Αθήνα 30/05/2016
Αρ. πρωτ.: Σ50/12
ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν.3863/2010.
Σχετ.: Οι εγκύκλιες οδηγίες 71/2010 και 5/2015.
Με αφορμή τη διαπίστωση ότι οι διατάξεις του άρθρου 13 του Ν.3863/2010 , οι οποίες εφαρμόζονται στις περιπτώσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου που επήλθε από 15.7.2010 και μετά, δεν εφαρμόζονται με ενιαίο τρόπο από όλες τις υπηρεσίες συντάξεων, θεωρούμε απαραίτητο να διευκρινιστούν τα ακόλουθα:
1. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ.1δ της παρ.1 του άρθρου 13 του Ν. 3863/2010 , οι διατάξεις της περ. δ΄ της παρ. 6 του άρθ. 5 του N. 825/78 , όπως ισχύουν κάθε φορά, δεν εφαρμόζονται στις συντάξεις λόγω θανάτου που χορηγούνται με τις διατάξεις αυτές σε συνταξιούχους που λαμβάνουν και άλλη σύνταξη είτε από ίδιο δικαίωμα από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό εκτός του Δημοσίου είτε άλλη σύνταξη λόγω θανάτου, με αποτέλεσμα, μετά την παρέλευση τριετίας από το θάνατο, να δικαιούνται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου, μειωμένο κατά 50% ή 30%, ανάλογα με την περίπτωση.
Βάσει δε των διατάξεων του άρθ. 2 παρ. 5α του Ν. 4002/2011 και σύμφωνα με τις οδηγίες της εγκυκλίου 5/2015, στις περιπτώσεις που ο θάνατος συνέβη από 21/7/2010 και μετά, ο επιζών σύζυγος που λαμβάνει και σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος από το Δημόσιο ή με βάση το ειδικό καθεστώς του Ν. 3163/55 και σύνταξη λόγω θανάτου από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή από τα εντασσόμενα σε αυτό Ταμεία, μετά τη λήξη της πρώτης τριετίας από το θάνατο έχει το δικαίωμα επιλογής, ανάλογα με την ηλικία του, της σύνταξης στην οποία θα εφαρμοστεί η μείωση κατά 50% ή κατά 30%, ενώ και στην περίπτωση αυτή εξακολουθούν να ισχύουν οι εξαιρέσεις από τις περικοπές κατά 50% ή κατά 30% για τους επιζώντες συζύγους που κατά το χρόνο του θανάτου του/της συζύγου φέρουν ποσοστό αναπηρίας 67% και για όσο χρόνο διαρκεί η αναπηρία τους. Επίσης, διευκρινίστηκε ότι για τις χορηγούμενες συντάξεις λόγω θανάτου ο οποίος επήλθε από 21/7/2010 και μετά, μετά την πάροδο τριετίας από το θάνατο, εάν ο δικαιούχος λαμβάνει και άλλη σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος ή θανάτου από οποιοδήποτε φορέα, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου θα ανέλθει στο κατώτατο όριο - εάν είναι μικρότερο αυτού - ενώ η μείωση κατά 30% ή 50% θα γίνει στο κατώτατο όριο.
2. Στην παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν.3863/2010 ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του ΟΓΑ, ο οποίος λαμβάνει σύνταξη με βάση τις διατάξεις του Ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α΄), του Ν.Δ. 4575/1966 (ΦΕΚ 227 Α΄), του Ν.Δ. 1390/1973 (ΦΕΚ 103 Α΄), του Ν. 1745/1987 (ΦΕΚ 234 Α΄) και του Ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄), καθώς και στην περίπτωση που ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις.»
Ως εκ τούτου, για τις συντάξεις που χορηγούνται λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου από 15.7.2010 και μετά, ισχύει ότι εάν ο επιζών σύζυγος είναι ασφαλισμένος ή συνταξιούχος του ΟΓΑ και λαμβάνει σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α΄), του Ν.Δ. 4575/1966 (ΦΕΚ 227 Α΄), του Ν.Δ. 1390/1973 (ΦΕΚ 103 Α΄), του Ν. 1745/1987 (ΦΕΚ 234 Α΄) και του Ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α΄) δεν εφαρμόζονται συνολικά οι ρυθμίσεις του άρθρου 13 του Ν. 3863/2010 , δηλαδή, αφενός, η σύνταξη λόγω θανάτου δεν υφίσταται μείωση μετά την πάροδο τριετίας από το θάνατο και, αφετέρου, δεν καταβάλλονται τα κατώτατα όρια σύνταξης λόγω θανάτου, ακόμα και αν είναι μικρότερα από τα οργανικά ποσά.
Κάθε αντίθετη γενική ή ειδική οδηγία ως προς το ζήτημα αυτό δεν ισχύει. Διευκρινίζουμε ότι, για περιπτώσεις θανάτων μετά τις 12.5.2016, που ισχύει ο Ν. 4387/16, θα δοθούν οδηγίες μεταγενέστερα με σχετική εγκύκλιο.