1. Εκτός από τις πληροφορίες και επεξηγήσεις που προβλέπονται από άλλες διατάξεις του παρόντος νόμου, στο προσάρτημα των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων (ενοποιημένο προσάρτημα) πρέπει να περιλαμβάνονται και οι ακόλουθες τουλάχιστον πληροφορίες:
α) Οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν για την αποτίμηση των διαφόρων περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και οι μέθοδοι υπολογισμού των αποσβέσεων και των προβλέψεων. Ειδικά, για τα περιουσιακά στοιχεία των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, που, για το σκοπό της ενοποίησης, δραχμική τους αξία προκύπτει από μετατροπή αξιών σε ξένα νομίσματα, πρέπει να αναφέρονται οι τρόποι μετατροπής που χρησιμοποιήθηκαν, προκειμένου τα στοιχεία αυτά να εκφραστούν σε δραχμές.
β) Για κάθε μία από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση αναφέρονται:
αα) η επωνυμία και η έδρα
ββ) το ποσοστό του κεφαλαίου που κατέχεται στις επιχειρήσεις αυτές, εκτός της μητρικής, από επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση ή από πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό αυτών των επιχειρήσεων και
γγ) Ποια από τις σχέσεις της περιπτ. α της παρ. 5 του άρθρου 42ε ή της παρ. 1 του άρθρου 96 υπαγόρευσε την ενοποίηση.
γ) Για καθεμία από τις επιχειρήσεις που, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 97, δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις αα΄ και ββ΄ της προηγούμενης περίπτωσης β΄ και να εξηγούνται οι λόγοι εξαίρεσης αυτών των επιχειρήσεων, που αναφέρονται στο άρθρο 97
δ) Για κάθε μια από τις επιχειρήσεις που είναι συγγενείς με την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 106, με μία επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην ενοποίηση, παρέχονται οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις αα και ββ της παραπάνω περίπτωσης β, καθώς και οι λόγοι της τυχόν εφαρμογής της διάταξης της παρ. 8 του άρθρου 106.
ε) Για καθεμία από τις επιχειρήσεις που δεν αναφέρονται στις προηγούμενες περιπτώσεις β΄, γ΄ και δ΄, στις οποίες οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση κατέχουν άμεσα ή μέσω τρίτων, που ενεργούν στο όνομα τους αλλά για λογαριασμό των επιχειρήσεων αυτών, ποσοστό μεγαλύτερο από 10% του κεφαλαίου τους αναφέρονται:
αα) η επωνυμία και έδρα.
ββ) το ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο της.
γγ) το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων της, και
δδ) τα συνολικά αποτελέσματα (κέρδη ή ζημίες) της τελευταίας χρήσης για την οποία καταρτίσθηκαν οικονομικές καταστάσεις της.
Οι παραπάνω πληροφορίες είναι δυνατό να παραλείπονται, όταν παρουσιάζουν επουσιώδες ενδιαφέρον σε σχέση με το σκοπό του άρθρου, 100 παρ. 3. Επίσης, οι πληροφορίες που προβλέπονται από τις υποπεριπτώσεις γγ και δδ μπορεί να παραλείπονται όταν η επιχείρηση στην οποία αναφέρονται: (1) δε δημοσιεύει ισολογισμό και (2) το σύνολο των συμμετοχών σ' αυτή από επιχειρήσεις που προβλέπονται από την παρούσα περίπτωση, είναι μικρότερο από το 50% του κεφαλαίου της.
στ) Το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που εμφανίζονται στον ενοποιημένο ισολογισμό, οι οποίες λήγουν μετά από πέντε έτη, καθώς και το συνολικό ποσό, των υποχρεώσεων που εμφανίζονται στον ενοποιημένο ισολογισμό, οι οποίες καλύπτονται με εμπράγματη ασφάλεια που έχει παρασχεθεί από περιλαμβανόμενες στην ενοποίηση επιχειρήσεις, με ένδειξη του είδους και της μορφής της ασφάλειας.
ζ) Το συνολικό ποσό των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν και δεν εμφανίζονται στον ενοποιημένο ισολογισμό εφόσον η πληροφορία αυτή βοηθάει στην εκτίμηση της χρηματοοικονομικής θέσης του συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση. Τυχόν υποχρεώσεις για συντάξεις ή προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις που δεν περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, εμφανίζονται χωριστά.
η) Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών, με την έννοια της περίπτ. α της παρ. 15 του άρθρου 42ε, με ανάλυση κατά κατηγορίες δραστηριοτήτων και κατά γεωγραφικές περιοχές, εφόσον αυτές οι κατηγορίες και αυτές οι περιοχές διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους από άποψη οργάνωσης των πωλήσεων και παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στις συνήθεις δραστηριότητες του συνόλου των περιλαμβανομένων στην ενοποίηση επιχειρήσεων.
θ) Ο μέσος όρος του προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, με ανάλυση κατά κατηγορίες. Επίσης, οι δαπάνες προσωπικού κατά τη χρήση, εάν αυτές δεν εμφανίζονται χωριστά στον ενοποιημένο λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης.
ι) Η έκταση επηρεασμού των ενοποιημένων αποτελεσμάτων χρήσης, σε περίπτωση που, είτε στη χρήση, είτε σε προηγούμενη χρήση, στη μέθοδο αποτίμησης, την οποία εφάρμοσαν οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, έγινε παρέκκλιση από τις αρχές του άρθρου 43 για λόγους φορολογικών ελαφρύνσεων. Σε περίπτωση που από την παρέκκλιση αυτή αναμένεται να προκύψουν, σε επόμενες χρήσεις, ουσιώδεις φορολογικές επιβαρύνσεις για το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, παρέχονται λεπτομερείς επεξηγήσεις.
ια) Η διαφορά φόρων που προκύπτει από την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 105 εφόσον η διαφορά αυτή είναι σημαντική και δεν εμφανίζεται στο σύνολο της σε ιδιαίτερο κονδύλι του παθητικού του ενοποιημένου ισολογισμού.
ιβ) Τα ποσά που καταβλήθηκαν μέσα στη χρήση για αμοιβές στα μέλη διοικητικών, διαχειριστικών και εποπτικών οργάνων της μητρικής επιχείρησης για την άσκηση των καθηκόντων τους, τόσο στη μητρική επιχείρηση, όσο και στις θυγατρικές επιχειρήσεις της, καθώς και τις υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν ή αναλήφθηκαν για τους ίδιους λόγους για συντάξεις σε αποχωρήσαντα μέλη των προαναφερομένων οργάνων. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρέχονται αθροιστικά κατά κατηγορία.
ιγ) Τα ποσά των προκαταβολών και πιστώσεων που δόθηκαν στα μέλη των διοικητικών, διαχειριστικών ή εποπτικών οργάνων της μητρικής επιχείρησης από αυτήν ή από μία από τις θυγατρικές επιχειρήσεις, με μνεία του επιτοκίου, των βασικών όρων χορήγησης και των ποσών, που, ενδεχομένως, έχουν επιστραφεί. Επίσης, οι υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί για λογαριασμό των παραπάνω μελών υπό μορφή οποιασδήποτε εγγύησης τα στοιχεία αυτά πρέπει να παρέχονται αθροιστικά κατά κατηγορία.
ιδ) Οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις της νομοθεσίας που ισχύει κάθε φορά ή που κρίνονται αναγκαίες για την επίτευξη των σκοπών της αρτιότερης πληροφόρησης των μετόχων, των εταίρων και των τρίτων και της παρουσίασης μιας πιστής εικόνας της περιουσιακής διάρθρωσης, της χρηματοοικονομικής θέσης και των αποτελεσμάτων χρήσης ενός συνόλου επιχειρήσεων που συνδέονται μεταξύ τους με τις σχέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 42ε.
2. Οι πληροφορίες του ενοποιημένου προσαρτήματος, που προβλέπονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων β, γ, δ, ε και η της προηγουμένης παραγράφου 1, είναι δυνατό να παραλείπονται έπειτα από απόφαση του Υπουργού Εμπορίου, εφόσον ο τελευταίος κρίνει ότι η δημοσιότητα τους θα ήταν σε σοβαρό βαθμό επιζήμια για κάποια από τις επιχειρήσεις που περιλαμβάνεται στις πληροφορίες αυτές. Κάθε τέτοια παράλειψη πληροφοριών αναφέρεται στο προσάρτημα.
3. Η ενοποιημένη ετήσια έκθεση
διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την πραγματική
εικόνα της εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων και της θέσης του
συνόλου των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, καθώς και την
περιγραφή των κυριότερων κινδύνων και αβεβαιοτήτων που αντιμετωπίζουν.
Η εικόνα αυτή πρέπει να δίνει μια ισορροπημένη και περιεκτική ανάλυση της
εξέλιξης και των επιδόσεων των δραστηριοτήτων και της θέσης του συνόλου των
επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση, η οποία αντιστοιχεί στο μέγεθος
τους και στην πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Στο βαθμό που απαιτείται
για την κατανόηση της εξέλιξης, των επιδόσεων ή της θέσης των επιχειρήσεων, η
ανάλυση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τόσο χρηματοοικονομικούς όσο και, όπου
ενδείκνυται, μη χρηματοοικονομικούς βασικούς δείκτες επιδόσεων, που έχουν σχέση
με το συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά
με περιβαλλοντικά και εργασιακά θέματα.
Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η ενοποιημένη ετήσια έκθεση διαχείρισης
περιλαμβάνει, όπου ενδείκνυται, αναφορές και πρόσθετες εξηγήσεις για τα ποσά που
αναγράφονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς.
Η ενοποιημένη έκθεση, σχετικά με το σύνολο των επιχειρήσεων, περιλαμβάνει επίσης πληροφορίες για:
α) Κάθε σημαντικό γεγονός που συνέβη μετά τη λήξη της χρήσης και μέχρι την ημερομηνία σύνταξης της
β) Την προβλεπόμενη πορεία και εξέλιξη του συνόλου αυτών των επιχειρήσεων.
γ) Τις δραστηριότητες στον τομέα έρευνας και ανάπτυξης του συνόλου αυτών των επιχειρήσεων, και
δ) Τον αριθμό και την ονομαστική αξία ή, ελλείψει ονομαστικής αξίας την εσωτερική λογιστική αξία του συνόλου των μετοχών ή μεριδίων της παρ. 5 του άρθρου 103".
4. Στις περιπτώσεις που, εκτός από την ετήσια Έκθεση Διαχείρισης, απαιτείται και ετήσια ενοποιημένη έκθεση, οι δύο αυτές εκθέσεις μπορούν να υποβάλλονται με τη μορφή ενιαίας έκθεσης. Κατά την κατάρτιση της ενιαίας αυτής έκθεσης, μπορεί να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα θέματα εκείνα που έχουν σημασία για το σύνολο των επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση
*Το άρθρο 107 προστέθηκε με το άρθρο 18 του ΠΔ 498/1987 (Α 236).
Έλεγχος των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων
1. Οι ενοποιημένοι λογαριασμοί των εταιρειών ελέγχονται από ένα ή
περισσότερα πρόσωπα, στα οποία, το κράτος - μέλος, το δίκαιο του οποίου διέπει
τη μητρική επιχείρηση, έχει χορηγήσει άδεια διεξαγωγής νόμιμων ελέγχων βάσει της
όγδοης οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984, για τη
χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για το νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων
(ΕΕ L126/12.5.1984).
Ο υπεύθυνος ή οι υπεύθυνοι για τον έλεγχο των ενοποιημένων λογαριασμών (εφεξής:
«νόμιμοι ελεγκτές»), πρέπει, επίσης, να εκφράζουν τη γνώμη τους για το κατά
πόσον η ενοποιημένη ετήσια έκθεση αντιστοιχεί στους ενοποιημένους λογαριασμούς
του ιδίου οικονομικού έτους. Για το σκοπό αυτόν, η ενοποιημένη έκθεση
διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να τίθεται υπόψη του ή των
ελεγκτών αυτών, τουλάχιστον 30 ημέρες πριν από την υποβολή της σε δημοσιότητα
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 109.
2. Η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών περιλαμβάνει οπωσδήποτε τα ακόλουθα:
α) εισαγωγή, στην οποία προσδιορίζονται οι ενοποιημένοι λογαριασμοί που αποτελούν αντικείμενο του νόμιμου ελέγχου, καθώς και το συγκεκριμένο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης που εφαρμόσθηκε κατά την κατάρτιση τους,
β) περιγραφή του εύρους του νόμιμου ελέγχου, στην οποία αναφέρονται και τα ελεγκτικά πρότυπα βάσει των οποίων διενεργήθηκε ο νόμιμος έλεγχος,
γ) ελεγκτική γνώμη, στην οποία οι νόμιμοι ελεγκτές εκφράζουν, με σαφήνεια γνώμη, για το κατά πόσον οι ενοποιημένοι λογαριασμοί παρέχουν πιστή και πραγματική εικόνα, σύμφωνα με το αντίστοιχο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και για το κατά πόσον οι ενοποιημένοι λογαριασμοί πληρούν τις απαιτήσεις του νόμου. Η ελεγκτική γνώμη μπορεί να εκδίδεται με ή χωρίς επιφυλάξεις, να είναι αντίθετη ή, σε περίπτωση που οι νόμιμοι ελεγκτές αδυνατούν να εκφράσουν γνώμη, να λαμβάνει τη μορφή άρνησης γνώμης,
δ) παραπομπή σε θέματα στα οποία οι νόμιμοι ελεγκτές επιθυμούν να επιστήσουν την προσοχή χωρίς να διατυπώσουν επιφυλάξεις στην ελεγκτική γνώμη τους,
ε) ελεγκτική γνώμη σχετικά με το κατά πόσον η ετήσια έκθεση διαχείρισης του διοικητικού συμβουλίου αντιστοιχεί στους ενοποιημένους λογαριασμούς του ιδίου οικονομικού έτους.
3. Η έκθεση υπογράφεται και χρονολογείται από
τους νόμιμους ελεγκτές.
4. Σε περίπτωση που οι ετήσιοι λογαριασμοί της μητρικής επιχείρησης
επισυνάπτονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς, η έκθεση των νόμιμων ελεγκτών,
που απαιτείται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μπορεί να συνδυάζεται με
οποιαδήποτε άλλη έκθεση των νόμιμων ελεγκτών, σχετικά με τους ετήσιους
λογαριασμούς της μητρικής επιχείρησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 37.
1. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης υπογράφονται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα που δεσμεύουν την επιχείρηση που τις καταρτίζει, καθώς και από τον υπεύθυνο για την κατάρτισή τους, και μαζί με το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου του ή των ελεγκτών, υποβάλλονται σε δημοσιότητα ως ακολούθως:
α) Προκειμένου για επιχειρήσεις που έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρίας, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δημοσιότητας του άρθρου 7β. Η κατάθεση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών γίνεται είκοσι (20) ημέρες τουλάχιστον πριν από την συνεδρίαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, ενώ η δημοσίευση της προβλεπομένης από την περίπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 7β ανακοίνωσης γίνεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την προηγούμενη κατάθεση στο Μητρώο.
β) Προκειμένου για επιχειρήσεις, που έχουν τη μορφή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή ετερόρρυθμης κατά μετοχές εταιρείας, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δημοσιότητας του άρθρου 8 του Ν. 3190/1955. Η κατάθεση στο Μητρώο Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης
γίνεται είκοσι (20) ημέρες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση της συνέλευσης των εταίρων, ενώ η δημοσίευση της προβλεπόμενης από την παρ. 2 του άρθρου 8 ανακοίνωσης γίνεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την προηγούμενη κατάθεση στο Μητρώο.
γ) Προκειμένου για επιχείρηση που δεν έχει μία από τις εταιρικές μορφές των προηγουμένων περιπτώσεων α και β, οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και η ενοποιημένη έκθεση διαχείρισης, μαζί με το σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου, βρίσκονται στη διάθεση των ενδιαφερομένων, στην έδρα της επιχείρησης αυτής, έξι μήνες μετά την ημερομηνία με την οποία καταρτίζονται οι οικονομικές καταστάσεις και μέχρι τη συμπλήρωση δώδεκα μηνών από την ημερομηνία αυτή.
Αντίγραφα των εγγράφων που προβλέπονται από την περίπτωση αυτή χορηγούνται ή στέλνονται σε κάθε ενδιαφερόμενο έπειτα από σχετική αίτηση του. Το αντίτιμο για τα αντίγραφα αυτά δεν πρέπει να υπερβαίνει το διοικητικό κόστος τους.
Κάθε επιχείρηση που προβλέπεται από τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής, είκοσι (20) ημέρες πριν τη λήξη της προθεσμίας των έξι μηνών, υποχρεούται να δημοσιεύσει στις εφημερίδες, που προβλέπονται από την παρ. 5 του άρθρου 43β, ανακοίνωση για την υφιστάμενη δυνατότητα χορήγησης αντιγράφων των παραπάνω εγγράφων και για το σχετικό διοικητικό κόστος.
2. Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται στη δημοσιότητα, που προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο 1, με τη μορφή και το περιεχόμενο, με βάση το οποίο ο ελεγκτής ή οι ελεγκτές έχουν συντάξει τη σχετική έκθεση ελέγχου τους. Αν οι ελεγκτές έχουν παρατηρήσεις ή αρνούνται την έκφραση γνώμης, το γεγονός αυτό πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, εκτός αν αυτό προκύπτει από το δημοσιευμένο σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου" "και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, πέραν της δημοσίευσής τους σε δραχμές, επιτρέπεται να δημοσιεύονται και σε ECU, με βάση την ισοτιμία δραχμών ΕCU που ισχύει κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού. Η ισοτιμία αυτή αναφέρεται το Προσάρτημα".
*Το εντός " " εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 6 του Π.Δ.325/1994 (Α 174). Η ισχύς των διατάξεων του Π.Δ.325/1994 αρχίζει από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1995 και μετά.(ΟδΕΟΚ 90/604/ΕΟΚ)
*Το άρθρο 109 προστέθηκε με το άρθρο 18 του ΠΔ 498/1987 (Α 236).
1. (Άρθρο 2 της Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ).
Οι διατάξεις των επομένων άρθρων 111 έως και 131 εφαρμόζονται:
α) στα πιστωτικά και β) χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως η έννοια τους καθορίζεται στο άρθρο 2 περιπ. 1 και 6 του Ν. 2076/92 (ΦΕΚ τ.Α/130), που έχουν την μορφή της Ανώνυμης Εταιρείας και εδρεύουν στην Ελλάδα. Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
2. Όπου οι διατάξεις του παρόντος αναφέρονται σε πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβάνονται και τα χρηματοδοτικά ιδρύματα".
* Το αρχικό κείμενο του άρθρου 110 μεταφέρθηκε και εντάχθηκε στο άρθρο 53α το δε νέο άρθρο 110 προστέθηκε με το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) (Προσαρμογή στις διατάξεις των Οδηγιών 86/635/ΕΟΚ και 78/669/ΕΟΚ) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται
ότι:" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει:
- του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
- των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 110, για την κατάρτιση των λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) και της έκθεσης διαχείρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 36, 37, 38, 41, 42, 42α παράγραφοι 1 έως 3 και 5, 42β παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 8, 42δ παράγραφος 2, 42ε παράγραφοι 1 έως 5, 7 έως 14 και 15 περ. β΄, 43, 43α παράγραφος 1 περιπτ. β΄, ιζ΄ και ιθ΄, 3 και 4, 43β παράγραφος 2, 43γ, 44, 44α, 45, 46 και 46α, όπως ισχύουν εφόσον στις διατάξεις των επόμενων άρθρων 112 έως 129 δεν ορίζεται διαφορετικά.
2. Όπου οι διατάξεις που μνημονεύονται στην προηγούμενη παράγραφο καθώς και στην παρ. 1 του άρθρου 130 παραπέμπουν, για την διάρθρωση (δομή) του ισολογισμού, των αποτελεσμάτων χρήσεως και του πίνακα διαθέσεως αποτελεσμάτων, στα άρθρα 42γ και 42δ, θεωρείται η παραπομπή αυτών στα άρθρα 113 και 124.
3. Η παραπομπή στους κανόνες αποτιμήσεως του άρθρου 43, υπό των διατάξεων που μνημονεύονται στις παρ. 1 του παρόντος άρθρου και παραγρ. 1 του άρθρου 130, θεωρείται ότι γίνεται στο άρθρο 43 λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 127 και 128.
4. Όπου οι διατάξεις που μνημονεύονται στην παραγρ. 1 του παρόντος άρθρου αναφέρονται σε λογαριασμούς ισολογισμού, το αντίστοιχο των οποίων δεν προβλέπεται στις σχετικές διατάξεις των άρθρων 112-129, θεωρείται ότι οι διατάξεις αυτές αναφέρονται στους λογαριασμούς του υποδείγματος ισολογισμού που παραπέμπει το άρθρο 113, στους οποίους περιέχονται τα αντίστοιχα περιουσιακά στοιχεία".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200 ) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει:
- του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως,
- των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 112
(άρθρο 3 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
Η συγχώνευση των λογαριασμών κατά τους όρους του άρθρου 428 παραγρ. 4 είναι δυνατή, για τα πιστωτικά ιδρύματα, μόνο όσον αφορά τις υποδιαιρέοεις των λογαριασμών του ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσεως, οι οποίες είναι αριθμημένες με μικρά γράμματα".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρο 4 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
Ο ισολογισμός καταρτίζεται σε δύο παράπλευρα σκέλη, στο πρώτο από τα οποία περιλαμβάνεται το ενεργητικό και στο δεύτερο το παθητικό, σύμφωνα με το υπόδειγμα της παραγρ. 4.1.103 του άρθρου 1 του ΠΔ 384/1992 "περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου για τις Τράπεζες (ΦΕΚ τ.Α/210/31.12.92), σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγρ. 4.101 και 4.102 του άρθρου 1 του ίδιου ΠΔ, αναφορά με το περιεχόμενο κάθε λογαριασμού του ισολογισμού αυτού".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 5, 6 και 7 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Στο προσάρτημα πρέπει να αναφέρονται χωριστά:
- για καθένα από τους λογαριασμούς 2 έως 5 του ενεργητικού του υποδείγματος ισολογισμού που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο, οι απαιτήσεις κατά συνδεδεμένων επιχειρήσεων και οι απαιτήσεις, κατά συμμετοχικού ενδιαφέροντος επιχειρήσεων (συνδεδεμένων επιχειρήσεων με τις οποίες το πιστωτικό Ίδρυμα έχει δεσμό συμμετοχής) είτε υπάρχει γι' αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι,
- για καθένα από τους λογαριασμούς του παθητικού με αριθμούς 1, 2, 3 και 7 του ίδιου, όπως προηγούμενα, υποδείγματος ισολογισμού, οι υποχρεώσεις προς συνδεδεμένες επιχειρήσεις και οι υποχρεώσεις προς επιχειρήσεις συμμετοχικού ενδιαφέροντος, είτε υπάρχουν γι' αυτές παραστατικοί τίτλοι είτε όχι.
2. Επίσης, στο προσάρτημα αναγράφονται χωριστά, ως υποδιαιρέσεις των λογαριασμών του υποδείγματος ισολογισμού του προηγούμενου άρθρου και των υποδιαιρέσεων της προηγούμενης παραγράφου, οι μειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις του ενεργητικού.
3. Θεωρούνται ως μειωμένης εξασφαλίσεως απαιτήσεις τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει γι' αυτά παραστατικός τίτλος ή όχι, απορρέουν από δικαιώματα που, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης, μπορούν να ασκηθούν μόνο μετά την ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρο 8 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Τα στοιχεία του ενεργητικού, τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει δεσμεύσει για εγγύηση ίδιων υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων τρίτων ή έχει δώσει ως εγγύηση σε τρίτους, θα εξακολουθούν να εμφανίζονται στους οικείους λογαριασμούς του ισολογισμού.
2. Τα περιουσιακά στοιχεία του έχουν δεσμευθεί υπέρ του πιστωτικού ιδρύματος ή που έχουν δοθεί σαν εγγύηση, δεν πρέπει να εμφανίζονται στον ισολογισμό του, εκτός αν πρόκειται για χρήματα κατατεθειμένα σ' αυτό το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία εμφανίζονται στους λογαριασμούς τάξεως (λογαριασμοί εκτός ισολογισμού)".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 9, 10 και 11 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Σε περίπτωση χορηγήσεως δανείου από όμιλο πιστωτικών ιδρυμάτων, καθένα από τα ιδρύματα αυτά υποχρεούται να εμφανίζει στον ισολογισμό του μόνο το ποσό της συνεισφοράς του στο συνολικό ποσό της χρηματοδοτήσεως. Αν το ποσό της συμμετοχής, για το οποίο εγγυάται ένα πιστωτικό ίδρυμα, είναι ανώτερο από το ποσό με το οποίο συμμετέσχε στη χρηματοδότηση, το επιπλέον αυτό ποσό της εγγυήσεως εμφανίζεται ως ενδεχόμενη υποχρέωση στους εκτός ισολογισμού λογαριασμούς τάξεως.
2. Τα κεφάλαια τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα διαχειρίζεται επ' ονόματι του, αλλά για λογαριασμό τρίτου, εμφανίζονται στον ισολογισμό του εφόσον τα αντίστοιχα στοιχεία του ενεργητικού ανήκουν στην κυριότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Τα στοιχεία του ενεργητικού και οι υποχρεώσεις του είδους αυτού εμφανίζονται στον ισολογισμό, κατανεμημένες και συγχωνευμένες στους διάφορους λογαριασμούς του ενεργητικού και του παθητικού. Στο προσάρτημα παρατίθεται σχετικός πίνακας με τους λογαριασμούς και τα αντίστοιχα ποσά τους.
3. Τα περιουσιακά στοιχεία κυριότητας τρίτων, που παραλαμβάνει και κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα επ' ονόματι και για λογαριασμό των τρίτων εμφανίζονται στους εκτός ισολογισμού λογαριασμούς τάξεως.
4. Θεωρούνται πληρωτέα εν όψει μόνο τα ποσά που δύνανται να αναληφθούν οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση, ή για τα οποία έχει συμφωνηθεί προειδοποίηση διάρκειας 24 ωρών ή μιας εργάσιμης ημέρας".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει:
του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρο 12 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Με τον όρο "πράξεις προσωρινής εκχώρησης" νοούνται οι πράξεις με τις οποίες ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ένας πελάτης (ο εκχωρών) εκχωρεί σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή πελάτη (τον εκδοχέα) στοιχεία του ενεργητικού που του ανήκουν, όπως αξιόγραφα, απαιτήσεις ή κινητές αξίες, με πρόβλεψη. Επανεκχωρήσης των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού στον εκχωρούντα σε συμφωνημένη τιμή.
2. Εάν ο εκδοχέας αναλαμβάνει την ευθύνη να επανεκχωρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού σε ορισμένη ημερομηνία ή σε ημερομηνία που θα ορίσει ο εκχωρών, τότε πρόκειται για πράξη προσωρινής εκχώρησης βάσει σύμβασης πώλησης με σύμφωνο εξωνήσεως.
3. Εάν, αντίθετα, ο εκδοχέας έχει μόνο δικαίωμα να επανεκχωρήσει τα στοιχεία του ενεργητικού στην τιμή εκχώρησης ή σε άλλη τιμή που συμφωνείται εκ των προτέρων και σε ημερομηνία που έχει ήδη ορισθεί ή θα καθορισθεί αργότερα, πρόκειται για πράξη προσωρινής εκχώρησης βάσει οριστικής σύμβασης πώλησης με σύμφωνο εξωνήσεως.
4. Στην περίπτωση των πράξεων προσωρινής εκχώρησης που προβλέπει η παράγραφος 2, τα εκχωρούμενα στοιχεία του ενεργητικού συνεχίζουν να εμφανίζονται στον ισολογισμό του εκχωρούντος. Το τίμημα της εκχώρησης που εισπράττει ο εκχωρών εμφανίζεται σαν υποχρέωση προς τον εκδοχέα και η αξία των εκχωρουμένων στοιχείων του ενεργητικού εμφανίζεται στο προσάρτημα των λογαριασμών (οικονομικών καταστάσεων) του εκχωρούντος, καθώς και στους προβλεπόμενους από το άρθρο 123 λογαριασμούς εκτός ισολογισμού (λογαριασμούς τάξεως) του εκχωρούντος. Ο εκδοχέας δεν έχει δικαίωμα να εμφανίσει στον ισολογισμό του τα αποκτηθέντα στοιχεία του ενεργητικού. Το τίμημα της εκχώρησης που καταβάλει ο εκδοχέας εμφανίζεται ως απαίτηση κατά του εκχωρούντος.
5. Αντίθετα, στην περίπτωση των πράξεων προσωρινής εκχώρησης που προβλέπει η παράγραφος 3, ο εκχωρών δεν έχει πλέον δικαίωμα να εμφανίσει στον ισολογισμό του τα εκχωρούμενα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία εμφανίζονται στο ενεργητικό του εκδοχέα. Ο εκχωρών εμφανίζει στους εκτός ισολογισμού λογαριασμούς τάξεως του άρθρου 123 και συγκεκριμένα στο λογαριασμό 2 αυτών ένα ποσό, ίσο με το τίμημα που έχει συμφωνηθεί για την περίπτωση εξωνήσεως.
6. Οι πράξεις συναλλάγματος υπό προθεσμία, οι χρηματιστηριακές πράξεις υπό προθεσμία, οι πράξεις έκδοσης τίτλων με τις οποίες ο εκδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξαγοράσει το σύνολο ή μέρος των ομολογιών πριν από τη λήξη τους, καθώς και άλλες ανάλογες πράξεις, δεν αποτελούν πράξεις προσωρινής εκχώρησης κατά την έννοια του παρόντος άρθρου",
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι:
" Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 118
(άρθρα 13 και 14 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Στο λογαριασμό 1 του ενεργητικού "ταμείο και Διαθέσιμα στην Κεντρική Τράπεζα" περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) Το ταμείο, το οποίο περιλαμβάνει τα νομίσματα που κυκλοφορούν νόμιμα, συμπεριλαμβανομένων των ξένων χαρτονομισμάτων και κερμάτων.
β) Τα διαθέσιμα στην Τράπεζα της Ελλάδος, στα οποία περιλαμβάνονται μόνο τα κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος περιουσιακά στοιχεία που ανά πάσα στιγμή αντιπροσωπεύουν πραγματικά διαθέσιμα.
Οι υπόλοιπες απαιτήσεις κατά της Τράπεζας Ελλάδος εμφανίζονται στο λογαριασμό 3 του ενεργητικού "Απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων".
2. Στο λογαριασμό 2 του ενεργητικού "Κρατικά και άλλα αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα" περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
α) Στην υποδιαίρεση α "κρατικά και εξομοιούμενα προς αυτά αξιόγραφα περιλαμβάνονται τα άτοκα και έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου και άλλοι παρόμοιοι πιστωτικοί τίτλοι δημοσίων οργανισμών, εφόσον γίνονται δεκτοί για επαναχρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Κεντρική Τράπεζα της χώρας όπου το πιστωτικό ίδρυμα είναι εγκατεστημένο. Οι πιστωτικοί τίτλοι δημοσίων οργανισμών οι οποίοι δεν πληρούν τον όρο αυτό εγγράφονται την υποδιαίρεση α του λογαριασμού του ενεργητικού 5 "Ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως".
β) Στην υποδιαίρεση β "Λοιπά αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηματοδότηση περιλαμβάνονται όλα τα αξιόγραφα χαρτοφυλακίου που έχουν αγοραστεί από πιστωτικά ιδρύματα ή πελάτες, εφόσον τα αξιόγραφα αυτά, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, γίνονται δεκτά για επαναχρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή την Κεντρική Τράπεζα της χώρας, όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 15 και 16 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Στο λογαριασμό 3 του ενεργητικού "Απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων" περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις από τραπεζικές εργασίες που έχει το πιστωτικό ίδρυμα (που καταρτίζει τους ετήσιους λογαριασμούς), κατά ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, ανεξάρτητα από την ονομασία τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξαιρούνται μόνο οι απαιτήσεις που ενσωματώνονται σε ομολογίες ή σε οποιονδήποτε άλλο τίτλο, οι οποίες υποχρεωτικά εμφανίζονται στο λογαριασμό 5 του ενεργητικού "ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως".
Για την εφαρμογή της παρούσης παραγράφου, ως "πιστωτικά ιδρύματα" νοούνται όλες οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παραγρ. 7 της Οδηγίας 77/78Ο/ΕΟΚ, καθώς και οι κεντρικές Τράπεζες και εθνικοί ή διεθνείς επίσημοι οργανισμοί τραπεζικού χαρακτήρα, καθώς και οποιαδήποτε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση μη εγκατεστημένη, στην Κοινότητά, η οποία εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992. Οι απαιτήσεις κατά επιχειρήσεων που δεν συγκεντρώνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις αναγράφονται στο λογαριασμό 4 του ενεργητικού "Απαιτήσεις κατά πελατών".
2. Στο λογαριασμό 4 του ενεργητικού "Απαιτήσεις κατά πελατών" περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία του ενεργητικού που αντιπροσωπεύουν απαιτήσεις κατά εγχωρίων ή ξένων πελατών, εκτός από τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα από την ονομασία τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξαιρούνται μόνο οι απαιτήσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί ομολογίες ή οποιοδήποτε άλλος τίτλος, οι οποίες αναγράφονται στο λογαριασμό 5 του ενεργητικού "ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρο 17 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Ο λογαριασμός 5 του Ενεργητικού "ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως" περιλαμβάνει τις ομολογίες και άλλους τίτλους σταθερής αποδόσεως, που είναι μεταβιβάσιμοι και έχουν εκδοθεί από πιστωτικά ιδρύματα, άλλες επιχειρήσεις ή δημόσιους οργανισμούς. Οι ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως που έχουν εκδοθεί από δημόσιους οργανισμούς εγγράφονται στο λογαριασμό αυτό μόνον εφόσον δεν υπάγονται στο λογαριασμό 2 του ενεργητικού "κρατικά και άλλα αξιόγραφα δεκτά για επαναχρηματοδότηση από την Κεντρική Τράπεζα".
2. Εξομοιώνονται με ομολογίες και άλλους τίτλους σταθερής αποδόσεως οι αξίες με επιτόκιο μεταβαλλόμενο, σύμφωνα με ορισμένη παράμετρο, ως το επιτόκιο της διατραπεζικής αγοράς ή της ευρωαγοράς.
3. Οι ίδιες ομολογίες που έχουν εξαγοραστεί και είναι μεταβιβάσιμες, καταχωρούνται στην υποδιαίρεση β του λογαριασμού 5 του ενεργητικού.
Τούτο εφαρμόζεται εφόσον οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά επιτρέπουν την απόκτηση από πιστωτικό ίδρυμα ίδιων αυτού ομολογιών.
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρο 18 και 19 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Ο λογαριασμός 1 του παθητικού "Υποχρεώσεις προς πιστωτικά ιδρύματα" περιλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις προς ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα, ανεξάρτητα από την ονομασία τους στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι οποίες προκύπτουν από τραπεζικές εργασίες. Εξαιρούνται μόνον οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί ομολογίες ή οποιοσδήποτε άλλος τίτλος που υποχρεωτικά καταχωρούνται στο λογαριασμό 3 του παθητικού υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους".
Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, ως "πιστωτικά ιδρύματα" νοούνται όλες οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στον κατάλογο που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 3 παραγρ. 7 της Οδηγίας 77/780/ΕΟΚ, καθώς και οι κεντρικές τράπεζες και οι επίσημοι εθνικοί ή διεθνείς οργανισμοί τραπεζικού χαρακτήρα, καθώς και οποιαδήποτε ιδιωτική ή δημόσια επιχείρηση μη εγκατεστημένη στην Κοινότητα, η οποία εμπίπτει στον ορισμό του άρθρου 2 του Ν. 2076/92.
2. Στον λογαριασμό του παθητικού 2 "υποχρεώσεις προς πελάτες" καταχωρούνται οι οφειλές προς πιστωτές που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, ανεξάρτητα από την ονομασία τους στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξαιρούνται μόνο οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί ομολογίες ή οποιοσδήποτε άλλος τίτλος που υποχρεωτικά καταχωρούνται στον λογαριασμό του παθητικού 3 "υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους".
Με τον όρο " καταθέσεις" νοούνται αποκλειστικά όσα κεφάλαια πληρούν τις απαιτούμενες από την εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθούν ως καταθέσεις.
Τα αποταμιευτικά ομόλογα καταχωρούνται στην αντίστοιχη υποδιαίρεση του λογαριασμού αυτού, μόνον αν δεν υπάρχουν γι' αυτά μεταβιβάσιμοι πιστωτικοί τίτλοι."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 20, 21, 22 και 23 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Στο λογαριασμό του παθητικού 3 "Υποχρεώσεις από πιστωτικούς τίτλους" καταχωρούνται, τόσο οι ομολογίες όσο και οι υποχρεώσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί μεταβιβάσιμος πιστωτικός τίτλος, καθώς και οι τίτλοι ίδιας αποδοχής και τα κυκλοφορούντα γραμμάτια.
Με τον όρο "τίτλοι ίδιας αποδοχής" νοούνται αποκλειστικά οι τίτλοι τους οποίους εξέδωσε το πιστωτικό ίδρυμα για την αναχρηματοδότησή του και στους οποίους φέρεται ως πρωτοφειλέτης ("πληρωτής").
2. Στο λογαριασμό του παθητικού 7 "Μειωμένης εξασφαλίσεως στοιχεία παθητικού" καταχωρούνται οι ενσωματωμένες ή όχι σε πιστωτικούς τίτλους υποχρεώσεις, για τις οποίες έχει ορισθεί με σχετική σύμβαση ότι τα απορρέοντα από αυτές δικαιώματα των τρίτων σε περίπτωση εκκαθαρίσεως ή πτωχεύσεως, μπορούν να ασκηθούν μόνον αφού ικανοποιηθούν οι υπόλοιποι πιστωτές.
3. Ο λογαριασμός του παθητικού 8 "Μετοχικό Κεφάλαιο" αναλύεται σε καταβεβλημένο" και "οφειλόμενο". Στις υποδιαιρέσεις αυτές καταχωρούνται τα καταβεβλημένα και τα οφειλόμενα από τους μετόχους ποσά για καλυφθέν κεφάλαιο.
4. Ο λογαριασμός του παθητικού 10 "Αποθεματικά" αναλύεται στα εξής τουλάχιστον είδη αποθεματικών:
- Τακτικό αποθεματικό
- Αποθεματικά καταστατικά
- Ειδικά αποθεματικά
- Αφορολόγητα αποθεματικά ειδικών διατάξεων - νόμων
- Αποθεματικό για ίδιες μετοχές (σχηματιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 42ε παραγρ. 13).
Οι διαφορές που προκύπτουν από πραγματοποιούμενη, με βάση ειδικό νόμο, αναπροσαρμογή της αξίας περιουσιακών στοιχείων, καταχωρούνται στο λογαριασμό 11 "Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας περιουσιακών στοιχείων".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 24 και 25 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
Για το περιεχόμενο και τον τρόπο καταχωρήσεως κάτω από τον Ισολογισμό των εκτός ισολογισμού λογαριασμών τάξεως εφαρμόζεται η παραγρ. 11 του άρθρου 42ε, με τις ακόλουθες επιπρόσθετες ειδικές ρυθμίσεις:
α) Ο εκτός ισολογισμού λογαριασμός 1 "Ενδεχόμενες υποχρεώσεις περιλαμβάνει κάθε πράξη με την οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται για τις υποχρεώσεις τρίτου.
Στο προσάρτημα αναφέρεται η φύση και το ύψος του κάθε κινδύνου δημιουργίας υποχρέωσης. Εφόσον αυτή είναι σημαντική σε σχέση με την συνολική δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Οι υποχρεώσεις από οπισθογράφηση αναπροεξοφλημένων αξιόγραφων θα περιλαμβάνονται στο λογαριασμό αυτό μόνον εφόσον η ισχύουσα νομοθεσία δεν ορίζει διαφορετικά. Το αυτό ισχύει και για τους τίτλους αποδοχής, εκτός από τους τίτλους ίδιας αποδοχής.
Οι εγγυήσεις και τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση περιλαμβάνουν όλες τις εγγυήσεις και όλα τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί σαν εγγύηση για λογαριασμό τρίτων, όπως ανέκκλητες εγγυήσεις και ανέκκλητες πιστωτικές εντολές.
β) Στον εκτός ισολογισμού λογαριασμό 2 "Υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχώρησης" περιλαμβάνονται οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το πιστωτικό ίδρυμα, στα πλαίσια πράξεων προσωρινής εκχώρησης (βάσει σύμβασης πώλησης με δικαίωμα εξωνήσεως) κατά την έννοια του άρθρου 117 παράγραφος 3.
γ) Στον εκτός ισολογισμού λογαριασμό 3 "Λοιποί λογαριασμοί τάξεως" περιλαμβάνονται τα κατεχόμενα από το πιστωτικό ίδρυμα (προς φύλαξη ή ως ενέχυρο κλπ.) περιουσιακά στοιχεία τρίτων οι υποχρεώσεις από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και οι λοιποί λογαριασμοί πληροφοριών.
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 26, 27 και 28 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Ο λογαριασμός αποτελέσματα χρήσεως" καταρτίζεται σε κάθετη διάταξη, σύμφωνα με το υπόδειγμα της παρ. 4.1.202 του άρθρου 1 του Π.Δ. 384/1992, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στην παρ. 4.1.201 του άρθρου 1 του ίδιου Π.Δ., αναφορικά με το περιεχόμενο κάθε επιμέρους κατηγορίας του λογαριασμού αυτού.
2. Ο "Πίνακας διαθέσεως αποτελεσμάτων" καταρτίζεται σύμφωνα με το υπόδειγμα της παρ. 4.1.302 του άρθρου 1 του Π.Δ. 384/1992, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στην παρ. 4.1.301 του ίδιου Π.Δ. αναφορικά με το περιεχόμενο κάθε επιμέρους κατηγορίας του πίνακα αυτού".
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 125
(άρθρα 29, 30, 31 και 32 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Οι λογαριασμοί 1 "τόκοι και εξομοιούμενα έσοδα" και 2 "τόκοι και εξομοιούμενα έξοδα" περιλαμβάνουν όλα τα αποτελέσματα που απορρέουν από την τραπεζική δραστηριότητα όπως:
α) Όλα τα έσοδα που προέρχονται από στοιχεία εγγεγραμμένα στους λογαριασμούς 1 έως 5 του ενεργητικού του ισολογισμού ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται. Περιλαμβάνουν επίσης, τα έσοδα που προκύπτουν όταν υπαχθούν κλιμακωτά στο οικονομικό αποτέλεσμα τα ωφελήματα που απορρέουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με καταβολή ποσού κατώτερου από το πληρωτέο κατά την λήξη, καθώς και από την συνομολόγηση υποχρεώσεων για ποσό ανώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη.
β) Όλα τα έξοδα που αφορούν τους λογαριασμούς 1, 2 3 και 7 του παθητικού, όποια και αν είναι η μορφή με την οποία υπολογίζονται. Περιλαμβάνουν επίσης, τα έξοδα που αντιστοιχούν στην κλιμακωτή απόσβεση των ποσών που προκύπτουν από την κτήση στοιχείων του ενεργητικού με τίμημα ανώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη, καθώς και από την σύναψη υποχρεώσεων με τίμημα κατώτερο του πληρωτέου κατά την λήξη.
γ) Τα έσοδα και τα έξοδα που απορρέουν από καλυπτόμενες προθεσμιακές πράξεις με αντικείμενο συνάλλαγμα, τα οποία υπολογίζονται κλιμακωτά επί της πραγματικής διάρκειας της πράξης και έχουν χαρακτήρα τόκου.
δ) Οι προμήθειες που έχουν χαρακτήρα τόκου και που υπολογίζονται σε συνάρτηση με την διάρκεια ή το ποσό της απαιτήσεως ή της υποχρεώσεως.
2. Ο λογαριασμός 3 " Έσοδα από τίτλους" περιλαμβάνει όλα τα μερίσματα και άλλα έσοδα από τίτλους μεταβλητής αποδόσεως και συμμετοχές, από μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις, καθώς επίσης και τα έσοδα από μερίδια εταιρειών επενδύσεων.
3. Με την επιφύλαξη της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού, ως "έσοδα προμηθειών" (λογαριασμός 4) και ως "έξοδα προμηθειών" (λογαριασμός 5) νοούνται τα έσοδα με τα οποία αμείβονται υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε τρίτους ή τα έξοδα που προκύπτουν από την προσφυγή σε υπηρεσίες τρίτων, ιδίως:
- οι προμήθειες για παροχή εγγυήσεων διαχείρισης δανείων, για λογαριασμό άλλων δανειστών, καθώς και για συναλλαγές επί τίτλων για λογαριασμό τρίτων,
- οι προμήθειες για διακανονισμό εμπορικών πράξεων και άλλες σχετικές επιβαρύνσεις ή έσοδα, τα έξοδα τηρήσεως λογαριασμού, τα δικαιώματα φυλάξεως και διαχειρίσεως των τίτλων,
- οι προμήθειες για συνάλλαγμα, για αγορά και πώληση νομισμάτων και πολύτιμων μετάλλων για λογαριασμό τρίτων,
- οι προμήθειες που εισπράττονται λόγω μεσιτείας σε πιστωτικές εργασίες, συμβάσεις αποταμιεύσεως ή ασφαλίσεως.
4. Ο λογαριασμός 6 "αποτελέσματα χρηματοοικονομικών πράξεων" περιλαμβάνει:
α) Το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) από πωλήσεις χρεογράφων που δεν θεωρούνται πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία, καθώς και τις διαφορές αποτιμήσεώς τους (προβλέψεις υποτιμήσεως) που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 127 παραγρ. 1 του παρόντος και της περιπτ. 2γ της παραγρ. 2.2.111 του ΠΔ 384/1992.
Τα έσοδα από "χρησιμοποίητες προβλέψεις προηγούμενων χρήσεων καταχωρούνται στο λογαριασμό 15 "έκτακτα έσοδα", ανάλυση του οποίου παρατίθεται στο προσάρτημα.
β) Το καθαρό υπόλοιπο κερδών / ζημιών από τις δραστηριότητες στον τομέα του συναλλάγματος, με την επιφύλαξη της παραγρ. 1 περ. γ του παρόντος άρθρου.
γ) Τα καθαρά υπόλοιπα κερδών / ζημιών από τις άλλες αγοραπωλησίες χρηματοδοτικών μέσων μεταξύ των οποίων και τα πολύτιμα μέταλλα."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
(άρθρα 33 και 34 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Ο λογαριασμός 11 και 12 "Διαφορές προσαρμογής αξίας απαιτήσεων και προβλέψεις για ενδεχόμενες υποχρεώσεις" περιλαμβάνει τις σχηματιζόμενες στο τέλος κάθε χρήσεως προβλέψεις:
- για επισφαλείς απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων και κατά πελατών, που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς του ενεργητικού 3 απαιτήσεις κατά πιστωτικών ιδρυμάτων" και 4 "απαιτήσεις κατά πελατών", του άρθρου 119 του παρόντος,
- για έξοδα εκμεταλλεύσεως,
- για τους κινδύνους που απορρέουν από τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στους εκτός ισολογισμού λογαριασμούς τάξεως του άρθρου 123.
2. Τα εισπραττόμενα σε μεταγενέστερες χρήσεις ποσά από αποσβεσμένες απαιτήσεις, καθώς και τα ποσά των αχρησιμοποίητων προβλέψεων προηγούμενων χρήσεων για έξοδα και κινδύνους εκμεταλλεύσεως, καταχωρούνται στο λογαριασμό 15 "έκτακτα έσοδα", ανάλυση του οποίου παρατίθεται στο προσάρτημα.
3. Οι σχηματιζόμενες προβλέψεις για διορθώσεις της αξίας των απαιτήσεων κατά πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά της πελατείας, κατά των επιχειρήσεων με τις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα έχει συμμετοχές κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παρ. 5 του παρόντος και κατά συνδεδεμένων επιχειρήσεων, πρέπει να αναγράφονται αναλυτικά στο προσάρτημα όταν η διάκριση αυτή είναι αρκετά σημαντική.
4. Ο λογαριασμός 13 και 14 "Διαφορές προσαρμογής αξίας κινητών αξιών με χαρακτήρα χρηματοοικονομικών ακινητοποιήσεων" περιλαμβάνει τις διαφορές αποτιμήσεως (προβλέψεις υποτιμήσεως) των συμμετοχών με χαρακτήρα ακινητοποιήσεων, που προκύπτουν κατά την αποτίμηση των συμμετοχών αυτών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 127 παρ. 1 του παρόντος και στην παρα. 2.2.111 του ΠΔ 384/19θ2.
Τα αχρησιμοποίητα ποσά προβλέψεων προηγούμενων χρήσεων για υποτιμήσεις συμμετοχών της κατηγορίας αυτής, καταχωρείται στο λογαριασμό 15 "έκτακτα έσοδα".
5. Το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδος ή ζημία) από πωλήσεις τίτλων συμμετοχών της προηγούμενης παραγρ. 4, καταχωρούνται στο λογαριασμό 17 "έκτακτα αποτελέσματα".
6. Οι σχηματιζόμενες προβλέψεις για διορθώσεις της αξίας κινητών αξιών, συμμετοχών και μεριδίων σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις, πρέπει να αναγράφονται αναλυτικά στο προσάρτημα όταν είναι σημαντικές.
7. Το κονδύλι 1 "φόρος εισοδήματος" του πίνακα Διαθέσεως Αποτελεσμάτων αναλύεται στο προσάρτημα:
- στο τμήμα που αναλογεί στο οργανικό αποτέλεσμα (δηλαδή στο αποτέλεσμα από συνήθεις δραστηριότητες, όπως προκύπτει ως υπόλοιπο κάτω από το λογαριασμό 13 + 14 των αποτελεσμάτων χρήσεως),
- στο τμήμα που αναλογεί στα έκτακτα αποτελέσματα (των λογαριασμών 15, 16 και 17 των αποτελεσμάτων χρήσεως.".)
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 127
(άρθρα 35, 36, 37 και 38 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Για την αποτίμηση των συμμετοχών και χρεογράφων και γενικά των τίτλων κινητών αξιών, που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς 2, 5, 6, 7 και 8 του ενεργητικού του υποδείγματος ισολογισμού του άρθρου 113, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγρ. 6 του άρθρου 43, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 2.2.111 περ. 2 του άρθρου 1 του ΠΔ 384/1992.
2. Οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι κινητών αξιών, που δεν έχουν το χαρακτήρα χρηματοοικονομικών ακινητοποιήσεων, καταχωρούνται στον ισολογισμό στην τιμή κτήσεώς τους. Η διαφορά, μεταξύ της τιμής κτήσεως και της μεγαλύτερης τρέχουσας αγοραίας τιμής τους κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού, αναγράφεται στο προσάρτημα.
3. Με τους όρους "συμμετοχές και τίτλοι κινητών αξιών με χαρακτήρα χρηματοοικονομικών ακινητοποιήσεων" και "πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία", προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα, νοούνται οι συμμετοχές και τα μερίδια σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις και οι τίτλοι κινητών αξιών που προορίζονται να χρησιμεύσουν κατά διαρκή τρόπο στη δραστηριότητα του πιστωτικού ιδρύματος.
4. Για την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων των λογαριασμών του ενεργητικού 9 "Αϋλα πάγια στοιχεία" και 10 "Ενσώματα πάγια στοιχεία", εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 3 περιπτ. α και β', 4 περ. β', γ και δ' και 5 του άρθρου 43.
5. Για την κάλυψη των ιδιαίτερων κινδύνων που είναι εγγενείς στις τραπεζικές εργασίες, με επιβάρυνση του λογαριασμού 16 "Έκτακτα έξοδα" των αποτελεσμάτων χρήσεως, σχηματίζεται γενική συμπληρωματική πρόβλεψη που καταχωρείται στο λογαριασμό του παθητικού του ισολογισμού 6Α "Κρατήσεις για κεφάλαια γενικών τραπεζικών κινδύνων". Για τον λογιστικό χειρισμό εφαρμόζεται η παρ. 2.2.402 περ. 2 του ΠΔ 384/1992."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσ0εις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
**ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:Στο ανωτέρω αναφερόμενο άρθρο 7 προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν.2286/1995 (Α 19) το εξής εδάφιο:""Οι διατάξεις του άρθρου 127 παραγρ. 1 του κωδ. ν. 2190/1920 που προστέθηκε με το άρθρο 4 του π.δ/τος 367/1994, εφαρμόζονται το αργότερο από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1995 και εφεξής. Στο προσάρτημα των χρήσεων που αρχίζουν την 1η Ιανουαρίου 1994 και εφεξής θα παρέχονται πλήρεις πληροφορίες περί του τρόπου αποτιμήσεως των συμμετοχών και χρεογράφων".
(άρθρο 39 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Για την μετατροπή σε δραχμές των τραπεζικών εργασιών σε συνάλλαγμα, εφαρμόζεται η παρ. 2.3.4 του άρθρου 1 του ΠΔ 384/1992.
2. Για την λογιστική παρακολούθηση των δοσοληψιών της Τράπεζας με τα υποκαταστήματά της και την ενσωμάτωση των οικονομικών τους καταστάσεων στις οικονομικές καταστάσεις της έδρας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 428 παρ. 6 και 43 παρ. 10 (εκτός του τελευταίου εδαφίου του σχετικού με την εν γένει λογιστική μεταχείριση των προκυπτουσών από τις μετατροπές της παραγράφου αυτής συναλλαγματικών διαφορών) και παραγρ. 11 του παρόντος, καθώς και των παραγρ. 2.2.409 και 2.3.2 του άρθρου 1 του ΠΔ 384/1 θθ2."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 129
(άρθρα 40 και 41 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Οι διατάξεις της παραγρ. 1 του άρθρου 43α εφαρμόζονται και για το περιεχόμενο του προσαρτήματος των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον δεν τροποποιούνται από τις ακόλουθες ειδικές διατάξεις.
2. Επιπλέον των πληροφοριών που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 43α παραγρ. 1 περ. ε του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες, σχετικά με το λογαριασμό 7 του παθητικού (μειωμένης εξασφάλισης στοιχεία του παθητικού):
α) όσον αφορά κάθε δάνειο που υπερβαίνει το 10% του συνολικού ποσού των στοιχείων μειωμένης εξασφάλισης του παθητικού:
ι) το ύψος του δανείου, το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται, το επιτόκιο και η ημερομηνια εξόφλησης, με την διευκρίνιση εάν πρόκειται για δάνειο αόριστης διάρκειας,
ιι) εάν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται πρόωρη αποπληρωμή και
ιιι) τους όρους που προσδίδουν το χαρακτήρα μειωμένης εξασφάλισης στα εν λόγω στοιχεία, την ύπαρξη οποιωνδήποτε διατάξεων για την μετατροπή τους σε κεφάλαιο ή κάποιο άλλο στοιχείο του παθητικού, καθώς και το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών,
β) για τα λοιπά δάνεια, αναφέρονται γενικά οι κανόνες που τα διέπουν.
3. α) Αντί των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 43α παρ. 1 περ. στ' του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα μνημονεύουν στο προσάρτημα, χωριστά για καθέναν από τους λογαριασμούς 3-β και 4 του ενεργητικού και 1 -β, 2-α, 2-β-ββ και 3-β του παθητικού, το ύψος των εν λόγω απαιτήσεων και χρεών, κατανεμομένων ανάλογα με την εναπομένουσα διάρκειά τους, ως εξής:
- μέχρι τρεις μήνες,
- περισσότερο από τρεις μήνες έως ανά έτος,
- περισσότερο από ένα έτος έως πέντε έτη,
- περισσότερο από πέντε έτη.
Για τον λογαριασμό 4 του ενεργητικού, πρέπει να αναφέρεται επιπρόσθετα και το ποσό των πιστώσεων αόριστης διάρκειας. Στην περίπτωση απαιτήσεων ή χρεών που εξοφλούνται σταδιακά, ως εναπομένουσα διάρκεια νοείται το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού έως την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την πληρωμή της κάθε δόσεως. Για την πρώτη χρήση, από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η αναγραφή των στοιχείων του ενεργητικού ή παθητικού που αναφέρονται στο παρόν άρθρο να γίνεται με βάση την αρχική συμβατική διάρκεια ή την αρχική διάρκεια της προθεσμίας προειδοποιήσεως. Για τα δάνεια που δεν έχουν ενσωματωθεί σε πιστωτικό τίτλο, στην περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα αναλάβει κάποιο τρέχον δάνειο πρέπει να το ταξινομήσει βάσει της εναπομένουσας διάρκειας κατά την ημέρα που έγινε η ανάληψη. Για την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου νοείται ως συμβατική διάρκεια ενός δανείου η χρονική περίοδος από την ημερομηνία της πρώτης χρησιμοποιήσεως των κεφαλαίων έως την ημερομηνία της εξοφλήσεως. Ως διάρκεια της προθεσμίας προειδοποιήσεως νοείται η χρονική περίοδος από την ημερομηνία που δόθηκε η προειδοποίηση έως την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί η αντίστοιχη εξόφληση. Στην περίπτωση των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων που εξοφλούνται σταδιακά ως
συμβατική διάρκεια νοείται η χρονική περίοδος από την ημερομηνία κατά την οποία γεννάται η απαίτηση ή η υποχρέωση έως την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την καταβολή της τελευταίας δόσεως.
Τα πιστωτικά ιδρύματα δηλώνουν επίσης για τους λογαριασμούς του ισολογισμού που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο το ποσό των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού, τα οποία καθίστανται ληξιπρόθεσμα κατά την διάρκεια του έτους που αρχίζει από το κλείσιμο του ισολογισμού.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα δηλώνουν για τον λογαριασμό 5 του ενεργητικού (ομολογίες και άλλοι τίτλοι σταθερής αποδόσεως) και το λογαριασμό 3-α του παθητικού (χρεόγραφα και ομολογίες σε κυκλοφορία), το ποσό των στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού τα οποία καθίστανται ληξιπρόθεσμα την διάρκεια του έτους που αρχίζει από το κλείσιμο του ισολογισμού.
γ) Επιτρέπεται ορισμένες ή όλες οι πληροφορίες που αναφέρονται προηγούμενα στα στοιχεία α) και β) , να αναγράφονται στον ισολογισμό.)
δ) Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν πληροφορίες για τα στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση ιδίων υποχρεώσεων ή υποχρεώσεων τρίτων (συμπεριλαμβανομένων των ενδεχομένων υποχρεώσεων), κατά τρόπο ώστε να είναι εμφανές, για κάθε λογαριασμό του παθητικού ή για κάθε λογαριασμό εκτός ισολογισμού, το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού που έχουν δοθεί ως εγγύηση.
4. Αντί των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 43α παρ. 1 περιπτ. 8 του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα εμφανίζουν στο προσάρτημα, την αναλογία των εσόδων που συνδέονται με τους λογαριασμούς 1, 3, 4, β και 7 του υποδείγματος του λογαριασμού "αποτελέσματα χρήσεως" του άρθρου 124 του παρόντος ανά γεωγραφική αγορά, εφόσον από την άποψη της οργάνωσης του πιστωτικού ιδρύματος, οι αγορές αυτές
διαφέρουν μεταξύ τους σημαντικά. Την παράλειψη των πληροφοριών αυτών από το προσάρτημα δύναται να επιτρέψει, με απόφασή του, ο Υπουργός Εμπορίου, εφόσον κρίνει ότι η δημοσιότητά τους θα ήταν σε σοβαρό βαθμό επιζήμια για την Τράπεζα. Κάθε τέτοια παρέκκλιση αναφέρεται στο προσάρτημα.
5. Αντί των πληροφοριών του άρθρου 43α παρ. 1 περ. ιδ' του παρόντος, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να αναγράφουν μόνο τα ποσά των προκαταβολών και των πιστώσεων, που χορηγήθηκαν στα μέλη των οργάνων τους που ασκούν διοίκηση, διεύθυνση ή εποπτεία, καθώς και τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν, για λογαριασμό των προσώπων αυτών ως εγγυήσεις πάσης φύσεως. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται κατά συγκεντρωτικό τρόπο για κάθε κατηγορία.
6. Η διάταξη της παραγρ. 8 του άρθρου 42ε του παρόντος εφαρμόζεται για τα πάγια περιουσιακά στοιχεία των λογαριασμών 9 και 10 του ενεργητικού.
7. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν επιπλέον και τις ακόλουθες πληροφορίες στο προσάρτημα:
α) την ανάλυση των μεταβιβάσιμων τίτλων που αναγράφονται στους λογαριασμούς 5 έως 8 του ενεργητικού, ανάλογα με το αν είναι ή όχι εισηγμένοι στο χρηματιστήριο,
β) την ανάλυση των μεταβιβάσιμων τίτλων που αναγράφονται στους λογαριασμούς 5 και 6 του ενεργητικού, ανάλογα με το αν θεωρούνται ή όχι πάγια χρηματοπιστωτικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 127 παραγρ. 3, του παρόντος, καθώς επίσης και το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε για την διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών κινητών αξιών,
γ) ειδικά οι εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (LEASING και το ύψος των εργασιών τους κατανεμημένο μεταξύ των σχετικών λογαριασμών του ισολογισμού,
δ) την ανάλυση των λογαριασμών 13 του ενεργητικού και 4 του παθητικού, καθώς και των λογαριασμών 10 και 16 των αποτελεσμάτων χρήσεως στα κύρια στοιχεία τους, αν αυτά έχουν σημασία για την αξιολόγηση των ετήσιων λογαριασμών. Πρέπει επιπλέον να δίδονται εξηγήσεις για το ύψος τους και για την φύση τους,
ε) τα έξοδα προκαταβάλλονται για τα μειωμένης εξασφάλισης στοιχεία του παθητικού, από το πιστωτικό ίδρυμα, κατά την διάρκεια της χρήσεως,
στ) το γεγονός ότι το ίδρυμα παρέχει σε τρίτους υπηρεσίες διαχείρισης και εκπροσώπησης, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές κατέχουν σημαντική έκταση σε σχέση με το σύνολο των δραστηριοτήτων του ιδρύματος,
ζ) το συνολικό ποσό των στοιχείων του ενεργητικού και το συνολικό ποσό των στοιχείων του παθητικού που εκφράζονται σε ξένο νόμισμα αφού μετατραπούν σε εγχώριο νόμισμα,
η) κατάσταση των ειδών προθεσμιακών εργασιών που εξακολουθούν να είναι εκκρεμείς κατά την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού, ειδικότερα με την ένδειξη, για κάθε τύπο πράξης, εάν πρόκειται για εργασίες των οποίων σημαντικό μέρος έχει δεσμευθεί για την κάλυψη των συνεπειών της διακύμανσης των επιτοκίων, των συναλλαγματικών ισοτιμιών ή των τιμών αγοράς και εάν πρόκειται για εργασίες των οπολίων σημαντικό μέρος αφορά εμπορικές πράξεις. Σε αυτούς τους τύπους πράξεως συμπεριλαμβάνονται όλες οι εργασίες των οποίων τ' απορρέοντα έσοδα ή έξοδα εμπίπτουν στο λογαριασμό β των αποτελεσμάτων χρήσεως ως ίδια ξένο συνάλλαγμα, πολύτιμα μέταλλα, μεταβιβάσιμοι τίτλοι, πιστοποιητικά καταθέσεων, λοιπά στοιχεία ενεργητικού.
8. Το προσάρτημα καταρτίζεται σύμφωνα με την δομή του υποδείγματος των παραγρ. 4.1.502, 4.1.503, 4.1.504 και 4.1.505 του ΠΔ 384/1992. Το περιεχόμενο του υποδείγματος αυτού συμπληρώνεται και προσαρμόζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 130
(άρθρα 42 και 43 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Για την κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων (ενοποιημένων λογαριασμών) και της ενοποιημένης εκθέσεως διαχειρίσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 90 παραγρ. 1, 2 εδ. α και β' και 3, 91, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108 και 109 του παρόντος νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρο 18 του ΠΔ 498/ 1987, εφόσον στις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν ορίζεται διαφορετικά.
2. Στην περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 97 παραγρ. 3 περιπτ. γ, όταν η θυγατρική επιχείρηση, που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση, είναι πιστωτικό ίδρυμα και οι μετοχές της είναι προσωρινά δεσμευμένες λόγω παροχής χρηματικής ενισχύσεως προς το σκοπό της αναδιοργανώσεως ή της διασώσεως της θυγατρικής αυτής επιχειρήσεως, οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της επιχειρήσεως αυτής επισυνάπτονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και στο προσάρτημα παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την φύση και τους όρους της χρηματικής αυτής ενισχύσεως.
3. Το άρθρο 98, με εξαίρεση την παραγρ. 2, εφαρμόζεται με την κατωτέρω επιφύλαξη :
'Όταν η μητρική επιχείρηση είναι πιστωτικό ίδρυμα και μια ή περισσότερες θυγατρικές επιχειρήσεις, που υπόκεινται σε ενοποίηση, δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα, οι θυγατρικές αυτές επιχειρήσεις συμπεριλαμβάνονται στην ενοποίηση εφόσον η κύρια δραστηριότητά τους συνίσταται σε τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση μιας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία β' έως ιβ' του άρθρου 24, παραγρ. 1 του Ν. 2076/1992.- καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ.1 περ. γ του ν.3487/06
4. Για την διάρθρωση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων:
- εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 112 και 114 έως 126
- οι διατάξεις του άρθρου 42ε παραγρ. 7 και 8 εφαρμόζονται για τα περιουσιακό στοιχεία που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς του ενεργητικού 9 και 10 του υποδείγματος ισολογισμού του άρθρου 113.
5. Ως προς το περιεχόμενο του προσαρτήματος των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων, η διάταξη του άρθρου 107 παραγρ. 1 περ. α εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 129."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Άρθρο 131
(άρθρο 44 Οδηγίας 86/635/ΕΟΚ)
1. Η δημοσιότητα των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7β παραγρ. 1 και 12 και 438 παραγρ. 5.
Οι μηνιαίες λογιστικές καταστάσεις των Τραπεζών και των υποκαταστημάτων των αλλοδαπών τραπεζών, δημοσιεύονται υποχρεωτικά σε μιά ημερήσια καθαρά οικονομολογική εφημερίδα της Αθήνας και μια εβδομαδιαία οικονομολογική εφημερίδα, που εκδίδονται τουλάχιστον επί μία πενταετία συνεχώς.
2. Για την δημοσίευση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων (ενοποιημένων λογαριασμών) των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 109.
3. Οι ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις (ετήσιοι και ενοποιημένοι λογαριασμοί) των πιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων υποκαταστήματα κατά την έννοια της περ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ τ.Α'/130) είναι εγκαταστημένα στην Ελλάδα, δημοσιεύονται και στην Ελλάδα, μεταφρασμένες στην ελληνική γλώσσα. Η δημοσιότητα πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων 1 και 2."
* Τα άρθρα 110-131 προστέθηκαν από το άρθρο 4 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) στο άρθρο 7 του οποίου ορίζεται ότι: " Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος ΠΔ/τος αρχίζει: του άρθρου 2 από της δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, των λοιπών διατάξεων από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, εκτός αν ορίζεται από αυτές διαφορετικά".
Τελικές διατάξεις.
1. Τα αριθμητικά όρια των περιπτώσεων α και β της παρ. 6 του άρθρου 42α και των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 92 είναι δυνατό να τροποποιούνται με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπερβαίνουν το δραχμικό ισόποσο των σε ευρωπαϊκές λογιστικές μονάδες καθοριζομένων κάθε φορά ορίων για κάθε μία από τις παραπάνω περιπτώσεις, προσαυξημένων κατά 10%
2. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν τις διατάξεις του Π.Δ. 148/1984 "περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου (ΚΛΣ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις" και, αναλόγως, τις διατάξεις των άρθρων 42α παρ. 1 - 3 και 5, 42β, 42ε, 43, 43α παρ. 3 - 4 και 43β παρ. 2 - 6.
3. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, που αναφέρονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για τη διάρθρωση αυτών των καταστάσεων, εφαρμόζουν τις διατάξεις του Π.Δ. 148/1984 "περί ορισμού του περιεχομένου και του χρόνου ενάρξεως της εφαρμογής του Κλαδικού Λογιστικού Σχεδίου (ΚΛΣ) για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις" και, αναλόγως, τις διατάξεις των άρθρων 42β και 42ε. Κατά την εφαρμογή αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αναγκαίες προσαρμογές που υπαγορεύονται από τις ιδιομορφίες των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων σε σχέση με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις".
*Το ανωτέρω άρθρο προστέθηκε ως άρθρο 70α με το άρθρο 42 του ΠΔ 409/1986 (Α 191), στην συνέχεια αναριθμήθηκε σε 111 και αντικαταστάθηκε ως άνω δυνάμει του άρθρου 20 του ΠΔ 498/1987 (Α 236) και τέλος αναριθμήθηκε σε 132 με την παρ.1 του άρθρου 5 με το ΠΔ 367/1994 (Α 200).
Μεταβατικές Διατάξεις.
1. Οι διατάξεις των άρθρων 42α, 428, 42γ, 42δ, 43 και 43α, όπως ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή τους με τα άρθρα 29, 30, 31, 32, 34 και 35 του ΠΔ 409/1986, με εξαίρεση τις διατάξεις περί δημοσιότητας των οικονομικών καταστάσεων, όπως διατυπώνονται αναμορφωμένες στο άρθρο 438 του παρόντος, διατηρούνται σε ισχύ και εφαρμόζονται από τις τραπεζικές επιχειρήσεις μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1993.
Τα πιστωτικά ιδρύματα του άρθρου 2 περιπτώσεις 1 και 6 του Ν.2076/1992 υποχρεούνται από την εταιρική χρήση που αρχιίζει από 1ης Ιανουαρίου 1994 και μετά, να καταρτίζουν τις ετήσιες και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και την έκθεση διαχειρίσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 110 έως 131 του παρόντος."
* Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.1 του άρθρου 5 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) (Προσαρμογή στις διατάξεις των Οδηγιών 86/635/ΕΟΚ και 78/669/ΕΟΚ).
2. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 36, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, εφαρμόζονται υποχρεωτικά για τον τακτικό έλεγχο των ανώνυμων εταιρειών, για τις οποίες η εταιρική χρήση αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1986. Για την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, τα όρια της παρ. 6 του άρθρου 42α είναι αυτά που προκύπτουν από τα βιβλία και στοιχεία της χρήσης που άρχισε πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1986. Το σύνολο του ισολογισμού προκύπτει από το άθροισμα των στοιχείων του ενεργητικού, όπως αυτό εμφανίζεται στον ισολογισμό του τέλους της πιο πάνω χρήσης, μετά την αφαίρεση των τυχόν σωρευμένων ζημιών, που περιλαμβάνονται στο άθροισμα αυτό.
3. Οι ισχύουσες διατάξεις αναφορικά με τον έλεγχο των ανωνύμων εταιριών από τους Ορκωτούς Λογιστές του Σώματος Ελλήνων Ορκωτών Λογιστών θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται για τις εταιρίες οι οποίες δεν υπερβαίνουν τα όρια των δύο από τα τρία κριτήρια της παρ. 6 του άρθρου 42α, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
4. Οι ανώνυμες εταιρείες, για τις οποίες η εταιρική χρήση αρχίζει μετά την 31η Δεκεμβρίου 1986, είναι υποχρεωμένες να καταρτίζουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις και την έκθεση διαχείρισης με βάση τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ 2, 27, 36 παρ. 1, 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 43β, 111 παρ. 1 και 2, και 112 παρ. 1 έως και 7, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν.
5. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 36, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, και των διατάξεων των παραπάνω παρ. 2 και 3, για τον τακτικό έλεγχο των ανωνύμων εταιρειών, στην περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1987 μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 1989, τα δραχμικά όρια της παρ. 6 του άρθρου 42α ορίζονται ως εξής:
α) Σύνολο ισολογισμού, 200.000.000 δραχμές, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των στοιχείων Α μέχρι και Ε του ενεργητικού στο υπόδειγμα ισολογισμού που παραπέμπει το άρθρο 42γ, και
β) Καθαρός κύκλος εργασιών, 400.000.000 δραχμές.
Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου αυτής, για τον υπολογισμό των παραπάνω ορίων εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
Οι παρ. 7 και 8 του άρθρου 42α εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.
6. Οι ανώνυμες εταιρείες που θα υπάρχουν κατά την 31η Δεκεμβρίου 1986, εγγράφονται στο οικείο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών με επιμέλεια των αρμοδίων Υπηρεσιών του Υπουργείου Εμπορίου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, καθορίζονται τα σχετικά με την εγγραφή των πιο πάνω ανωνύμων εταιρειών στο Μητρώο.
7. Οι ανώνυμες εταιρείες που θα υπάρχουν κατά την 31η Δεκεμβρίου 1986 υποχρεούνται να τροποποιήσουν το καταστατικό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2, μέχρι 31η Δεκεμβρίου 1988, εφόσον αυτό δεν περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2, οι εταιρείες αυτές μπορούν, κατ' εξαίρεση, να μην εφαρμόσουν τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2.
8. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 70 δεν εφαρμόζονται στους κατόχους μετατρέψιμων ομολογιών ή άλλων μετατρέψιμων χρεογράφων, αν μέχρι την ημερομηνία ισχύος των διατάξεων αυτών, με τους όρους έκδοσης των προαναφερομένων τίτλων, έχει καθοριστεί η θέση των κατόχων των τίτλων αυτών για την περίπτωση συγχώνευσης.
9. Οι συγχωνεύσεις με απορρόφηση ή με σύσταση νέας εταιρίας ή με εξαγορά, για τις οποίες, μέχρι την έναρξη ισχύος των διατάξεων των άρθρων 68 και 80, είχε πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη εκτίμηση της εισφερόμενης περιουσίας και οι Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων των συγχωνευομένων εταιρειών είχαν εγκρίνει τη συγχώνευση, ολοκληρώνονται σύμφωνα με την προϋφιστάμενη νομοθεσία.
10. Οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 70, οι οποίες εφαρμόζονται και σε περίπτωση διάσπασης σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 1, δεν εφαρμόζονται στους κατόχους μετατρέψιμων ομολογιών ή άλλων μετατρέψιμων χρεογράφων αν μέχρι την ημερομηνία ισχύος των διατάξεων αυτών με τους όρους έκδοσης των προαναφερομένων τίτλων, έχει καθοριστεί η θέση των κατόχων των τίτλων αυτών για την περίπτωση διάσπασης.
11. Μέχρι να συμπληρωθεί χρονική περίοδος δέκα (10) ετών από την ημερομηνία της παρακάτω παρ. 13, τα όρια τη παρ. 1 του άρθρου 92 αυξάνονται ως εξής:
α) σύνολο ισολογισμού 1.250.000.000 δραχμές.
β) Καθαρός κύκλος εργασιών 2.500.000.000 δραχμές.
γ) Μέσος όρος προσωπικού που απασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της χρήσης, 500 άτομα.
Με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι οποίες εκδίδονται μέχρι να συμπληρωθεί η πιο πάνω δεκαετής χρονική περίοδος, τα παραπάνω αυξημένα όρια δύνανται να μειώνονται μέχρι των ορίων της παρ. 1 του άρθρου 92. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 111 εφαρμόζονται αναλόγως.
"12. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου, που αναφέρονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, δεν εφαρμόζονται στις τραπεζικές επιχειρήσεις και τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1993. Από τις εταιρικές χρήσεις που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 1994 και μετά για τις επιχειρήσεις και τα ιδρύματα αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 130."
* Η παρ.12 αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ.2 του άρθρου 5 του ΠΔ 367/1994 (Α 200) (Προσαρμογή στις διατάξεις των Οδηγιών 86/635/ΕΟΚ και 78/669/ΕΟΚ).- καταργήθηκε με το άρθρο 5 παρ.1 περ. α του ν.3487/06
13. Η έναρξη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 43α παρ. 1 περίπτ. β εδάφιο τελευταίο, 90 έως και 109, καθώς και των άρθρων 111 παρ. 3 και 112 παρ. 11 και 12, ορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η έναρξη αυτή δεν μπορεί να γίνει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1990.
14. Οι εταιρείες για τις οποίες, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1986, είχε εκδοθεί η προβλεπόμενη από την παρ. 1 του άρθρου 4 απόφαση για τη σύσταση και την έγκριση του καταστατικού τους και η δημοσίευση της απόφασης αυτής με περίληψη του καταστατικού τους πραγματοποιήθηκε μετά την 31η Δεκεμβρίου 1986, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 1599/1986, δεν υποχρεούνται να επαναλάβουν τις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπονται από το άρθρο 7β. Οι εταιρείες αυτές θεωρείται ότι έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα με τη δημοσίευση σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν. 1599/1986.
15. Οι διατάξεις της περίπτ. δ της παρ. 3 του άρθρου 43 δεν εφαρμόζονται για τις σωρευμένες προβλέψεις, για αποζημίωση προσωπικού λόγου εξόδου από την υπηρεσία, που είναι καταχωρημένες στο λογ/σμό "λοιπά έξοδα πολυετούς απόσβεσης" και αποσβένονται μέσα σε μια πενταετία, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων 2 και 3 της παρ. 14 του άρθρου 42ε".
*Το ανωτέρω άρθρο προστέθηκε αρχικά ως άρθρο 70β, στη συνέχεια αναριθμήθηκε σε 112 και αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 42 του ΠΔ 409/1986 (Α 191),ως άνω δυνάμει του άρθρου 20 του ΠΔ 498/1987 (Α 236) και τέλος αναριθμήθηκε σε 133 με την παρ.2 του άρθρου 5 του ΠΔ 367/1994 (Α 200).
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15
ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ (Δ.Λ.Π.)
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Οι ανώνυμες εταιρείες, των οποίων οι μετοχές ή άλλες κινητές αξίες
είναι εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, καθώς και τα πιστωτικά και
τα χρηματοδοτικά ιδρύματα, που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 6 του άρθρου 2
του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) και έχουν τη μορφή ανώνυμης εταιρείας συντάσσουν
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που
υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ)
αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής
Ένωσης της 19ης Ιουλίου 2002, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ι_ 243) και των Κανονισμών που εκδίδονται από την
Επιτροπή (Commission) κατ΄ εξουσιοδότηση των άρθρων 3 και 6 του Κανονισμού
αυτού. Από τη διάταξη αυτή εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος- αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο
3 παρ. 2 του ν.3487/06.
Η υποχρέωση αυτή εκτείνεται:
α) για οποιεσδήποτε άλλες περιοδικές οικονομικές καταστάσεις, που η δημοσίευσή τους είναι υποχρεωτική από διάταξη νόμου και
β) για τις Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις των μη εισηγμένων επιχειρήσεων που δεν εφαρμόζουν ήδη τα Δ.Λ.Π. και ενοποιούνται, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στη Ελλάδα, ή εκτός Ελλάδας εφόσον από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρμογής των Δ.Λ.Π. και οι οποίες αντιπροσωπεύουν αθροιστικά ποσοστό μεγαλύτερο από 5% του ενοποιημένου κύκλου εργασιών ή του ενοποιημένου ενεργητικού ή των ενοποιημένων αποτελεσμάτων μετά την αφαίρεση της αναλογίας των μετοχών της μειοψηφίας.- αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν.3301/04
2. Οι μη εισηγμένες και μη συνδεδεμένες με αυτές ανώνυμες εταιρείες και οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης μπορούν να συντάσσουν τις προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού Οικονομικές Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η εφαρμογή των Προτύπων αυτών έχει εγκριθεί από Γενική Συνέλευση των μετόχων ή εταίρων της εταιρείας με απόφαση, που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 29 και της παραγράφου 1 του άρθρου 31 ή του άρθρου 13 του Ν. 3190/1955 (ΦΕΚ 91/9A/16.4.55), αντίστοιχα, και υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση θα προβλέπει την εφαρμογή των Προτύπων για τουλάχιστον πέντε (5) συνεχόμενες χρήσεις. Αν δεν προσδιορίζεται ο χρόνος εφαρμογής των Προτύπων, η σχετική απόφαση θα ισχύει μέχρι ανακλήσεώς της, η οποία όμως δεν μπορεί να γίνει προ της παρέλευσης της πενταετίας. Η προαιρετική επιλογή της υιοθέτησης των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από μητρική εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα αυτόματα συνεπάγεται την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από όλες τις συνδεδεμένες, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε, με τη μητρική εταιρεία επιχειρήσεις, οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα ή εκτός Ελλάδος, εφόσον από τη νομοθεσία της χώρας εγκατάστασής τους παρέχεται η επιλεκτική δυνατότητα εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΑ ΔΙΕΘΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
1. Οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και οι Ετήσιες Ενοποιημένες
Οικονομικές Καταστάσεις των ανωνύμων εταιρειών, καθώς και η Έκθεση του
Διοικητικού Συμβουλίου και το Πιστοποιητικό Ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου
43β, είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής
Συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησής τους, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από
την τροποποίηση:
α. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και ανακοίνωση περί της καταχώρησής τους δημοσιεύεται, με επιμέλεια της αρμόδιας υπηρεσίας και με δαπάνες της εταιρείας, στο τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως,
β. αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι προσπελάσιμος στο ευρύ κοινό και παραμένουν προσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους και
γ. εφόσον πρόκειται για εταιρείες με μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους εισηγμένες σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, κατατίθενται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και οι Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές Καταστάσεις των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, καθώς η Έκθεση του Διαχειριστή ή των Διαχειριστών και το Πιστοποιητικό Ελέγχου του άρθρου 23 του Ν. 3190/1955, είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και, σε περίπτωση τροποποίησής τους, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την τροποποίηση:
α. καταχωρούνται στο Μητρώο Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης, που τηρείται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία και ανακοίνωση περί της καταχώρησής τους δημοσιεύεται, με επιμέλεια του διαχειριστή ή των διαχειριστών και με δαπάνες της εταιρείας, στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και
β. αναρτώνται σε χώρο του διαδικτύου, ο οποίος είναι προσπελάσιμος στο ευρύ κοινό, και παραμένουν προσπελάσιμες για χρονικό διάστημα δύο (2) τουλάχιστον ετών από την πρώτη δημοσίευσή τους.
3. Στη δημοσιότητα της παραγράφου 1 του
άρθρου αυτού υποβάλλονται και οι Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Οικονομικές Kαταστάσεις
και οι Τριμηνιαίες Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Kαταστάσεις, που
προβλέπονται από το Π.Δ. 360/1985 (ΦΕΚ 129 Α΄). Με τις Ενδιάμεσες Οικονομικές
Kαταστάσεις και τις Ενδιάμεσες Ενοποιημένες Οικονομικές Kαταστάσεις του δεύτερου
τριμήνου της χρήσεως, στην ως άνω δημοσιότητα υποβάλλεται και το Πιστοποιητικό
Επισκόπησης των τακτικών Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών της συντάκτριας εταιρείας. Το
περιεχόμενο και η μορφή των Ενδιάμεσων Οικονομικών Kαταστάσεων είναι τα
οριζόμενα από τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
ενώ το περιεχόμενο και η μορφή του Πιστοποιητικού Επισκόπησης είναι τα οριζόμενα
στις διατάξεις του άρθρου 137. Κατ’ εξαίρεση, δεν επιβάλλεται η σύνταξη και
δημοσιοποίηση των Ενδιάμεσων Οικονομικών Καταστάσεων του τελευταίου τριμήνου της
χρήσεως, εφόσον μέσα σε τρεις (3) μήνες από το τέλος της χρήσεως συντάσσονται
και δημοσιεύονται οι Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις της χρήσεως. Οι αντίθετες
διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 6 του Π.Δ. 360/1985 δεν εφαρμόζονται.-
Καταργήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν.3301/04
4. Επιπλέον από τη δημοσιότητα που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και
2 του άρθρου αυτού, οι ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης,
που εφαρμόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την
Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δημοσιεύουν, υποχρεωτικά, σύμφωνα με
τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 43β και της παραγράφου 4 του άρθρου 22
του Ν. 3190/1955, αντίστοιχα, τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ορίζονται με
κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού
Ανάπτυξης. Αυτές οι οικονομικές καταστάσεις, όπως θα ορισθούν στην κοινή
υπουργική απόφαση, δημοσιεύονται στις εφημερίδες όπως ο νόμος ορίζει. Τα
στοιχεία αυτά, τα οποία, με ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών
της εταιρείας, πρέπει να προκύπτουν από τις οικονομικές καταστάσεις της
εταιρείας, δημοσιεύονται όπως προβλέπουν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του
άρθρου αυτού, αλλά απαιτείται η αυτούσια δημοσίευσή τους στο Τεύχος Ανωνύμων
Εταιρειών και Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως.
Ειδικότερα, η δημοσιότητα των στοιχείων και των πληροφοριών, που ορίζονται με
την προαναφερόμενη κοινή υπουργική απόφαση και αφορούν ενδιάμεσες της χρήσεως
περιόδους, περιορίζεται στη δημοσιότητα που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Π.Δ.
360/1985.- Καταργήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν.3301/04
5. Αν οι εταιρείες, που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τα
υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δημοσιοποιούν με
οποιονδήποτε άλλον τρόπο λογιστικά στοιχεία, τα δημοσιοποιούμενα στοιχεία πρέπει
να είναι εκείνα που προκύπτουν από την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων,
(με την επιφύλαξη των πρόσθετων οικονομικών ή πρόσθετων λογιστικών στοιχείων που
τυχόν απαιτούνται, από άλλες κανονιστικές αρχές για τις εταιρείες των οποίων οι
κινητές αξίες είναι εισηγμένες και σε εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης οργανωμένη
χρηματιστηριακή αγορά.- Προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 4 του ν.3301/04)
Η ευθύνη για τη συμμόρφωση με τη διάταξη αυτή βαρύνει το Διοικητικό Συμβούλιο ή τους Διαχειριστές της εταιρείας.
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα
υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται στη
σύνταξη Εκθέσεως του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών της εταιρείας, με
περιεχόμενο το προβλεπόμενο από τα Πρότυπα αυτά, αντί εκείνου που ορίζεται από
τα εδάφια α΄ και β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 43α και από την παράγραφο 3 του
άρθρου 107 και από την παράγραφο 3 του άρθρου 22 του Ν. 3190/1955.
2. Εφόσον συντάσσονται και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, η Έκθεση
του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών μπορεί να είναι ενιαία, με κύριο
σημείο αναφοράς τα ενοποιημένα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας και των
θυγατρικών της και με αναφορά στα επί μέρους (μη ενοποιημένα) οικονομικά
δεδομένα της εταιρείας, όπου τούτο κρίνεται από τη διοίκηση της εταιρείας
σκόπιμο ή αναγκαίο για την καλύτερη κατανόηση του περιεχομένου της.
3. Το περιεχόμενο της Έκθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου ή των
Διαχειριστών πρέπει να είναι ουσιαστικό, με ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική
επάρκεια του κειμένου. Η παράθεση (αναπαραγωγή) στοιχείων που παρατίθενται στις
οικονομικές καταστάσεις, τις οποίες συνοδεύει η Έκθεση του Διοικητικού
Συμβουλίου ή των Διαχειριστών, δεν είναι ούτε σκόπιμη ούτε επιβεβλημένη, μπορεί
όμως, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των
Διαχειριστών να παραπέμπει σε στοιχεία και πληροφορίες που παρατίθενται στις
οικονομικές καταστάσεις.
4. Η Έκθεση του Διοικητικού Συμβουλίου ή των Διαχειριστών υπόκειται στους
προβλεπόμενους από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 135 κανόνες δημοσιότητας.
ΕΛΕΓΚΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΛΕΓΧΟΥ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά,
Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις και Ετήσιες Ενοποιημένες Οικονομικές
Καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα, υποχρεούνται να υποβάλλουν τις καταστάσεις αυτές σε έλεγχο Ορκωτών
Ελεγκτών Λογιστών.- αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 παρ. 6 του
ν.3301/04
2. Οι αναγκαίες αναφορές στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών
Λογιστών ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.),
ύστερα από σχετική εισήγηση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών
Ελεγκτών Λογιστών, μέσα στα πλαίσια των κανόνων που προδιαγράφονται από τα
Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών (International
Federation of Accountants).- αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 παρ. 6
του ν.3301/04
3. Οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 1 του άρθρου 37, από το εδάφιο γ΄
της παραγράφου 3 και από την παράγραφο 4 του άρθρου 43α του νόμου αυτού αναφορές
στο Πιστοποιητικό Ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και κάθε άλλη διάταξη
αντίθετη με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται από τη δημοσίευση
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προβλεπόμενης από την προηγούμενη παράγραφο
απόφασης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).-
αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 παρ. 6 του ν.3301/04
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΓΕΘΩΝ
Όπου στο νόμο ρυθμίζονται θέματα που συναρτώνται με λογιστικά μεγέθη ή
αναφέρονται σε λογιστικά μεγέθη, τα μεγέθη αυτά είναι εκείνα που προκύπτουν από
τις οικονομικές καταστάσεις, που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από
την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, εφόσον η σύνταξη των οικονομικών
καταστάσεων γίνεται, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, σύμφωνα με τα Πρότυπα
αυτά. Ως «λογιστικά μεγέθη» ορίζονται τα νομισματικά ποσά που απεικονίζονται
στις οικονομικές καταστάσεις ή υποσύνολα ή σύνολα των ποσών αυτών.
ΚΑΝΟΝΕΣ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΣΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
1. Οι εταιρείες που συντάσσουν οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα
υιοθετούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, έχουν δικαίωμα να
αποκλίνουν από τις διατάξεις του Ελληνικού Γενικού Λογιστικού Σχεδίου (Ε.Γ.Λ.Σ.)
ή των αντίστοιχων κλαδικών, στο βαθμό που η διοίκηση της εταιρείας κρίνει,
αιτιολογημένα, ότι η απόκλιση είναι αναγκαία για την εύρυθμη εφαρμογή των
Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και υποχρεούνται να αποκλίνουν, όπου οι
προδιαγραφόμενοι από τους υφιστάμενους νόμους κανόνες αποτίμησης των επί μέρους
περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων έρχονται σε αντίθεση με τους κανόνες
αποτίμησης, που προδιαγράφονται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
Κατά την εφαρμογή των αποκλίσεων της παρούσας παραγράφου, δεν επιτρέπεται η χρησιμοποίηση των υποχρεωτικών λογαριασμών του Σχεδίου Λογαριασμών του Ε.Γ.Λ.Σ. και των κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων για πράξεις με διαφορετικό περιεχόμενο από το περιεχόμενο των λογαριασμών αυτών. Για ειδικές ανάγκες των Δ.Λ.Π. χρησιμοποιούνται νέοι λογαριασμοί, κατά την κρίση των εταιριών.- Προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ. 8 του ν.3301/04)
Οι διατάξεις
των άρθρων 42α, 42β, 42γ, 42δ, 42ε, 43, 43α, 105 και 107 και κάθε άλλη αντίθετη
νομοθετική διάταξη δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση των εταιρειών που
συντάσσουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, οικονομικές καταστάσεις με βάση
τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
2. Η αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας των επιχειρήσεων, για σκοπούς
σύνταξης οικονομικών καταστάσεων με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, γίνεται
σύμφωνα με τα Πρότυπα αυτά. Όπου προκύπτει αξία μεγαλύτερη από την αντικειμενική
αξία των ακινήτων, η μεγαλύτερη αυτή αξία πρέπει να αποδεικνύεται και να
τεκμηριώνεται από εκτιμητές αδιαμφισβήτητου κύρους και οι σχετικές εκθέσεις των
εκτιμητών πρέπει να τίθενται υπόψη των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, που ελέγχουν
τις οικονομικές καταστάσεις στις οποίες αντικατοπτρίζονται οι αξίες των
ακινήτων.
ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑ ΚΕΡΔΗ Ή ΖΗΜΙΕΣ
1. Τα φορολογητέα κέρδη ή ζημιές της εταιρείας δεν επηρεάζονται από την
εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
2. Στο βαθμό που οι κανόνες αποτίμησης των
επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, που προδιαγράφονται από τα
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα ή από τους κανόνες αποτίμησης του Κεφαλαίου 5 και
ισχύουν για τις εταιρείες που δεν εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα,
διαφέρουν από τους αντίστοιχους κανόνες αποτίμησης που ορίζονται από τη
φορολογική νομοθεσία και, κατά συνέπεια, διαφοροποιείται το λογιστικό κέρδος (ή
ζημιά) από το κέρδος (ή ζημιά) που υπόκειται σε φορολόγηση, τηρείται ξεχωριστό
Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, στα οποία
καταχωρίζονται και παρακολουθούνται οι διαφορές αυτές, ούτως ώστε, με την
ενοποίηση του κυρίως Καθολικού με το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών, κατά
λογαριασμό, να παρέχεται η δυνατότητα προσδιορισμού του φορολογητέου κέρδους (ή
ζημιάς), σύμφωνα με τις ισχύουσες φορολογικές διατάξεις και τους φορολογικούς
κανόνες αποτίμησης των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων.
3. Νοείται ότι οι εγγραφές διαφοροποίησης που απεικονίζονται στο
Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών
περιορίζονται στην απεικόνιση των διαφορών και μπορούν, κατά περίπτωση, να
επαυξάνουν ή να μειώνουν το λογιστικό κέρδος (ή ζημιά) για σκοπούς προσδιορισμού
του φορολογητέου κέρδους (ή ζημιάς). Επίσης νοείται ότι η λογιστική αναγνώριση
εσόδων ή εξόδων και η, κατ’ επέκταση, λογιστική αναγνώριση περιουσιακών
στοιχείων ή υποχρεώσεων στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας δεν επηρεάζει το
φορολογητέο κέρδος (ή ζημιά) της εταιρείας ούτε συνθέτει λόγο αμφισβήτησης της
αποδεικτικής εγκυρότητας των βιβλίων από πλευράς των φορολογικών αρχών, εφόσον
προκύπτουν από διαφορές αποτίμησης που έχουν αναγνωρισθεί (αντιστραφεί) στο
Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών της
εταιρείας.
4. Κατ’ εξαίρεση, η αξία των μενόντων αποθεμάτων των ιδιοπαραχθέντων
ετοίμων προϊόντων και της παραγωγής σε εξέλιξη, που υπεισέρχεται στον
προσδιορισμό του κόστους των πωληθέντων προϊόντων, δεν αναπροσαρμόζεται, έστω
και αν περιέχει στοιχεία κόστους, όπως αποσβέσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων,
που έχουν ποσοτικοποιηθεί πάνω σε διαφορετική βάση και, συνεπώς, συνθέτουν, στο
σύνολό τους, στοιχείο αναπροσαρμογής.
Οι διαφορές αυτές, εφόσον υπάρχουν, ποσοτικοποιούνται και απεικονίζονται στο
Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών σε ετήσια
συνολική βάση, ανεξάρτητα αν συνθέτουν στοιχεία του κόστους των πωληθέντων ή των
μενόντων προϊόντων. Ανάλογη εξαίρεση παρέχεται και στην περίπτωση της αποτίμησης
των προϊόντων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
5. Στο βαθμό που, κατά την εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων,
προκύπτουν διαφορές στην αποτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων, είτε λόγω της
διαφοροποίησης της προ των αποσβέσεων αξίας τους είτε λόγω της διαφοροποίησης
των συσσωρευμένων αποσβέσεων, οι διαφορές αυτές απεικονίζονται σε ιδιαίτερο
Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο μπορεί να είναι
ενσωματωμένο στο κύριο Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας ή σε
Μητρώο Φορολογικών Διαφορών Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων και χρησιμοποιούνται
ως βάση του ποσοτικού προσδιορισμού των αναγκαίων εγγραφών στο Ημερολόγιο
Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών. Διευκρινίζεται ότι η
κατά τον ως άνω τρόπο διαφοροποίηση της αξίας των πάγιων περιουσιακών στοιχείων,
για σκοπούς εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων και για φορολογικούς
σκοπούς, δεν επιφέρει οποιεσδήποτε φορολογικές συνέπειες.
6. Οι λεπτομέρειες των στοιχείων που υποβάλλονται στις φορολογικές αρχές
σε σχέση με τις ως άνω διαφοροποιήσεις καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού
Οικονομίας και Οικονομικών. Μέχρι εκδόσεως της ως άνω απόφασης, οι εταιρείες,
που τηρούν το Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό Φορολογικών
Διαφορών, υποβάλλουν με την ετήσια φορολογική τους δήλωση κατάσταση στην οποία
απεικονίζονται (σε τρεις στήλες): (α) η λογιστική βάση των εσόδων, εξόδων,
περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεών τους, (β) οι φορολογικές διαφοροποιήσεις
των μεγεθών αυτών (όπως προκύπτουν από το Καθολικό Φορολογικών Διαφορών) και (γ)
η φορολογική βάση των εσόδων, εξόδων, περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεών
τους.
7. Τα περί θεωρήσεως, χρόνου και τρόπου τηρήσεως των βιβλίων και
στοιχείων, τα προβλεπόμενα από τη φορολογική νομοθεσία (Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων) ισχύουν, αναλογικά, και για το προβλεπόμενο από το άρθρο αυτό
(συμπληρωματικό) Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών, Καθολικό Φορολογικών Διαφορών
και Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων ή Μητρώο Φορολογικών
Διαφορών Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων.- Καταργήθηκαν με το άρθρο
11 παρ. 11 του ν.3301/04
2. (8.) Η αναδρομική διόρθωση θεμελιώδους λάθους, κατά τα προβλεπόμενα από τα
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, δεν συνθέτει, αφ’ εαυτής, λόγο αμφισβήτησης της
αποδεικτικής εγκυρότητας των βιβλίων από πλευράς των φορολογικών αρχών.
3. (9.) Για σκοπούς επιβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο κρίσιμος χρόνος
παραμένει εκείνος της έκδοσης του σχετικού τιμολογίου. αναριθμήθηκαν σε 2
και 3 με το άρθρο 11 παρ. 11 του ν.3301/04
ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ
1. Οι εταιρείες, που συνάπτουν χρηματοδοτικές μισθώσεις, είτε ως
εκμισθωτές είτε ως μισθωτές, έχουν τη δυνατότητα της επιμέτρησης και απεικόνισης
των συναλλαγών αυτών στα λογιστικά τους βιβλία, είτε με βάση τους κανόνες που
προδιαγράφονται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα είτε με βάση τους ισχύοντες κανόνες
της φορολογικής νομοθεσίας, υπό την προϋπόθεση ότι η μέθοδος που επιλέγεται
ακολουθείται με συνέπεια μέχρι τη λήξη της κάθε συγκεκριμένης χρηματοδοτικής
μίσθωσης.
2. Η υιοθέτηση της προδιαγραφόμενης από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα
μεθόδου λογιστικής απεικόνισης των χρηματοδοτικών μισθώσεων δεν συνεπάγεται
αναμόρφωση του λογιστικού κέρδους (ή ζημιάς), για σκοπούς προσδιορισμού του
φορολογητέου κέρδους (ή ζημιάς).
3. Ειδικότερα, κατά την πρώτη εφαρμογή της προδιαγραφόμενης από τα Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα μεθόδου λογιστικής απεικόνισης υφιστάμενης σύμβασης
χρηματοδοτικής μίσθωσης, η διαφορά που προκύπτει μεταξύ ων μέχρι της στιγμής
εκείνης λογιστικά αναγνωρισθέντων εσόδων ή εξόδων και των εσόδων ή εξόδων που θα
ίχαν αναγνωρισθεί, εάν είχε εφαρμοσθεί η προδιαγραφόμενη από τα Διεθνή Λογιστικά
Πρότυπα μέθοδος, από ην αρχική σύναψη της χρηματοδοτικής μισθωτικής σύμβασης,
προστίθεται ή αφαιρείται από το φορολογητέο έρδος (ή ζημιά) που προκύπτει μέσα
στη χρήση κατά την οποία εφαρμόζεται, για πρώτη φορά, η μέθοδος που
προδιαγράφεται από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα.
4. Νοείται ότι οι ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης,
που εφαρμόζουν, είτε υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, τα υιοθετηθέντα από την
Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, υποχρεούνται να υιοθετούν την
προδιαγραφόμενη από τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα μέθοδο λογιστικής απεικόνισης
των συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης, αλλά έχουν το δικαίωμα, αν το επιθυμούν,
να αναμορφώνουν το λογιστικό τους κέρδος (ή ζημιά), με βάση τους ισχύοντες
κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας, για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου
τους κέρδους (ή ζημιάς).
ΠΡΩΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Ως χρονικό σημείο πρώτης εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων
ορίζεται το χρονικό σημείο έναρξης της χρήσεως σε σχέση με την οποία
συντάσσονται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά οικονομικές καταστάσεις με βάση τα
υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Οι προβλεπόμενες
από το νόμο αυτόν διαδικασίες εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων αρχίζουν
να εφαρμόζονται κατά την έναρξη της χρήσεως την οποίαν πρωτογενώς (και όχι με
την παράθεση συγκριτικών στοιχείων προηγούμενων χρήσεων ή περιόδων) καλύπτουν οι
συντασσόμενες ετήσιες ή περιοδικές οικονομικές καταστάσεις.
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή των υιοθετηθέντων από την Ευρωπαϊκή Ένωση
Διεθνών Λογιστικών Προτύπων εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις των ιδίων των
Προτύπων ως προς τον τρόπο της πρώτης εφαρμογής τους.
3. Κατά την πρώτη εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, είτε
υποχρεωτικά είτε προαιρετικά, είναι ενδεχόμενο να προκύψουν διαφορές αποτίμησης
των επί μέρους περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων, δεδομένης της υιοθέτησης
διαφορετικών από τους μέχρι τη στιγμή εκείνη ακολουθούμενους κανόνες αποτίμησης.
Μέσα στη χρήση, σε σχέση με την οποία θα συνταχθούν και θα δημοσιευθούν για
πρώτη φορά οικονομικές καταστάσεις, σύμφωνα με τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή
Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και, πάντως, πριν από τη σύνταξη και δημοσίευση
οποιωνδήποτε περιοδικών οικονομικών καταστάσεων, γίνονται οι αναγκαίες
λογιστικές εγγραφές στο Ημερολόγιο Φορολογικών Διαφορών και το Καθολικό
Φορολογικών Διαφορών, με διάκριση μεταξύ των εγγραφών που επηρεάζουν τα
αποτελέσματα της αμέσως προηγούμενης χρήσεως και εκείνων που επηρεάζουν τα
αποτελέσματα προγενέστερων χρήσεων, με τρόπο που να διευκολύνει την (εξωλογιστική)
αναμόρφωση των οικονομικών καταστάσεων της αμέσως προηγούμενης χρήσεως (ή
περιόδων της αμέσως προηγούμενης χρήσεως), που δεν θα έχουν συνταχθεί και
δημοσιευθεί με βάση τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, ώστε τα συγκριτικά στοιχεία,
που παρατίθενται στις οικονομικές καταστάσεις της τρέχουσας χρήσεως ή περιόδου,
να είναι πράγματι συγκρίσιμα.
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΥΠΩΝ
1. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, που υποχρεωτικά θα συνταχθούν
και θα δημοσιευθούν με βάση τα υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή
Λογιστικά Πρότυπα, είναι εκείνες που θα καλύπτουν χρήσεις που αρχίζουν μετά την
31η Δεκεμβρίου 2004. - αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 11 παρ. 9 του
ν.3301/04
Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που υποχρεωτικά
θα συνταχθούν και θα δημοσιευθούν κατά το προηγούμενο εδάφιο από πιστωτικά και
χρηματοδοτικά ιδρύματα των οποίων οι μετοχές ή άλλες αξίες δεν είναι εισηγμένες
σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, είναι εκείνες των χρήσεων που αρχίζουν μετά
την 31η Δεκεμβρίου 2006. - Προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του ν.3487/06.
2. Οι εταιρείες που υποχρεούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου
αυτού, στη σύνταξη και δημοσίευση ετήσιων οικονομικών καταστάσεων με βάση τα
υιοθετηθέντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, μπορούν, με
απόφαση του Διοικητικού τους Συμβουλίου, να μεταθέσουν το χρόνο της πρώτης
εφαρμογής ενωρίτερα αλλά, πάντως, όχι σε χρόνο προγενέστερο της χρήσεως
αναφορικά με την οποία έχουν ήδη δημοσιευθεί οικονομικές καταστάσεις με βάση τα
μέχρι σήμερα ισχύοντα λογιστικά πρότυπα.- αντικαταστάθηκε ως άνω με το
άρθρο 11 παρ.10 του ν.3301/04
3. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 137 εισήγηση του
Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών προς την Επιτροπή
Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), υποβάλλεται μέσα σε τρεις (3)
μήνες από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και η σχετική απόφαση της
Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.) εκδίδεται μέσα σε δύο
(2) μήνες από τη λήψη της εισήγησης.»