Open menu
18 | 04 | 2024

Αξιολόγηση Χρήστη: 5 / 5

Αστέρια ΕνεργάΑστέρια ΕνεργάΑστέρια ΕνεργάΑστέρια ΕνεργάΑστέρια Ενεργά
 
Η ιστορία του Ακίμ που αψήφησε επιστάτες, τράπεζες, αφεντικά και βρήκε τη θάλασσα. 

Ήτανε μια φορά ένας αφέντης. Είχε λεφτά πολλά, πάρα πολλά, και ήθελε να κάνει μια δουλειά με αξιοπρέπεια ανάλογη της τάξης του. Έτσι αγόρασε ένα μεγάλο κτήμα. Ήτανε όμορφο το κτήμα του. Στη μέση είχε ένα γεροφτιαγμένο σπίτι, πολλά υποστατικά, στάβλους, δέντρα και απέραντα εύφορα χωράφια. Αγόρασε σπόρους καλούς, ζώα που του ήταν απαραίτητα, αγόρασε και δέκα μικρούς σκλάβους.

Ο αφέντης ήταν έξυπνος, δουλευτής και καλόψυχος. Φρόντιζε για την παραγωγή, τάιζε καλά τα ζώα και δεν τα κούραζε πολύ και είχε πάντα ξύλα για τη φωτιά στο υποστατικό που ζούσανε οι σκλάβοι. Γιατί ο χειμώνας στο κτήμα ήτανε βαρύς, το κρύο περόνιαζε τα κόκκαλα του δυστυχισμένου που δεν είχε ζεστά ρούχα και ξύλα για το τζάκι του.
Την ημέρα δουλειά, πολλή δουλειά, όμως τόση που σε κουράζει αλλά δε σε εξαντλεί. Και τα βράδια ξεκούραση. Τραγουδούσανε οι σκλάβοι τραγούδια από τις πατρίδες τις χαμένες. Και ο γέρο Ομάρ να λέει ιστορίες από τα χωριά τους που τα αφήσανε μικροί και δε τα θυμότανε καλά καλά.

Όμως ο Ομάρ δε τους άφηνε να ξεχάσουν ούτε τις φαμελιές τους ούτε τη γλώσσα τους. Τους έλεγε πως τους αρπάξανε ένα βράδυ άνθρωποι κακοί, τους χτυπήσανε, τους δέσανε και τους ρίξανε στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου για να τους φέρουνε εδώ σ' αυτό το κτήμα. Τους διηγήθηκε πως περάσανε τη μεγάλη θάλασσα ώσπου να φτάσουν στο παζάρι των σκλάβων. Από εκεί τους αγόρασε ο τωρινός τους αφέντης.

Και οι μικροί μας σκλάβοι που δε θυμότανε πως είναι η θάλασσα, πως είναι τα καράβια, μακαρίζανε τη τύχη τους που είχανε τόσο καλό αφεντικό.

Γιατί ακούγανε ιστορίες από τα άλλα κτήματα για αφεντάδες κακούς μέθυσους και βάναυσους, για αλυσίδες στα πόδια, για σκοτωμούς και προσεύχονταν ο Αλλάχ ο φιλεύσπλαχνος, να έχει καλά τον αφέντη τους.

Και η ζωή περνούσε. Ήρθαν χειμώνες, καλοκαίρια, περνούσανε τα χρόνια γοργά. Ο αφέντης γέρασε. Πλέον καθότανε σε μια γωνιά, απέναντι στο μεγάλο παράθυρο και αγνάντευε. Έπαψε να γελάει, μετά έπαψε και να μιλάει στον κόσμο, μόνο κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Τον ρωτούσαν τα παιδιά του τι θέλει, αλλά αυτός δεν απαντούσε. Έτσι τον άφησαν στην ησυχία του ώσπου τον ξέχασαν εντελώς.
Το κτήμα πλέον το διοικούσαν τα παιδιά του. Όμως δεν είχαν τη σωφροσύνη του πατέρα τους ούτε την εργατικότητα του. Περνούσαν τον καιρό τους διασκεδάζοντας και σπαταλώντας αυτοί και οι γυναίκες τους.
Έφυγαν από το κτήμα και πήγαν στη μεγάλη πόλη, να ζήσουν τη μεγάλη ζωή, ξοδεύοντας το βιός που δε δουλέψανε ποτέ.
Σε λίγο τα χρήματα τελειώσαν. Έβαλαν υποθήκη το κτήμα και πούλησαν τα πρώτα χωράφια. Και συνέχισαν τη διασκέδαση σα να μην έγινε και τίποτα το σπουδαίο.

Οι μικροί μας σκλάβοι μεγάλωσαν και αυτοί. Όμως η ζωή τους είχε αλλάξει. Οι μερίδες του φαγητού λειψές, η δουλειά εξαντλητική, τα ρούχα κουρέλια.
Και ο χειμώνας κρύος. Μέχρι και τα ξύλα για τη φωτιά λιγόστεψαν.

Μια μέρα ο πιο σκληρός απ τους νέους αφεντάδες, πήρε παράμερα τον πιο δυνατό από τους σκλάβους το Νασρί, που για να πούμε την αλήθεια αγαπούσε το ποτό πιο πολύ από τους παλιούς του φίλους, και του μίλησε. Την άλλη μέρα ο Νασρί κρατούσε στο χέρι του ένα μικρό μαστίγιο και αγρίευε στους εργάτες να δουλεύουν ακόμα πιο πολύ. Ώσπου το βράδυ να πέσουν εξαντλημένοι για ύπνο μην τολμώντας ούτε να αναστενάξουν.

Ήτανε μια φορά ένα κτήμα με πέντε αφεντάδες, εννέα σκλάβους και ένα επιστάτη. Σκληρό όπως το θέλαν τα αφεντικά και κλέφτη. Έκλεβε τα γεννήματα, έκλεβε το κρασί. Ως και τη λειψή μερίδα των σκλάβων έκλεβε. Λογαριασμό δεν έδινε και ζούσε τη μεγάλη ζωή, κάτι σαν τους αφεντάδες του.

Τα βράδια του χειμώνα, γερμένοι ο ένας επάνω στον άλλο, χωρίς κουβέρτες και φωτιά, χωρίς κουράγιο για τραγούδια, αναπολούσαν τις μέρες τις καλές και τον παλιό τους τον αφέντη που τους έφερνε φαί καλό και ξύλα άφθονα για όλη τη νύχτα την παγωμένη.

Ο πιο μικρός, ο Ακίμ, που ήξερε να διαβάζει και να γράφει, που ήταν πάντοτε ο πιο τολμηρός και ο πιο γενναίος απ' όλους είπε σιγά.

"Εγώ θα φύγω. Εδώ θα πεθάνουμε, δεν έχουμε ελπίδα. Θα τρέξω ως τη θάλασσα θα πάρω το καράβι να ξανοιχτώ.. Και αν είναι τυχερό μου θα φτάσω στην  πατρίδα μας, όπου και αν είναι βρίσκεται."

"Μη φεύγεις" του λέγανε οι άλλοι."Εδώ είναι η πατρίδα μας. Εδώ είναι η γη μας. Εδώ ζήσαμε, εδώ να πεθάνουμε Ακίμ. Είναι το θέλημα του Αλλάχ αυτό, έτσι μας λένε οι Προφήτες, έτσι μας λένε και οι αφέντες. Αυτοί είναι σοφοί φίλε μου και ξέρουν".

Όμως ο Ακίμ έφυγε. Μια νύχτα με δυνατή βροχή, πήδηξε το παράθυρο, καβάλησε το φράκτη και άρχισε να τρέχει. Μη ξέροντας πού πηγαίνει, μη ξέροντας ότι είναι πλέον λεύτερος, δεν γνώριζε καν τη λέξη.

Τα χρόνια περνούσαν. Τα καινούρια αφεντικά γέρασαν και αυτά με τη σειρά τους, γεράσαν και οι σκλάβοι. Νέα γενιά αφεντικών, ακόμα πιο σκληρών, ακόμα πιο σπάταλων κυβερνούσε το κτήμα.

Τώρα οι σκλάβοι φορούσαν αλυσίδες στα πόδια. Δε θέλουν οι αφέντες να χάνουν τα περιουσιακά τους στοιχεία, ο Ακίμ ήταν ο τελευταίος που τους έφυγε. Και θαρρείς πως δεν τον κυνήγησαν! Τα καλύτερα σκυλιά, τα γρηγορότερα άλογα, οι δυνατότεροι άντρες στο κατόπι του, αλλά μάταια. Που να πιαστεί ο αετός.

Έβαλαν και δεύτερο επιστάτη. Τον Ουαλίντ. Ακόμα πιο σκληρός, πιο κλέφτης από το Νασρί. Συνέχεια μεθυσμένοι κι οι δυο τους χτυπούσαν τους σκλάβους που τώρα είχαν δύο δυνάστες. Τον αφέντη και τους παλιούς τους συντρόφους.

Τα χρέη μεγάλωναν. Το κτήμα μπήκε υποθήκη στην Τράπεζα. Η δουλειά ακόμα περισσότερη, το φαγητό λιγότερο και ο χειμώνας πιο κρύος.

Μια μέρα μπήκαν στο κτήμα οι τραπεζίτες. Με ημίψηλο καπέλο και μπαστούνι, στεγνοί, με γυαλιά και μεγάλες φαβορίτες, ακριβώς όπως πρέπει να είναι ένας αξιοπρεπής τραπεζίτης που τιμά το επάγγελμα του.

"Θα κάνουμε μεγάλες αλλαγές", βροντοφώναξαν να τους ακούσουν όλοι οι αφέντες, σκλάβοι και τα ζωντανά του κτήματος, γελάδια, άλογα, πάπιες, κότες σκυλιά ,γατιά, γουρούνια, ως και τα κουνέλια που σταμάτησαν το μασούλημα και σήκωσαν ανήσυχα το κεφάλι τους.

"Θα κάνουμε θυσίες και μεγάλη οικονομία να σώσουμε το κτήμα σας να μην το πάρει η Τράπεζα. Υπακοή και Σύνεση, αυτό ζητάμε από εσάς και σκληρή δουλειά".

"Μπράβο ζήτω", φώναζε ο κυρ Κοκκινομάγουλος, ο πιο καλοθρεμμένος από τα αφεντικά. "Οικονομία και λιτότητα. Για να σωθεί το κτήμα, θέλει μόχθο και σκληρή δουλειά".

Λες και είχε δουλέψει στη ζωή του ο αθεόφοβος, λες και είχε ποτέ κοπιάσει για το ψωμί του.

Και όλο τα βράδια οι σκλάβοι αναπολούσαν τις παλιές καλές ημέρες και όλο θυμόταν τον Ακίμ τον αετό.

Και ελπίζανε ότι η Τράπεζα θα σώσει το κτήμα, θα αλλάξουν οι αφεντάδες, θα έρθουν ικανότεροι, πιο πονόψυχοι, σαν τον παλιό τους τον αφέντη τον καλό.

Ώσπου ένα βράδυ ακούγεται ένα πολύ ελαφρύ χτύπημα στο παράθυρο. Το ίδιο παράθυρο που πριν από χρόνια είχε χρησιμοποιήσει ο Ακίμ για να ξεφύγει από τη σκλαβιά του. Αμέσως, ένας γέρος και ένα παιδί πηδούν ανάλαφρα μέσα.

"Είμαι ο Ακίμ, ο παλιός σας σύντροφος, Χασσάν, Ανίς, Χόσνε εγώ είμαι. Ήρθα να σας βρω. Σαν χθες μου φαίνεται που βγήκα απ΄το παράθυρο και πήδηξα το φράκτη."

Έτρεχα μέρα και νύχτα χωρίς αναπαυμό. Πίσω  μου άκουγα τα αλυχτίσματα των σκυλιών, τα ποδοβολητά των αλόγων και ένιωθα τη βρώμικη ανάσα των αφεντάδων.

Μια μέρα εκεί που πίστευα ότι όλα τελειώνουν και χάνονται, βλέπω μια λίμνη τόσο μεγάλη ως εκεί που φτάνει το μάτι μας και ακόμα πιο μεγάλη. Πεθύμησα να πιώ νερό όμως το 'φτυσα αμέσως. Ήταν αλμυρό. Τότε θυμήθηκα το γέρο Ομάρ και τις ιστορίες του. Ήμουν στη θάλασσα, ήμουν λεύτερος.

Βρήκα μετά ένα πλοίο, τρύπωσα στο αμπάρι και περίμενα. Σε λίγες μέρες αράξαμε σε ένα λιμάνι. Κολυμπώντας τη νύχτα έφτασα στην ακρογιαλιά όπου βρήκα ανθρώπους όμοιους με εμάς. Το ίδιο χρώμα, την ίδια γλώσσα με τα τραγούδια του Ομάρ με το νανούρισμα της μάνας μου.

Εκεί έμεινα και δούλεψα για χρόνια. Έκανα οικογένεια, παιδιά, εγγόνια. Αυτός που βλέπετε είναι ο πρώτος μου εγγονός ο αγαπημένος. Ακίμ και αυτός σαν το γονιό του γονιού του.

"Θα σας πάρουμε μαζί μας .Έχουμε άμαξα, έχουμε πλοίο, σε λίγες μέρες θα είστε στην Πατρίδα μας λεύτεροι, όπως δεν ήσασταν ποτέ. Ετοιμαστείτε γρήγορα".

Ακίμ, καλέ μας αδελφέ, θα σε τιμούμε πάντα και σε ευχαριστούμε, αλλά φοβόμαστε το άγνωστο. Αυτή είναι η γη μας πλέον, αυτή και η Πατρίδα μας. Άφησε μας στην ησυχία μας, δεν μας ενοχλεί η σκλαβιά. Εξάλλου η Τράπεζα θα τα ταχτοποιήσει όλα. Οι αφεντάδες μας βάλανε μυαλό και γνώση. Και τα παιδιά τους είναι καλά και έξυπνα, σαν τον παλιό μας τον αφέντη.

"Καλός αφέντης δεν υπάρχει αδέλφια μου. Είναι πάντοτε δυνάστης κορμιών και ψυχών. Και η σπορά του, και αυτοί αφεντάδες είναι. Και η σπορά της σποράς τους, πάλι αφεντάδες θα γίνουν. Ο μεγαλύτερος φονιάς της ψυχής σας είναι ο φόβος. Αυτός που σας κάνει να ξεχάσετε τις αλυσίδες στα πόδια σας και την πείνα στο στομάχι σας."

Ήταν μια φορά ένα κτήμα. Είχε την Τράπεζα, τους αφεντάδες, είχε και τους επιστάτες του. Μόνο σκλάβους δεν είχε. Αυτοί είναι στη θάλασσα, στο πλοίο ελεύθεροι, προσμένοντας να πιάσουνε λιμάνι..

 

 


Authors: pheme.gr

Διαβάστε περισσότερα http://www.pheme.gr/article.aspx?id=1595

Σχετικά άρθρα
Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm