που ανέρχεται  στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 και 23 Ιουνίου 2010
Ο Προεδρεύων Σύμβουλος  Δ. Κωστόπουλος 
Η Γραμματέας  Κ. Κεχρολόγου      

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Φεβρουαρίου 2011.

 

Authors: Express.gr (ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ)

Διαβάστε περισσότερα

Σχετικά άρθρα
Σύνδεση Χρήστη

Για πλήρη πρόσβαση συνδεθείτε με τους παρακάτω κωδικούς. Όνομα Χρήστη : demo PSW : demo16

Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm