Εκτύπωση

NOMOΣ 4799/2021

ΦΕΚ Α 78 / 18.05.2021

 

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (L 150), ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/879 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Μαΐου 2019 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και της Οδηγίας 98/26/ΕΚ (L 150), μέσω της τροποποίησης του άρθρου 2 του v. 4335/2015, και λοιπές επείγουσες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή

 

 

 

 

ΜΕΡΟΣ Γ’
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

 

Άρθρο 105
Κατάταξη απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση Τροποποίηση του άρθρου 145Α του v. 4261/2014


Στην παρ. 1 του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107) αντικαθίστανται το πρώτο και το τελευταίο εδάφιο καθώς και οι περ. α) και θ), προστίθενται περ. ι) και ια) και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 145Α

Κατάταξη των απαιτήσεων στην ειδική εκκαθάριση


1. Κατά την ειδική εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων και με την επιφύλαξη της παρ. 2 του παρόντος άρθρου, οι κατωτέρω απαιτήσεις κατατάσσονται κατά την ακόλουθη σειρά:

(α) Απαιτήσεις της παρ. 3 του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (KΠολΔ).
(β) Απαιτήσεις του Δημοσίου σε περίπτωση εφαρμογής των εσωτερικών άρθρων 57 ή 58 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
(γ) Απαιτήσεις από εγγυημένες καταθέσεις ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των καταθετών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ λόγω της χρήσης του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων (ΣΚΚ) στο πλαίσιο της εξυγίανσης κατά το εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
(δ) Απαιτήσεις του Δημοσίου από κάθε αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές.
(ε) Οι ακόλουθες απαιτήσεις:

αα) Απαιτήσεις του Ταμείου Εξυγίανσης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 98 σε περίπτωση χρηματοδότησης με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Ταμείου Εξυγίανσης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 95 του άρθρου 2 του v. 4335/2015.
ββ) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά το άρθρο 9 του v. 4370/2016 (Α’ 37), όπως και από καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ένωση.

(στ) Απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες με την έννοια των άρθρων 12 και 13 του v. 4370/2016 ή απαιτήσεις του ΤΕΚΕ, το οποίο υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πελατών επενδυτών, στους οποίους καταβάλλει αποζημίωση, κατά το μέτρο αυτής της αποζημίωσης.
(ζ) Απαιτήσεις από επιλέξιμες καταθέσεις κατά το τμήμα που υπερβαίνουν το όριο κάλυψης κατά το άρθρο 9 του v. 4370/2016 και δεν εμπίπτουν στην περ. ε’ ανωτέρω.
(η) Απαιτήσεις από καταθέσεις που εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων σύμφωνα με το άρθρο 12 του v. 4370/2016, στις οποίες όμως δεν συμπεριλαμβάνονται οι καταθέσεις που εμπίπτουν στην περ. β’ της διάταξης αυτής.
(θ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που εμπίπτουν στις υπό (ι) έως και (ια) κατωτέρω περιπτώσεις, λοιπές απαιτήσεις, που δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις ούτε είναι τελευταίας σειράς κατά την αντίστοιχη σύμβαση, όπως ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, απαιτήσεις από δάνεια και άλλες πιστωτικές συμβάσεις, από συμβάσεις προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών ή από παράγωγα, απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, απαιτήσεις από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα έκδοσης θυγατρικών του με την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, καθώς επίσης απαιτήσεις τέτοιων θυγατρικών του πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα, διά της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης χρεωστικών μέσων από αυτές τις θυγατρικές.

Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.
(ι) οι απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, που πληρούν τις ακόλουθες υπό (αα), (ββ) και (γγ) προϋποθέσεις, ήτοι

(αα) η αρχική συμβατική διάρκειά τους είναι τουλάχιστον ένα (1) έτος,
(ββ) δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα, τα δε χρεωστικά μέσα δεν θεωρούνται ότι περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα μόνο επειδή έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο που βασίζεται σε ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς ή επειδή είναι εκφρασμένα σε αλλοδαπό νόμισμα εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα και
(γγ) τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση και διάθεσή τους αναφέρουν ρητά την κατάταξή τους στην τάξη της παρούσας περ. (ι).

Στην ίδια περίπτωση κατατάσσονται και οι απαιτήσεις που απορρέουν από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα έκδοσης θυγατρικών του κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, που φέρουν τα ως άνω υπό (αα) έως και (γγ) χαρακτηριστικά και απαιτήσεις τέτοιων θυγατρικών του πιστωτικού ιδρύματος, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα, διά της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης τέτοιων χρεωστικών μέσων από αυτές τις θυγατρικές.

Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.

(ια) οι απαιτήσεις που πηγάζουν από χρεωστικά μέσα μειωμένης κατάταξης ή μέσα της κατηγορίας 2 ή υβριδικούς τίτλους ή πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή προνομιούχες μετοχές ή κοινές μετοχές, μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 έκδοσης του πιστωτικού ιδρύματος, τηρουμένης της διαφοροποίησης στην κατάταξη μεταξύ των κατηγοριών απαιτήσεων που εμπίπτουν στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα περίπτωση εμπίπτουν και απαιτήσεις που απορρέουν από εγγυήσεις που έχουν δοθεί από το πιστωτικό ίδρυμα για χρεωστικά μέσα μειωμένης κατάταξης ή υβριδικούς τίτλους ή άλλους τίτλους των ως άνω υπό (ια) κατηγοριών έκδοσης θυγατρικών του κατά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 32 του v. 4308/2014, ανεξάρτητα αν αυτές εδρεύουν στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, όταν αυτές οι απαιτήσεις απορρέουν από σύμβαση δανείου ή κατάθεσης με το πιστωτικό ίδρυμα, δια της οποίας συμβάσεως δανείζεται ή κατατίθεται στο πιστωτικό ίδρυμα το προϊόν της έκδοσης τέτοιων χρεωστικών μέσων ή υβριδικών τίτλων ή άλλων τίτλων των ως άνω υπό (ια) κατηγοριών από αυτές τις θυγατρικές.

Σε περίπτωση κατάθεσης τέτοιας θυγατρικής στο πιστωτικό ίδρυμα, το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται στο τμήμα της κατάθεσης που δεν εμπίπτει στην περ. (γ) της παρούσας παραγράφου.
Οι απαιτήσεις αα’ και ββ’ της περ. ε’ ικανοποιούνται συμμέτρως.

Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 975 ως 978 του ΚΠολΔ.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 106
Κατάταξη των απαιτήσεων κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων Προσθήκη εσωτερικού άρθρου 103Α του άρθρου 2 του v. 4335/2015


Μετά το εσωτερικό άρθρο 103 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87), προστίθεται εσωτερικό άρθρο 103Α ως εξής:

«Άρθρο 103Α

Κατάταξη των απαιτήσεων κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων


1. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας τους (διαδικασία αφερεγγυότητας):

α) τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης που προβλέπεται για απαιτήσεις κοινών μη εξασφαλισμένων πιστωτών:

i) το τμήμα των επιλέξιμων καταθέσεων φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται, στο άρθρο 9 του v. 4370/2016 (Α’ 37),
ii) οι καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που θα ήταν επιλέξιμες αν δεν είχαν γίνει μέσω υποκαταστημάτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ανήκουν σε ιδρύματα εγκατεστημένα στην ΕΕ,

β) τα ακόλουθα έχουν την ίδια σειρά κατάταξης, που είναι υψηλότερη από τη σειρά κατάταξης της περ. α):

i) οι καλυπτόμενες καταθέσεις,

ii) το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που υποκαθίσταται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των καλυπτόμενων καταθετών σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

Με τον όρο καταθέσεις νοούνται τα κεφάλαια πελατών που έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τις περ. β’ και γ’ της παρ. 1 του άρθρου 4 της κατ’ εξουσιοδότηση οδηγίας 2017/593 (L 87), όπως αυτή έχει ενσωματωθεί με την απόφαση ΕΚ 1/808/7.2.2018 (Β’ 812).

2. Για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι κοινές μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης από εκείνη των μη εξασφαλισμένων απαιτήσεων που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) η αρχική συμβατική διάρκεια των χρεωστικών μέσων είναι τουλάχιστον ένα (1) έτος,
β) τα χρεωστικά μέσα δεν περιέχουν ενσωματωμένα παράγωγα και δεν είναι παράγωγα. Δεν θεωρούνται χρεωστικά μέσα με ενσωματωμένα παράγωγα, μόνον λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, τα χρεωστικά μέσα με κυμαινόμενο επιτόκιο, που προέρχεται από ευρέως χρησιμοποιούμενο επιτόκιο αναφοράς, και τα χρεωστικά μέσα που δεν είναι εκφρασμένα στο εθνικό νόμισμα του εκδότη εφόσον το κεφάλαιο, η αποπληρωμή και οι τόκοι είναι στο ίδιο νόμισμα,
γ) τα σχετικά συμβατικά έγγραφα και, κατά περίπτωση, το ενημερωτικό δελτίο που σχετίζονται με την έκδοση αναφέρουν ρητά τη χαμηλότερη σειρά κατάταξης σύμφωνα με την παρούσα.

3. Οι μη εξασφαλισμένες απαιτήσεις που απορρέουν από χρεωστικά μέσα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις της περ. α), β) και γ) της παρ. 2 έχουν υψηλότερη σειρά κατάταξης από τη σειρά κατάταξης των απαιτήσεων που απορρέουν από μέσα που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως δ) της παρ. 1 του άρθρου άρθρο 48 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.
4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφασή της δύναται να εξειδικεύσει τους όρους και να καθορίσει κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 107
Ομολογίες και μεταβιβάσιμα χρέη Αντικατάσταση της περ. β’ του ορισμού 110 του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015


Η περ. β) του ορισμού 110, του εσωτερικού άρθρου 2 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87) αντικαθίσταται και ο ορισμός 110 διαμορφώνεται ως εξής:

«110) «χρεωστικά μέσα»:

α) για τους σκοπούς των περ. ζ’ και ι’ της παρ. 1 του άρθρου 63: ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή, καθώς και μέσα που παρέχουν δικαιώματα απόκτησης χρεωστικών μέσων, και
β) για τους σκοπούς του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107) και του εσωτερικού άρθρου 103Α του άρθρου 2 του v. 4335/2015, οι ομολογίες και άλλες μορφές μεταβιβάσιμων χρεών, καθώς και μέσα με τα οποία δημιουργείται ή αναγνωρίζεται μία οφειλή.»

 

 

 

 

Άρθρο 108
Εκπρόσωπος των ομολογιούχων Τροποποίηση του άρθρου 64 του v. 4548/2018


Η παρ. 2 του άρθρου 64 του v. 4548/2018 (Α’ 104) αντικαθίσταται και το άρθρο 64 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 64

Εκπρόσωπος των ομολογιούχων


1. Σε κάθε περίπτωση οργάνωσης των ομολογιούχων σε ομάδα, ορίζεται υποχρεωτικά από την εκδότρια εκπρόσωπος των ομολογιούχων με έγγραφη σύμβαση.
2. Εκπρόσωπος των ομολογιούχων ορίζεται μόνο πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία συνδεδεμένη κατά την έννοια του άρθρου 32 του v. 4308/2014 (Α’ 251), με πιστωτικό ίδρυμα ή Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 1 του v. 4354/2015 (Α’ 176) ή επιχείρηση επενδύσεων ή κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή Διαχειριστής Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ) κατά την έννοια της υποπερ. αα της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του v. 4209/2013 (Α’ 253) ή διαχειριστής εταιρείας επιχειρηματικού κεφαλαίου κατά την έννοια του στοιχείου γ’ του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 115) ή πολυμερής τράπεζα ανάπτυξης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 117 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 176). Σε περίπτωση που υπάρχει μόνο ένας ομολογιούχος, αυτός μπορεί να ορίζεται ως εκπρόσωπος, ακόμη και αν δεν πληροί τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται και στα ομολογιακά δάνεια του v. 3156/2003 (Α’ 157).
3. Απαγορεύεται o ορισμός ως εκπροσώπου των ομολογιούχων:

α) της εκδότριας ή συνδεδεμένης με αυτήν επιχείρησης, κατά την έννοια του άρθρου 32 του v. 4308/2014,
β) εταιρείας που έχει παράσχει οποιουδήποτε είδους εμπράγματη ή προσωπική ασφάλεια για την εξασφάλιση υποχρεώσεων που απορρέουν από το ομολογιακό δάνειο,
γ) εταιρείας η οποία έχει εκδώσει μετοχές, ομολογίες ή άλλους τίτλους που είναι ανταλλάξιμοι στο πλαίσιο του ομολογιακού δανείου.

Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει αν το άθροισμα της αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που έχει εκδώσει η εταιρεία, που πρόκειται να ορισθεί ως εκπρόσωπος των ομολογιούχων, δεν υπερβαίνει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) της συνολικής αξίας των μετοχών, ομολογιών και άλλων τίτλων που προσφέρονται στο πλαίσιο της ανταλλαγής.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 109
Καταργούμενες διατάξεις


Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται:

1. Η παρ. 1α του άρθρου 145Α του v. 4261/2014 (Α’ 107).
2. Η παρ. 2 του εσωτερικού άρθρου 103 του άρθρου 2 του v. 4335/2015 (Α’ 87).

 

 

 

 

Άρθρο 110
Επέκταση της απαλλαγής μισθώματος επαγγελματικών μισθώσεων.

Τροποποίηση της παρ. 10 του άρθρου δεύτερου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου


Η παρ. 10 του δεύτερου άρθρου της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του v. 4683/2020 (Α’ 83) τροποποιείται ως προς τους μήνες απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος ως εξής:

«10. Ειδικά για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του έτους 2021, ο μισθωτής επαγγελματικής μίσθωσης προς εγκατάσταση επιχείρησης, για την οποία έχουν ληφθεί ειδικά και έκτακτα μέτρα περί αναστολής ή προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας για προληπτικούς ή κατασταλτικούς λόγους που σχετίζονται με τον κορωνοϊό COVID-19 ή η οποία πλήττεται οικονομικά λόγω της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19 και ανήκει σε συγκεκριμένους κλάδους επιχειρήσεων, πέραν των αναφερόμενων στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8α, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του συνολικού μισθώματος, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων περί εμπορικών μισθώσεων, σύμφωνα με το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. 1.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), προσδιορίζονται οι πληγείσες επιχειρήσεις του πρώτου εδαφίου ανά κλάδο και ανά μήνα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.

Η ως άνω απόφαση αφορά σε επιχειρήσεις οι οποίες δεν εντάσσονται στις αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 8α.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 111
Προσωρινό μέτρο κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων με τη μορφή επιδότησης παγίων δαπανών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 29 του v. 4772/2021


Η παρ. 2 του άρθρου 29 του v. 4772/2021 (Α’ 17) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η ενίσχυση χορηγείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπό στοιχεία C (2020) 1863 της 19ης Μαρτίου 2020 Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Προσωρινό πλαίσιο για τη λήψη μέτρων κρατικής ενίσχυσης με σκοπό να στηριχθεί η οικονομία κατά τη διάρκεια της τρέχουσας έξαρσης της νόσου COVID-19», και κατόπιν έγκρισης του σχετικού καθεστώτος ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 112
Ρυθμίσεις σχετικά με τον φόρο πώλησης επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών Αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998


1. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του v. 2579/1998 (Α’ 31), αντικαθίσταται ως εξής:

«2.

α. Επιβάλλεται φόρος («Φόρος Πώλησης») με συντελεστή δύο τοις χιλίοις (2%ο) στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τον v. 4514/2018 (Α’ 14), ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διενεργούνται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης. Ο Φόρος Πώλησης δεν επιβάλλεται, κατά περίπτωση, εφόσον προβλέπεται εξαίρεση σύμφωνα με ειδικές διατάξεις.
β. Ο Φόρος Πώλησης υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών και βαρύνει τον πωλητή, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, νομική οντότητα, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, χωρίς να εξετάζονται η ιθαγένεια και ο τόπος που διαμένουν ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους. Αν δεν καταχωρίζεται τιμή, ο φόρος υπολογίζεται επί της τιμής κλεισίματος του τίτλου, την ημέρα που διενεργήθηκε η συναλλαγή.
γ. Ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών που διακανονίζονται από το Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων (Κ.Α.Τ.), όπως αυτό ορίζεται με βάση την παρ. 1 του άρθρου 1 του v. 4569/2018 (Α’ 179), υπολογίζεται από το Κ.Α.Τ., το οποίο γνωστοποιεί σε ημερήσια βάση τον Φόρο Πώλησης στους συμμετέχοντες σε αυτό, για λογαριασμό των πωλητών. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου είναι ο συμμετέχων μέσω του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων.

Ο φόρος που υπολογίζεται και γνωστοποιείται σε κάθε συμμετέχοντα σύμφωνα με την παρούσα καταβάλλεται από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα.

Το Κ.Α.Τ. υποχρεούται, σύμφωνα με τις διαδικασίες του, να αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του, Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), τον φόρο που εισέπραξε από τον συμμετέχοντα για τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν μέσα σε κάθε μήνα με δήλωση στην οποία αναγράφονται διακεκριμένα ο οφειλόμενος φόρος και το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. Η δήλωση αυτή υπέχει θέση δήλωσης και για τον συμμετέχοντα ως προς την υποχρέωση καταβολής της διαφοράς του οφειλόμενου από αυτόν φόρου και του φόρου που κατέβαλε στο Κ.Α.Τ.

Η δήλωση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα που διακανονίστηκαν οι ανωτέρω συναλλαγές.

Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής ή μη καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. και της συνακόλουθης εκπρόθεσμης απόδοσης ή μη απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., εφαρμόζεται για τον συμμετέχοντα το άρθρο 53 του v. 4174/2013 (Α’ 170). Ειδικότερα στην περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 για τον συμμετέχοντα εφαρμόζονται, μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, το άρθρο 53 εφαρμόζεται για το Κ.Α.Τ. Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης απόδοσης του φόρου, που εισέπραξε το Κ.Α.Τ. από τους συμμετέχοντες, εφαρμόζονται για το Κ.Α.Τ. το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης του φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
δ. Ο Φόρος Πώλησης επί των συναλλαγών μετοχών που τηρούνται από εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή σε συλλογικό λογαριασμό αξιών και διακανονίζονται εκτός του κεντρικού αποθετηρίου τίτλων υπολογίζεται σε ημερήσια βάση από τον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 2 του v. 4569/2018, ή άλλο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών, για λογαριασμό των πωλητών.

Ο Φόρος Πώλησης καταβάλλεται από έκαστο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών στον επόμενο διαμεσολαβητή ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., κατά περίπτωση. Υπόχρεος για την καταβολή του φόρου πώλησης στο Κ.Α.Τ. είναι ο συμμετέχων.

Ο φόρος που υπολογίζεται στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται με δήλωση καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα, προς το Κ.Α.Τ., μέχρι τη δέκατη πέμπτη ημέρα κάθε μήνα και αφορά τις συναλλαγές που διακανονίστηκαν τον προηγούμενο μήνα.

Το Κ.Α.Τ. με βάση τη δήλωση καταβολής του φόρου που έλαβε από τον συμμετέχοντα, αποδίδει εφάπαξ στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ. τον φόρο που εισέπραξε για τις πωλήσεις μετοχών με δήλωση που υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον μήνα που διακανονίστηκαν οι σχετικές συναλλαγές.
Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης καταβολής του φόρου πώλησης από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ. και της συνακόλουθης μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., επιβάλλεται στον συμμετέχοντα πρόστιμο ισόποσο του τόκου του άρθρου 53 και των κυρώσεων των άρθρων 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση.

Εάν η εκπρόθεσμη ή ανακριβής υποβολή της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα προς το Κ.Α.Τ. οφείλεται σε υπαιτιότητα άλλου διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή του εγγεγραμμένου διαμεσολαβητή, ο συμμετέχων διατηρεί το δικαίωμα να επιρρίψει στους υπαίτιους διαμεσολαβητές τις κυρώσεις που του έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατά τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην οικεία πράξη επιβολής προστίμου που εκδίδεται από την Α.Α.Δ.Ε.

Σε περίπτωση μη υποβολής ή ανακριβούς υποβολής της δήλωσης καταβολής του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., πέραν του ως άνω προστίμου, βεβαιώνεται σε βάρος του και ο Φόρος Πώλησης που δεν καταβλήθηκε στο Κ.Α.Τ.

Σε περίπτωση που μετά από έλεγχο διαπιστωθεί ότι οποιοσδήποτε διαμεσολαβητής της αλυσίδας διαμεσολαβητών δεν έχει καταβάλει τον φόρο πώλησης σε επόμενο διαμεσολαβητή της αλυσίδας διαμεσολαβητών ή στον εγγεγραμμένο διαμεσολαβητή ή στον συμμετέχοντα κατά περίπτωση, ο Φόρος Πώλησης που δεν καταβλήθηκε βεβαιώνεται σε βάρος του υπαίτιου διαμεσολαβητή και του επιβάλλεται πρόστιμο που ισούται με το ποσό του φόρου που δεν κατέβαλε.

Για την επιβολή των προστίμων αυτών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 62 του v. 4174/2013. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ., το πρόστιμο που ισούται με τον τόκο του άρθρου 53 του v. 4174/2013, για τον συμμετέχοντα, υπολογίζεται μέχρι και την τρίτη εργάσιμη ημέρα μετά την ημερομηνία καταβολής του φόρου στο Κ.Α.Τ.
Σε περίπτωση μη υποβολής, εκπρόθεσμης ή ανακριβούς υποβολής δήλωσης απόδοσης του φόρου που δεν οφείλεται σε μη υποβολή δήλωσης ή εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης ή ανακριβή υποβολή δήλωσης αντίστοιχα από τον συμμετέχοντα, το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση εφαρμόζονται για το Κ.Α.Τ.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της ΑΑΔΕ και γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται ειδικότερα ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης καταβολής φόρου προς το Κ.Α.Τ., η διαδικασία συλλογής του φόρου και εκκαθάρισής του από το Κ.Α.Τ., ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και των πράξεων επιβολής προστίμων, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
ε. Ο Φόρος Πώλησης επιβάλλεται επίσης και στις πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε ρυθμιζόμενη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης που λειτουργούν στην αλλοδαπή, ή σε άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές συναλλαγές διακανονίζονται εντός ή εκτός των ως άνω αναφερόμενων τόπων διαπραγμάτευσης, εφόσον οι πωλητές είναι φυσικά πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα ή ημεδαπές ή αλλοδαπές επιχειρήσεις που έχουν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.
Ο οφειλόμενος φόρος υπολογίζεται επί της αξίας πώλησης των μετοχών, η οποία αναγράφεται στα εκδιδόμενα αποδεικτικά στοιχεία και αποδίδεται από τον πωλητή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη φορολογία του εισοδήματός του, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο πωλήθηκαν οι μετοχές.
Κατόπιν σχετικής συμφωνίας του με τον πωλητή, ο φόρος δύναται να αποδίδεται από τον εποπτευόμενο χρηματοπιστωτικό οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό του πωλητή στη συναλλαγή.
Το άρθρο 53 και τα άρθρα 54 ή 58 του v. 4174/2013, κατά περίπτωση εφαρμόζονται ανάλογα, σε βάρος του πωλητή για τον φόρο που οφείλεται με βάση την παρούσα περίπτωση.
Ο φόρος της παρούσας περίπτωσης δεν επιβάλλεται όταν οι πωλήσεις πραγματοποιούνται σε αλλοδαπό χρηματιστήριο με το οποίο το Χρηματιστήριο Αθηνών έχει δημιουργήσει κοινό ηλεκτρονικό σύστημα διαπραγμάτευσης και με την προϋπόθεση ότι για τις πωλήσεις αυτές προβλέπεται η καταβολή ανάλογου φόρου στην αλλοδαπή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης απόδοσης φόρου του πωλητή προς την αρμόδια φορολογική αρχή στην οποία αυτός υπάγεται, τα δικαιολογητικά ή άλλα στοιχεία που συνυποβάλλονται με τη δήλωση απόδοσης φόρου, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
στ. Σε περίπτωση ύπαρξης οφειλών από τον Φόρο Πώλησης που οφείλονται αποκλειστικά σε μη καταβολή του φόρου από τον συμμετέχοντα στο Κ.Α.Τ., σύμφωνα με την περ. γ’ και της συνακόλουθης μη απόδοσης του φόρου από το Κ.Α.Τ. στην αρμόδια για τη φορολογία του Δ.Ο.Υ., η Φορολογική Διοίκηση χορηγεί, με την προσκόμιση των κατάλληλων αποδεικτικών εγγράφων, στο Κ.Α.Τ., αποδεικτικό ενημερότητας, κατά παρέκκλιση του άρθρου 12 του v. 4174/2013.
Με απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. καθορίζονται τα δικαιολογητικά που προσκομίζονται για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης.
ζ. Οι περ. α’ έως και στ’, ισχύουν για συναλλαγές με ημερομηνία διακανονισμού από την έναρξη ισχύος της άδειας της παρ. 1 του άρθρου 29 του v. 4569/2018, εκτός της περ. ε’, η οποία ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 113
Μεταγραφή πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 2166/1993


Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 2166/1993 (Α’ 137) προστίθενται δύο εδάφια και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η κατά το άρθρο 1 του παρόντος νόμου σύμβαση, η εισφορά και η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων, κάθε σχετική πράξη ή συμφωνία που αφορά την εισφορά ή μεταβίβαση στοιχείων ενεργητικού ή παθητικού ή άλλων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, και κάθε εμπράγματου ή ενοχικού δικαιώματος, οι αποφάσεις των κατά νόμο οργάνων των μετασχηματιζόμενων εταιρειών, η σχέση συμμετοχής στο κεφάλαιο της νέας εταιρείας, καθώς και κάθε άλλη συμφωνία ή πράξη που απαιτείται για το μετασχηματισμό ή τη σύσταση της νέας εταιρείας, η δημοσίευση αυτών στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και η μεταγραφή των σχετικών πράξεων απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος χαρτοσήμου ή οιουδήποτε άλλου τέλους υπέρ του Δημοσίου, ως και εισφοράς ή δικαιώματος υπέρ οιουδήποτε τρίτου.
Για τη μεταγραφή ή την εγγραφή των σχετικών πράξεων μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων των μετασχηματιζόμενων επιχειρήσεων καταβάλλονται μόνο πάγια δικαιώματα εμμίσθων ή αμίσθων υποθηκοφυλάκων και προϊσταμένων κτηματολογικών γραφείων, ποσού ύψους τριακοσίων (300) ευρώ, χωρίς οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση, αμοιβή, επίδομα ή τέλος, ανεξαρτήτως του χρόνου πραγματοποίησης του μετασχηματισμού και συντέλεσης των σχετικών πράξεων μεταβίβασης. 

Για τη μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται εφαρμόζεται αναλόγως η παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997 (Α’ 154).»

 

 

 

 

Άρθρο 114
Καταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων συγχωνευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων Τροποποίηση της παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997


Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 16 του v. 2515/1997 (Α’ 154) προστίθενται πέντε εδάφια, τροποποιείται το πρώτο εδάφιο και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«8. Η μεταγραφή των ακινήτων και εμπραγμάτων δικαιωμάτων γενικώς που μεταβιβάζονται από τα συγχωνευόμενα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομα του από τη συγχώνευση προερχόμενου νέου πιστωτικού ιδρύματος ή του απορροφώντος, εφόσον δεν υπάρχει περιγραφή αυτών στη σύμβαση ή το καταστατικό, γίνεται εφαρμοζομένων κατ’ αναλογία των διατάξεων του άρθρου 1197 του Αστικού Κώδικα, με καταχώριση στα οικεία βιβλία μεταγραφών ή στα οικεία κτηματολογικά φύλλα αποσπάσματος της σύμβασης ή του καταστατικού, στο οποίο να εμφαίνεται ότι το απορροφoύν ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος των συγχωνευομένων, με έκθεση που περιέχει τα απαιτούμενα από το άρθρο 1194 του Α.Κ. στοιχεία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και την ταυτότητα των ακινήτων που αφορούν.
Κατά παρέκκλιση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν απαιτείται να μνημονεύονται ή να προσαρτώνται πιστοποιητικά της φορολογικής διοίκησης, οποιασδήποτε μορφής ή χρήσης, ή οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας, οργανισμού ή εταιρείας ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) κάθε βαθμού, ή οποιεσδήποτε διοικητικές εγκρίσεις, βεβαιώσεις μηχανικών, βεβαιώσεις υποθηκοφυλακείων ή κτηματολογικών γραφείων, ή λοιπές βεβαιώσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, πιστοποιητικά, τοπογραφικά διαγράμματα, αποσπάσματα κτηματολογικών διαγραμμάτων και σχεδιαγράμματα για τη μεταβίβαση ακινήτων, ακόμη και εκείνων που έχουν αποκτηθεί με αναγκαστική απαλλοτρίωση ή βρίσκονται σε παραμεθόριες περιοχές.

Από τα πιστοποιητικά του προηγούμενου εδαφίου εξαιρείται το πιστοποιητικό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτου (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του άρθρου 54Α του v. 4174/2013 (Α’ 170), το οποίο επισυνάπτεται στη σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης ή στην έκθεση που επισυνάπτεται κατά την καταχώριση στα οικεία βιβλία μεταγραφών αποσπάσματος της σύμβασης ή του καταστατικού, στο οποίο εμφαίνεται ότι το απορροφούν ή το νέο πιστωτικό ίδρυμα είναι καθολικός διάδοχος των συγχωνευομένων.

Η σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης που συντάσσεται στο πλαίσιο μετασχηματισμών με τις διατάξεις του παρόντος, χωρίς την επισύναψη των αναφερομένων στο δεύτερο εδάφιο εγγράφων, είναι κατά τούτο νόμιμη και έγκυρη και παράγει όλες τις έννομες συνέπειές της.

Οι υποθηκοφύλακες και προϊστάμενοι κτηματολογικών γραφείων καταχωρούν υποχρεωτικά τη σύμβαση ή πράξη συγχώνευσης ή διάσπασης στα οικεία βιβλία, κατά τα παραπάνω κατ’ εξαίρεση προβλεπόμενα.

Σε περίπτωση συγχώνευσης, διάσπασης ή απόσχισης κλάδου πιστωτικών ιδρυμάτων ή άλλου εταιρικού μετασχηματισμού, η διαδικασία μεταγραφής ή εγγραφής εμπράγματων δικαιωμάτων, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί κατά τον χρόνο συντέλεσης του εταιρικού μετασχηματισμού, ολοκληρούται από το νομικό πρόσωπο στο οποίο περιέρχεται τελικώς το εμπράγματο δικαίωμα, ως καθολικού διαδόχου, σύμφωνα με την παρούσα και την παρ. 9.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 115
Παράταση Προγράμματος «Γέφυρα ΙΙ»


Η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 68 του v. 4790/2021 (Α΄ 48) παρατείνεται από τη λήξη της έως και την 31η Μαΐου 2021.

 

 

 

 

Άρθρο 116
Απαλλαγή από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας των ασθενοφόρων του άρθρου δωδέκατου του v. 4787/2021


Η αγορά ασθενοφόρων δυνάμει του δωδέκατου άρθρου του v. 4787/2021 (Α’ 44) απαλλάσσεται του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

Στις υποβληθείσες προσφορές η αξία αναφέρεται χωρίς Φ.Π.Α. και ο ανάδοχος που επιλέγεται δεν επιβαρύνει την αξία παράδοσης με Φ.Π.Α.

 

 

 

 

 

Άρθρο 117
Ειδική εκκαθάριση δημοσίων επιχειρήσεων Τροποποίηση της παρ. 15 του άρθρου 14Α του v. 3429/2005


1. Στην παρ. 15 του άρθρου 14Α του v. 3429/2005 (Α’ 314) προστίθενται νέα πέμπτο και έκτο εδάφια, τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο και η παρ. 15 διαμορφώνεται ως εξής:

«15. Εάν δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά, ή αν πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν το 51% τουλάχιστον των κατά της επιχείρησης απαιτήσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου δηλώσουν εγγράφως προς τον εκκαθαριστή, εντός της προθεσμίας της παρ. 10 του παρόντος, ότι δεν θεωρούν καμία από τις υποβληθείσες προσφορές ως συμφέρουσα για τους πιστωτές, ο διαγωνισμός επαναλαμβάνεται με τη δημοσίευση εντός δεκαπέντε ημερών νέας διακήρυξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Εάν και ο νέος διαγωνισμός δεν τελεσφορήσει, τα περιουσιακά στοιχεία της υπό εκκαθάριση επιχείρησης που δεν κατέστη δυνατόν να πωληθούν, πωλούνται ως σύνολο ή τμηματικά, με ελεύθερη διαπραγμάτευση, ύστερα από δημόσια πρόσκληση, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Επί των πωλήσεων της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή οι απαλλαγές της παρ. 16 του παρόντος άρθρου.
Σε περίπτωση που διενεργηθούν τουλάχιστον τρεις πλειοδοτικοί διαγωνισμοί με τη διαδικασία της ελεύθερης διαπραγμάτευσης μετά από δημόσια πρόσκληση για την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων, και δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά ή οι υποβληθείσες προσφορές δεν θεωρηθούν συμφέρουσες από τον εκκαθαριστή ή τους πιστωτές, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 10 του παρόντος άρθρου, τότε τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία λογίζονται ιδιαιτέρως μικρής αξίας και ο εκκαθαριστής δύναται να τα μεταβιβάσει χωρίς αντάλλαγμα, κατά την κρίση του, σε δημόσιους φορείς ή υπηρεσίες ή σε κοινωφελή ιδρύματα.
Η χωρίς αντάλλαγμα μεταβίβαση, λαμβάνει χώρα κατ’ ανάλογη εφαρμογή του v. 4182/2013 (Α’ 185). Με τη μεταγραφή της σχετικής πράξης αποδοχής στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο ή την καταχώρισή της στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο επέρχεται αυτοδίκαια η εξάλειψη και διαγραφή των υφιστάμενων υπέρ τρίτων βαρών. Η ως άνω διαδικασία εφαρμόζεται αναλογικά και στις περιπτώσεις της παρ. 5α.».

2. Η παρ. 1 εφαρμόζεται και σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, οι οποίες τελούν ήδη σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 14α του v. 3429/2005 (Α’ 314) κατά τον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος.

 

 

 

 

Άρθρο 118
Φόρος σε πωλήσεις μετοχών Κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 27 του v. 2703/1999 και του άρθρου 21 του 3697/2008


Η παρ. 2 του άρθρου 27 του v. 2703/1999 (Α’ 72) και το άρθρο 21 του v. 3697/2008 (Α’ 194), ως προς τον οφειλόμενο φόρο σε κέρδη από πωλήσεις εισηγμένων μετοχών σε αλλοδαπά χρηματιστήρια ή άλλους διεθνώς αναγνωρισμένους χρηματιστηριακούς θεσμούς, σε εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές, καθώς και συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεων, καταργούνται.

 

 

 

 

 

Άρθρο 119
Μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα φυσικών προσώπων και φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων. Τροποποίηση της παρ. 1 των άρθρων 69 και 71 ως προς τα ποσά βεβαίωσης του φόρου, αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 71, προσθήκη παρ. 72 και 73 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.

 

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., v. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει ο φορολογούμενος και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με το πενήντα πέντε τοις εκατό (55%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους.
Αν στη δήλωση περιλαμβάνονται και εισοδήματα για τα οποία ο φόρος παρακρατείται ή καταβάλλεται κατά τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων, ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα αυτά εκπίπτει από τον φόρο που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο. Αν το εισόδημα με βάση το οποίο ενεργείται η βεβαίωση του φόρου προσδιορίζεται κατά τρόπο τεκμαρτό, ο φόρος που αναλογεί στο τεκμαρτό αυτό εισόδημα λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού που πρέπει να βεβαιωθεί κατά το άρθρο αυτό.
Όταν αποκτάται για πρώτη φορά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, το προς βεβαίωση ποσό της παραγράφου αυτής περιορίζεται στο μισό.».

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) τροποποιείται, η παρ. 2 αντικαθίσταται και οι παρ. 1 και 2 διαμορφώνονται ως εξής:

«1. Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή η νομική οντότητα και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας βεβαιώνεται ποσό ίσο με ογδόντα τοις εκατό (80%) του φόρου που προκύπτει για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του διανυόμενου φορολογικού έτους.
Με βάση τη δήλωση που υποβάλλει το νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα και τους λοιπούς τίτλους βεβαίωσης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αποκλειστικά και μόνο για το φορολογικό έτος 2018, βεβαιώνεται ποσό ίσο με το ενενήντα πέντε τοις εκατό (95%) του φόρου που προκύπτει από επιχειρηματική δραστηριότητα για τον φόρο που αναλογεί στο εισόδημα του έτους αυτού.
2. Το ποσοστό του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 αυξάνεται σε εκατό τοις εκατό (100%) ειδικά για τις τραπεζικές ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών τραπεζών που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα.»

3. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) προστίθενται παρ. 72 και 73 ως εξής:

«72. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, το ποσό που βεβαιώνεται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 ορίζεται σε ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%).
73.

α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 69 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 1 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με την πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.
β. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 71 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 2 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2021 και επόμενων.
γ. Η παρ. 2 του άρθρου 71 του v. 4172/2013, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 2 του παρόντος, ισχύει για την προκαταβολή φόρου που βεβαιώνεται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του φορολογικού έτους 2020 και επόμενων.»

 

 

 

 

 

 

Άρθρο 120
Μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων Τροποποίηση της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε.


Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται ως προς τον φορολογικό συντελεστή και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1.

α) Τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα που αποκτούν τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες που τηρούν διπλογραφικά βιβλία, εξαιρουμένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στην περ. β’ της παρούσας παραγράφου, καθώς και οι υπόχρεοι των περ. β’, γ’, δ’, ε’, στ’ και ζ’ του άρθρου 45 που τηρούν απλογραφικά βιβλία, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τέσσερα τοις εκατό (24%) για τα εισοδήματα των φορολογικών ετών 2019 και 2020.

Για τα εισοδήματα του φορολογικού έτους 2021 και εφεξής ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου μειώνεται σε είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα της περ. 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του v. 4261/2014, εφόσον έχουν ενταχθεί και για τα φορολογικά έτη που υπάγονται στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 27Α, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι εννέα τοις εκατό (29%).»

 

 

 

 

 

Άρθρο 121
Απαλλαγή από την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης σε συγκεκριμένα εισοδήματα του άρθρου 43Α του Κ.Φ.Ε. για τα φορολογικά έτη 2021 και 2022 -Τροποποίηση της παρ. 50 του άρθρου 72 του v. 4172/2013 Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.


1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 50 του άρθρου 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) τροποποιείται ως προς τα εισοδήματα που απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και η παρ. 50 διαμορφώνεται ως εξής:

«50. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2021 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, με εξαίρεση τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία στο δημόσιο τομέα και τις συντάξεις.

Αν το εισόδημα προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34, η απαλλαγή της παρούσας παρέχεται εφόσον για τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33 και 34.

Για το φορολογικό έτος 2021 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που αποκτώνται από αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις που εισπράττονται το φορολογικό έτος 2021, αλλά ανάγονται στο φορολογικό έτος 2020.»

2. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται παρ. 74 ως εξής:

«74. Για το φορολογικό έτος 2022 απαλλάσσονται από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α τα εισοδήματα που αποκτώνται από μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Αν το εισόδημα προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 34, η απαλλαγή της παρούσας παρέχεται εφόσον για τα δύο (2) προηγούμενα φορολογικά έτη δεν έτυχε εφαρμογής ο εναλλακτικός τρόπος υπολογισμού της ελάχιστης φορολογίας σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32, 33 και 34.»

 

 

 

 

 

Άρθρο 122
Κατανομή της ωφέλειας της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του v. 4052/2012 Προσθήκη παρ. 7 στο άρθρο 21 και παρ. 75 στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε.


1. Στο τέλος του άρθρου 21 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013, Α’ 167) προστίθεται παρ. 7 ως εξής:

 

«7. Η ωφέλεια επιχείρησης που προκύπτει από την εφαρμογή της περ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 11 του v. 4052/2012 (Α’ 41) κατανέμεται ισόποσα εντός πέντε (5) φορολογικών ετών αρχής γενομένης από το φορολογικό έτος εντός του οποίου θα προκύψει η ωφέλεια.»

 

2. Στο άρθρο 72 του Κ.Φ.Ε. (ν. 4172/2013) προστίθεται παρ. 75 ως εξής:

 

«75. Η παρ. 7 του άρθρου 21 εφαρμόζεται από το φορολογικό έτος 2020 και επόμενα.»

 

 

 

 

Άρθρο 123
Επιχορήγηση φορέων της Γενικής Κυβέρνησης για εξόφληση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους Τροποποίηση του άρθρου 6 του v. 4281/2014


1. Η παρ. 2. α. του άρθρου 6 του v. 4281/2014 (Α’ 160) αντικαθίσταται ως εξής:

«2.α. Αν οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης που ανήκουν στον υποτομέα των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) δεν ολοκληρώσουν την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους μέχρι τη λήξη της προθεσμίας που τίθεται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί των ποσών που καταβάλλονται στους Ο.Τ.Α. κατά τα οικονομικά έτη 2020 και 2021 από τον κρατικό προϋπολογισμό για την εξόφληση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους προς τρίτους, παρακρατείται από τους αποδιδόμενους σε αυτούς Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ) μέσω του κρατικού προϋπολογισμού σύμφωνα με τα άρθρα 259 και 260 του v. 3852/2010 (Α’ 87).

Η παρακράτηση επί των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) του δικαιούχου Ο.Τ.Α. διενεργείται από το έτος 2022 και για χρονική περίοδο που καθορίζεται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2.
Αν οι Ο.Τ.Α. ολοκληρώσουν την αποπληρωμή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, το ποσό της επιχορήγησης που λαμβάνουν κατά τα οικονομικά έτη 2020 και 2021 από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν παρακρατείται.»

2. Η ισχύς της παρ. 1 αρχίζει από την 31η Ιουλίου 2020.

 

 

 

 

 

Άρθρο 124
Διορθώσεις της έναρξης ισχύος των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021 Τροποποίηση των άρθρων 48 και 49 του v. 4797/2021


1. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 48 του v. 4797/2021 (Α’ 66) προστίθεται εδάφιο και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η τελευταία κλίμακα εύρους του πίνακα ΙΙ της υποπερ. β2 της περ. Α’ της παρ. 1 και η τελευταία κλίμακα εύρους του πίνακα ΙV της υποπερ. β2 της περ. Β’ της παρ. 1 του άρθρου 20 του v. 2948/2001 (Α’ 242), αντικαθίσταται ως εξής:

 Πίνακας ΙΙ

 

Εύρος Τιμή
≥ 281 2,85



Πίνακας ΙV
 

Εύρος Τιμή
≥ 187 2

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από την 1η.1.2021.»

2. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 49 του v. 4797/2021 καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Επιβατικά αυτοκίνητα με άδεια κυκλοφορίας κράτους μέλους της ΕΕ, που έχει εκδοθεί πριν από την 1η Ιουνίου 2016, για τα οποία μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του v. 4714/2020 (Α’ 148) προς ψήφιση, ήτοι μέχρι τη 18η Ιουλίου 2020, είχαν κατατεθεί, η ειδική δήλωση της παρ. 2 του άρθρου 130 του v. 2960/2001 (Α’ 265) και αίτηση για τον υπολογισμό του ιστορικού τέλους ταξινόμησης από την Ειδική Επιτροπή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 126 του ίδιου νόμου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη βεβαίωσης του τέλους ταξινόμησης μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, μπορούν, μετά από αίτηση των προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 130 του v. 2960/2001, να υπαχθούν στην περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 9 του v. 4714/2020, όπως τροποποιείται με την παρ. 1.
Όταν για τα οχήματα της παρούσας έχουν εκδοθεί αποδεικτικά είσπραξης του τέλους ταξινόμησης, είναι δυνατός, μετά από αίτηση των ίδιων προσώπων, ο επανυπολογισμός του αναλογούντος τέλους ταξινόμησης, ο συμψηφισμός του με το καταβληθέν τέλος ταξινόμησης και η επιστροφή της διαφοράς που προκύπτει, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του v. 2873/2000 (Α’ 285).»

 

Κατηγορία: Νόμοι - Π.Δ.
Εμφανίσεις: 1275