Εκτύπωση
Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 
Ο νέος φόρος ακινήτων, που συζητείται στη Βουλή, μονιμοποιεί και διευρύνει το χαράτσι που πλήρωναν τα λαϊκά στρώματα τα προηγούμενα έτη, και το οποίο εμφανιζόταν απ' τις αστικές κυβερνήσεις ως «προσωρινό και έκτακτο μέτρο».

Αυτή η εξέλιξη υπογραμμίζει πόσο απατηλές είναι οι συνεχείς διαβεβαιώσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ «ότι δε θα υπάρξουν νέα μέτρα», ή ότι «το 2014 θα είναι δύσκολο, αλλά ευκολότερο από το 2013». Στη πραγματικότητα, η εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων θα συνεχίζεται όσο συνεχίζουμε να ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο που θυσιάζει τις λαϊκές ανάγκες στο βωμό της ανταγωνιστικότητας των ομίλων. H πρόσφατη τοποθέτηση του Γ. Στουρνάρα στη Βουλή ήταν αποκαλυπτική: Ανακοίνωσε το κυβερνητικό σχέδιο για αύξηση της φορολόγησης των λαϊκών στρωμάτων κατά επιπλέον 11 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια, αφού για το μεγάλο κεφάλαιο σχεδιάζει νέες φοροαπαλλαγές, χωρίς «νέα μέτρα», μέσα από την αύξηση της «εισπραξιμότητας», όπως για παράδειγμα με τους αστυνομικούς ελέγχους της εφορίας σε σπίτια αυτοαπασχολούμενων που, λόγω ανάγκης, τα δηλώνουν ως επαγγελματική στέγη.

Ο δρόμος τους δεδομένος. Συνεχής φοροαφαίμαξη των λαϊκών στρωμάτων, φοροελαφρύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο, διεύρυνση των πλεονασμάτων του προϋπολογισμού, ώστε να βρεθούν νέοι πόροι για τη χρηματοδότηση των ομίλων.

Στις πλάτες του λαού ο νέος φόρος ακινήτων

Ο νέος φόρος ακινήτων κινείται ακριβώς σ' αυτή την κατεύθυνση. Καταρχάς, ο συνολικός φόρος είναι σημαντικά αυξημένος σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ. Ο κυβερνητικός ισχυρισμός ότι για το 95% των νοικοκυριών προβλέπεται μείωση του νέου φόρου σε σχέση με το χαράτσι των προηγούμενων ετών (ΕΕΤΗΔΕ) είναι τουλάχιστον προκλητικός.

Απ' τη μια, συγκαλύπτει τη μονιμοποίηση ενός φόρου που υποτίθεται ότι θα ήταν έκτακτος, για να συσκοτίσει την κλιμάκωση της φοροεπιδρομής. Κυρίως όμως, ο νέος φόρος, αν και προβλέπει μικρές μειώσεις φορολογίας σε κάποιες κατηγορίες ακινήτων, επιβάλλεται σε πολύ μεγαλύτερο εύρος ακινήτων, αγκαλιάζοντας το σύνολο της λαϊκής στέγης και το σύνολο της μικροϊδιοκτησίας φτωχών αγροτών και ΕΒΕ. Συγκεκριμένα, το νέο χαράτσι θα επιβάλλεται εκτός από τα σπίτια, σε άκτιστα οικόπεδα και στο άκτιστο τμήμα ενός οικοπέδου, σε αγροτεμάχια, σε ημιτελή κτίσματα, ακόμα και σε μη ηλεκτροδοτούμενα ακίνητα, σε ορισμένα απ' τα οποία κατοικούν λαϊκές οικογένειες που δεν μπορούν να πληρώσουν καν το λογαριασμό του ρεύματος.

Από τα 3,2 δισ. του νέου φόρου, τα 2,6 δισ., το συντριπτικό μέρος του, προέρχεται από τέτοια φορολόγηση ανά ιδιοκτησία, από το μόνιμο χαράτσωμα της λαϊκής στέγης. Η προωθούμενη φορολόγηση ανά ιδιοκτησία είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του μεγάλου κεφαλαίου. Αντιμετωπίζει κάθε ακίνητο ενιαία, ανεξάρτητα με τη χρήση του, με φορολόγηση απ' το πρώτο τετραγωνικό. Οι 30 λαϊκές οικογένειες που κατοικούν σε μια πολυκατοικία των 3.000 τ.μ., θα πληρώσουν αντίστοιχο φόρο με ένα γειτονικό σούπερ μάρκετ 3.000 τ.μ., που τζιράρει εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Η κοροϊδία του συμπληρωματικού φόρου

Προκλητικοί είναι οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί για φορολογική δικαιοσύνη, λόγω του συμπληρωματικού φόρου που υπολογίζεται στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας. Στην πραγματικότητα, προβλέπεται δραστικά μειωμένη φορολογία για την τεράστια ακίνητη περιουσία της μεγάλης ιδιοκτησίας και των μονοπωλιακών ομίλων. Ο συντελεστής φορολόγησης για τα φυσικά πρόσωπα κυμαίνεται από 0,1% για συνολική ακίνητη περιουσία έως 300.000 ευρώ και φθάνει στο 1% για ακίνητη περιουσία άνω του 1 εκατ. ευρώ, χωρίς μεγάλες διαφοροποιήσεις σε σχέση με πέρυσι, ενώ σημαντική διαφορά είναι η εξαίρεση των γηπέδων από τον υπολογισμό της συνολικής ακίνητης περιουσίας. Για το μεγάλο κεφάλαιο, η φορολόγηση της συνολικής ακίνητης περιουσίας είναι ακόμα μικρότερη. Ο συντελεστής φορολόγησης περιορίζεται στο 0,5%, μειωμένος κατά 0,1% σε σχέση με πέρυσι. Ταυτόχρονα, η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας του μεγάλου κεφαλαίου περιορίζεται ακόμα περισσότερο από την ύπαρξη μιας σειράς ειδικών διατάξεων στο κυβερνητικό νομοσχέδιο, όπως διατάξεις που δε συνυπολογίζουν καθόλου μια σειρά κτίρια που ανήκουν στο μεγάλο κεφάλαιο, από τη διακριτική ευχέρεια του εφόρου να απαλλάσσει νομικά πρόσωπα από την καταβολή φόρου, όταν εμφανίζουν μειωμένους τζίρους, ή τέλος, από τη θεώρηση της φορολογίας ακινήτων ως εταιρικού εξόδου για τα νομικά πρόσωπα που μειώνει αντίστοιχα τη φορολογία εισοδήματος.

Στόχος της κυβερνητικής πολιτικής

Η εφαρμοζόμενη πολιτική έχει πολλαπλές στοχεύσεις. Στοχεύει στη συγκέντρωση εσόδων μέσα απ' τον κρατικό προϋπολογισμό, για τη δημοσιονομική προσαρμογή της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και κυρίως για τη χρηματοδότηση των μονοπωλιακών ομίλων. Ο νέος φόρος ακινήτων στοχεύει στο κυριολεκτικό «ξεζούμισμα» των λαϊκών στρωμάτων, στον εξαναγκασμό όσων ακόμα έχουν κάποια οικονομική δυνατότητα να καταβάλλουν νέους φόρους προς όφελος των ομίλων.

Συγχρόνως, στοχεύει στην επιτάχυνση της συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας της γης στα χέρια των μονοπωλιακών ομίλων. Η μονιμοποίηση της φορολόγησης της λαϊκής στέγης και η αδυναμία πλατιών λαϊκών στρωμάτων να καταβάλλουν τους φόρους αυτούς οδηγεί, αντικειμενικά, στο να πουλήσουν, έναντι όποιου τιμήματος, την ακίνητη περιουσία που διαθέτουν. Η επίσημη κυβερνητική τοποθέτηση, μέσω του υπουργού Ναυτιλίας, ο οποίος δήλωσε ότι «όποιος δεν έχει να πληρώσει για το ακίνητό του, να το πουλήσει», είναι χαρακτηριστική. Ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η προωθούμενη μείωση της φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων από το 10% στο 3%, που έρχεται μαζί με τον «ενιαίο φόρο».

Η κατοχή ακινήτων ολοένα και δυσκολεύει, γίνεται σχεδόν αδύνατη για τα λαϊκά στρώματα, που εξαναγκάζονται να τα πουλήσουν σ' αυτούς που μπορούν να τα αξιοποιήσουν για να κερδίζουν, δηλαδή στο μεγάλο κεφάλαιο. Ταυτόχρονα, η φορολόγηση της μεταβίβασης μειώνεται, ώστε να επιβαρύνονται ακόμα λιγότερο οι μονοπωλιακοί όμιλοι, καθώς θα συγκεντρώνουν τη μικροϊδιοκτησία στη γη.

Η πολιτική απάτη του ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται ως ριζικά αντίθετος με τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης που τη χαρακτηρίζει άδικη, αντιλαϊκή. Ο Αλ. Τσίπρας κατήγγειλε την κυβερνητική ανεπάρκεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής του κεφαλαίου και αξιοποίησης ενός σύγχρονου περιουσιολογίου, που θα έφερνε φορολογική δικαιοσύνη. Η τοποθέτηση αυτή μπορεί απλά να θεωρηθεί ως ένα αόριστο ευχολόγιο.

Ωστόσο, τα γεγονότα είναι πεισματάρικα. Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη φορολογική πολιτική είναι συγκεκριμένες. Χωρίς να θίγει τον ταξικό χαρακτήρα του προϋπολογισμού ως εργαλείου αναδιανομής προς όφελος των ομίλων, μιλά για ανάγκη αύξησης της φορολογίας στο μέσο όρο της ΕΕ, δηλαδή για νέα αύξηση της φορολογίας στα 50 δισ. ευρώ ετησίως, και εμφανίζει ως κοινωνική δικαιοσύνη, ως «κοινωνικά δίκαιο πρωτογενές πλεόνασμα» την αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου από 1,8 δισ. ετησίως στα 5 δισ. ετησίως, συγκαλύπτοντας ότι τα υπόλοιπα 45 δισ. ευρώ της φορολογίας που προτείνει θα προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα. Το φορολογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει στη φορολόγηση του «πλούτου», χωρίς να αποσαφηνίζεται πώς διαφοροποιούνται, μέσα στην έννοια πλούτος, η ακίνητη ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τη λαϊκή στέγη και την ιδιοκτησία των μικροαγροτών. Η τοποθέτηση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τσακαλώτου για συντελεστή φορολόγησης του πλούτου στην ΕΕ που κυμαίνεται από 1% έως 4% αναδεικνύει πού θα καταφύγει ο ΣΥΡΙΖΑ στην πράξη, για να αυξήσει τα φορολογικά βάρη.

Θα μπορούσε, φυσικά, κανείς να αντιτείνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να φορολογήσει την περιουσία του κεφαλαίου. Ωστόσο, οι πρόσφατες τοποθετήσεις στη Βουλή αποδεικνύουν την πραγματικότητα. Ο Αλ. Τσίπρας έκανε λόγο «για τη διατήρηση και ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής που έχει απομείνει», για «χαμηλό ενεργειακό κόστος με ρήτρα απασχόλησης και φορολογία στα κέρδη, όχι στην παραγωγή», ενώ η πρόθεσή του να στηρίξει την «υγιή επιχειρηματικότητα» είναι επίσης δεδομένη. Συγχρόνως, το ίδιο το φορολογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί πως «κάθε αλλαγή στο επίπεδο της φορολογίας των επιχειρήσεων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα του φορολογικού ανταγωνισμού τόσο σε επίπεδο Ευρωζώνης, όσο και σε επίπεδο γεωγραφικής περιοχής της χώρας» και ταυτόχρονα ότι θα προχωρήσει σε «καθιέρωση φορολογικών κινήτρων με σαφή στοχοθεσία, ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών της χώρας, αύξηση της απασχόλησης κ.λπ.». Κοντολογίς, ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη που πρεσβεύει δε διαφοροποιείται, και δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί, στην ουσία της από τη γνωστή συνταγή φορολογίας των λαϊκών στρωμάτων για να στηριχθεί το μεγάλο κεφάλαιο.

Οι τοποθετήσεις αυτές επιβεβαιώνουν το χιλιοειπωμένο: Καμιά «λύση» εντός των τειχών της εξουσίας των μονοπωλίων και της ΕΕ δεν θα είναι φιλολαϊκή.

Να πληρώσουν την κρίση τα μονοπώλια

Στις σημερινές συνθήκες, οι εργαζόμενοι δεν έχουν την πολυτέλεια να εξαπατηθούν από τη γραμμή της ψευδεπίγραφης αντιπαράθεσης του ΣΥΡΙΖΑ ή από τις ενδοκυβερνητικές διενέξεις για το ποιο τμήμα του κεφαλαίου θα έχει τις μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές.

Αντίθετα. μονόδρομος για τα λαϊκά στρώματα είναι να οργανώσουν την πάλη τους για την αναγέννηση ενός κινήματος που θα ανακόψει την επίθεση του ταξικού εχθρού, που αντιπαλεύει στην πράξη κάθε πλειστηριασμό λαϊκής κατοικίας για χρέη τόσο προς τις τράπεζες όσο και προς το δημόσιο, για τους οποίους δεν προβλέπεται κανενός είδους αναστολή, που απαιτεί να πληρώσουν την κρίση τα μονοπώλια, με φορολόγηση 45% σε διανεμόμενα και μη κέρδη, δραστική αύξηση της φορολόγησης της τεράστιας ακίνητης περιουσίας των ομίλων και κατάργηση όλων των φοροαπαλλαγών προς τους μονοπωλιακούς ομίλους, συμπεριλαμβανομένων των απαλλαγών προς το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Με γνώμονα την ικανοποίηση των αναγκών και τη λαϊκή στέγη ως δικαίωμα και όχι ως εμπόρευμα θα απαιτήσει πλήρες αφορολόγητο όριο για την πρώτη κατοικία μέχρι 120 τ.μ. και δευτερεύουσα κατοικία μέχρι 80 τ.μ. και αφορολόγητο οικογενειακό όριο 40.000 ευρώ, προσαυξημένο με 5.000 ευρώ για κάθε παιδί. Να οργανώσουν ένα κίνημα που θα σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, τα μονοπώλια και την ΕΕ, και θα οργανώνει την αντεπίθεση των εργαζομένων προς το μονόδρομο ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών, το δρόμο της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ και μονομερούς διαγραφής του χρέους με λαϊκή εξουσία.

 

Του Γρηγόρη ΛΙΟΝΗ*
*Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

 

Συγγραφείς: Ριζοσπάστης

Read more

Κατηγορία: Ειδήσεις Οικονομικού τύπου
Εμφανίσεις: 4679