Open menu
23 | 04 | 2024
Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Στις κοινωνίες οπού κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, η πολιτική εμφανίζεται σαν ένας μεγάλος σωρός από αντικρουόμενες απόψεις, συμφέροντα και ιδεολογίες, ενώ το ξεχωριστό άτομο-φορέας συγκεκριμένων υλικών συμφερόντων- σαν η στοιχειώδης μορφή της. Ο άνθρωπος, στον βαθμό που είναι κοινωνικό ον -και όχι απλώς ένα βιολογικό όν- είναι προσωπικότητα. Εκείνο που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα (το προσωπικό) είναι το ιδιαζόντως ανθρώπινο στοιχείο στον άνθρωπο[1], δηλαδή ο συνειδητός μετασχηματισμός της φύσης για την ικανοποίηση των αναγκών του.

Η συνείδηση ως ιδιότυπο μόρφωμα του ψυχισμού, συνιστά μια φυσικό-ιστορική διαδικασία που προκύπτει από την παραγωγική διαδικασία. Η τελευταία συνιστά ιδιότυπη κοινωνική μορφή επενέργειας με  τη φύση – παραγωγή μέσων επενέργειας και αντικειμένων προς κατανάλωση- η οποία προέκυψε ως δυνατότητα των βιολογικών στοιχείων του ανθρώπινου είδους και ως πραγματικότητα του κοινωνικού στοιχείου στον άνθρωπο.  Η παραγωγική διαδικασία συνιστά ενότητα των παραγωγικών δυνάμεων (υποκείμενο της εργασίας, αντικείμενο της εργασίας, μέσα της εργασίας, αποτέλεσμα της εργασίας)  και των σχέσεων παραγωγής (σχέσεις που συνάπτονται κατά την παραγωγική διαδικασία).

Η συνείδηση (το συνειδέναι) συνιστά ενιαίο όλο το οποίο διακρίνεται σε δύο πλευρές: από τη μία πλευρά της συνιστά προτρέχουσα σύλληψη εν είδει παραστάσεως, δηλαδή ιδεατά, του αποτελέσματος του μετασχηματισμού του αντικειμένου της εργασίας με τα μέσα της εργασίας (ειδέναι)[2] και από την άλλη πλευρά συνιστά εν είδει παραστάσεων, ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη της σχέσης της προς τους ανθρώπους και της σχέσης των ανθρώπων προς τον εαυτό τους, των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων (συνειδέναι)[3].Η πρώτη πλευρά, το ειδέναι, ανακύπτει από την αμοιβαία σχέση του ανθρώπου με τη φύση, από την αλληλεπίδραση ανθρώπου-φύσης. Η δεύτερη πλευρά ανακύπτει από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή από την αλληλεπίδραση ανθρώπου με άνθρωπο.

Η κοινωνική συνείδηση συνιστά αντανάκλαση αντικειμένων και διαδικασιών της ανθρώπινης δραστηριότητας και κυρίως της παραγωγικής διαδικασίας με σκοπό τις δυνατότητες μεταβολής τους. Οι εν λόγω δυνατότητες καθορίζονται πάντοτε από την εκάστοτε σχέση παραγωγικών δυνάμεων και  παραγωγικών σχέσεων. Θεωρώ, ότι κατά την εξέταση της συνείδησης ως φυσικό-ιστορικής διαδικασίας, εκείνο που ανακύπτει ως η ουσία της είναι η παραγωγική διαδικασία ως κύρια πλευρά της δραστηριότητας. Η παραγωγική διαδικασία εντός του όλου της δραστηριότητας συνιστά το νομοτελές, όχι όμως και το μοναδικό. Στην έως τώρα ιστορία της ανθρωπότητας, η παραγωγική διαδικασία καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ πολύ μικρότερο μέρος καταλαμβάνει ο χρόνος της σχόλης. Η δραστηριότητα ως το καθολικό της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία συνιστά ενότητα των δύο παραπάνω.

Κατά την εξέταση του ανθρώπου στη φυσική και ζωώδη του κατάσταση, η δραστηριότητα εμφανίζεται ως το σύνολο των βιολογικών μηχανισμών και λειτουργιών στη διαδικασία ικανοποίησης των αναγκών μέσω της κατανάλωσης. Σ’ αυτήν τη μορφή, η δραστηριότητα προβάλλει ως βιολογική δραστηριότητα, κατά κύριο λόγο, ταυτισμένη με την διαδικασία της κατανάλωσης, (κατανάλωση οξυγόνου, τροφής, αντικειμένων,κτλ) εντός της οποίας εμπεριέχονται οι δυνατότητες της διαφοράς. Ο ύπνος ως βιολογική διαδικασία αναπλήρωσης και αναζωογόνησης των δυνάμεων του ανθρώπινου σώματος συνιστά αφενός συγκεκριμένη βιολογική διαδικασία (δραστηριότητα), αφετέρου συνιστά άρνηση της δραστηριότητας, εννοημένης ως σχέση αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης.

Η δεύτερη μορφή είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με τη φύση μέσω έτοιμων από τη φύση (και ημι-παρηγμένων από τον ίδιο) μέσων επενέργειας. Στην εν λόγω μορφή, χαρακτηριστικός είναι ο σχετικός αμοιβαίος διαχωρισμός των δύο διαδικασιών: α) της δραστηριότητας για την εξασφάλιση αντικειμένων προς κατανάλωση και β) της δραστηριότητας που υφίσταται εκτός της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (η κατανάλωση των  ίδιων των αντικειμένων συνιστά τέτοιου τύπου δραστηριότητα). Σ’ αυτήν τη μορφή, η δραστηριότητα διατηρεί τον εσωτερικό της δεσμό  με την διαδικασία εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση, διαφοροποιείται, όμως, μέσω της εξωτερικής  σύνδεσής της διαδικασίας β) με την διαδικασία εξασφάλισης. Πιο συγκεκριμένα, η δραστηριότητα που συντελείται εκτός της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (β) είναι αφενός εξωτερική, αφετέρου είναι άρρηκτα  συνδεδεμένη με την πρώτη (α) και συνάμα καθορίζεται από αυτήν Οι πρωτόγονες βραχογραφίες των σπηλαίων συνιστούν κατά κύριο λόγο μορφή δραστηριότητας εκτός της διαδικασίας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση που όμως, εμπεριέχει στοιχεία πρόγνωσης, οργάνωσης και λειτουργίας της δραστηριότητας εξασφάλισης αντικειμένων προς κατανάλωση (κυνήγι, άγρα, κτλ.).

Ο καταμερισμός της εργασίας σε αυτή τη μορφή, συνιστά ένα πρωτόγονο καταμερισμό που καθορίζεται κατά κύριο λόγο από τους βιολογικούς παράγοντες του είδους (διαφορά μεταξύ φύλων, ηλικίας, σωματικής διάπλασης, κτλ). Μέσα στα πλαίσια μιας οικογένειας, και κατ’επέκταση μέσα στα πλαίσια μιας φυλής, γεννιέται ένας φυσικός καταμερισμός της εργασίας με βάση τις διαφορές φύλου και ηλικίας, δηλ. πάνω σε καθαρά φυσιολογική βάση, που πλαταίνει με την επέκταση της κοινότητας, με την άυξηση του πληθυσμού και ιδίως με τις συγκρούσεις ανάμεσα σε διάφορες φυλές και την υποδούλωση της μίας φυλής από την άλλη[4].

Η τρίτη μορφή δραστηριότητας είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία έχει ανακύψει η καθαυτό παραγωγική διαδικασία και ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Η αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση μέσω παρηγμένων μέσων επενέργειας (μηχανικού τύπου), έχει αναδυθεί σε κύρια στιγμή. Σε αυτή τη μορφή η δραστηριότητα εμφανίζεται ως η αντίθεση μεταξύ εργασίας και “ελεύθερης” δραστηριότητας κατά τον χρόνο της σχόλης.  Η εμφάνιση, διαμόρφωση και ανάπτυξη της εν λόγω αντίθεσης είναι εσωτερικά συνυφασμένη με το γίγνεσθαι των ταξικών κοινωνικό-οικονομικών σχηματισμών και αντανακλάται στην σχέση εκτελεστικής και διευθυντικής εργασίας.

Η  ανεπτυγμένη μορφή αυτής της αντίθεσης πραγματοποιείται στην κεφαλαιοκρατία οπού ο χρόνος της σχόλης ως κατ’ εξοχήν διακριτή δραστηριότητα εκτός της παραγωγής πραγματοποιείται κατά την θέσπιση της εργάσιμης μέρας ως ο χρόνος αναπαραγωγής του εμπορεύματος εργατική δύναμη.

Διακρίνοντας την κομμουνιστική προοπτική και τις δυνατότητες αυτοματοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας,  καθώς και την άρση μεταξύ χρόνου εντός της παραγωγής και χρόνου της σχόλης, η εργασία ως πολιτισμική δραστηριότητα συνιστά το σύνολο της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση και την κοινωνία μέσω πράξεων, αισθημάτων και σκέψεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η πολιτισμική δραστηριότητα συνιστά την καθαυτό αντίφαση της αλληλεπίδρασης ανθρώπου και φύσης.

Ως εκ τούτου, η κοινωνική συνείδηση συνιστά αντανάκλαση αντικειμένων και διαδικασιών κατά τη δραστηριότητα που αναπτύσσει ο άνθρωπος με την κοινωνία και τη φύση, η οποία (αντανάκλαση) πραγματοποιείται μέσω τριών βασικών μορφών.

Η πρώτη μορφή της κοινωνικής συνείδησης σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κυρίως μέσω από το πρίσμα των πράξεων (πράττειν) συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων.

Έκφανσή αυτής της μορφής της συνείδησης είναι η ηθική συνείδηση.

1) Ηθική μορφή συνείδησης είναι η μορφή της κοινωνικής συνείδησης, η οποία εντοπίζεται μέσω του πρίσματος των πράξεων των συνειδητοποιούντων (εαυτούς και αλλήλους) ατόμων σύνδεσης, εντοπιζόμενη διαμέσου του πρίσματος των πράξεων τους[5].

Χαρακτηριστικά της παραπάνω μορφής είναι οι κατηγορίες που αντανακλούν το περιεχόμενο των πράξεων (το καλό, το κακό, το ωφέλιμο, το επιβλαβές,κτλ).

Η ηθική μορφή συνείδησης έχει δύο επιπλέον εκφάνσεις, την πολιτική και το δίκαιο.

Η πολιτική είναι κατά κύριο λόγο πράξεις κατευθυνόμενες από τη συνείδηση της ουσιώδους διαφοράς, αντίθεσης και αντίφασης του δρώντος, έναντι εκείνου εναντίον του οποίου κατευθύνεται η πράξη, για την επίτευξη, την ικανοποίηση των υλικών συμφερόντων (εδράζεται στην ουσιώδη διαφορά, αντίθεση και αντίφαση υλικών συμφερόντων)[6].

Το δίκαιο είναι κατά κύριο λόγο πράξεις των φορέων  των κατισχυσάντων, των κυρίαρχων υλικών συμφερόντων που κατευθύνονται στην επιβολή επί των ηττημένων των δικών τους υλικών συμφερόντων σαν να είναι συμφέροντα και αυτών των ίδιων των ηττημένων[7].

Η δεύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος των  αισθημάτων (αισθάνεσθαι) συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων.

Έκφανση αυτής της μορφής της συνείδησης είναι η αισθητική συνείδηση.

2) Η αισθητική μορφή της συνείδησης είναι η αντανάκλαση της ουσίας των ανθρώπων, των νομοτελειών των κοινωνικών σχέσεων μέσω αισθητηριακών ισοδύναμων[8].

Χαρακτηριστικά της εν λόγο μορφής είναι οι κατηγορίες  που αντανακλούν το περιεχόμενο των αισθημάτων (το κάλλος, το ωραίο, το δύσμορφο,κτλ). Η παραπάνω μορφή της συνείδησης έχει δύο επιπλέον εκφάνσεις, την θρησκεία και την τέχνη. Η θρησκευτική συνείδηση ως προς την ιδιοτυπία της, συνιστά συνείδηση εκείνων των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες δεν έχουν υποταχθεί από τον άνθρωπο, που ο άνθρωπος δεν τις εξουσιάζει και δρουν καταστροφικά, επιβλαβώς επί των ανθρώπων (συνεπώς πρόκειται για δυνάμεις οπωσδήποτε μη εγνωσμένες σε επαρκή βαθμό, διότι από την άποψη του ανθρώπου η διάγνωση είναι επαρκής εφόσον και στον βαθμό που παρέχει στο υποκείμενο της γνώσης, τη δυνατότητα μετασχηματισμού του εγνωσμένου αντικειμένου στην κατεύθυνση που του χρειάζεται)[9].

Η τρίτη μορφή της κοινωνικής συνείδησης σχηματίζεται μέσω της διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης κατ’ εξοχήν μέσω του πρίσματος των σκέψεων (σκέπτεσθαι,νοείν) συνειδητοποιούντων αλλήλους (και εαυτούς) ατόμων.

Έκφανση αυτής της μορφής της  συνείδησης είναι η φιλοσοφική συνείδηση.

3) Η φιλοσοφία είναι η βαθύτερη μορφή της κοινωνικής συνείδησης. Όπως και κάθε μορφή της κοινωνικής συνείδησης, αντανακλά το κοινωνικό είναι, το αντανακλά εντός της νόησης, σε “καθαρή”, αφηρημένη μορφή. Συνεπώς, η φιλοσοφία είναι απαραιτήτως και συνείδηση της συνείδησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το βασικό περιεχόμενο της είναι η σχέση μεταξύ συνείδησης και είναι[10].

Χαρακτηριστικά της εν λόγω μορφής είναι οι κατηγορίες που αντανακλούν το περιεχόμενο των σκέψεων (το αληθές, το αναληθές, η πλάνη, κτλ).

Δεύτερη έκφανση της παραπάνω μορφής της συνείδησης είναι η επιστήμη.

Η σχέση της κοινωνικής συνείδησης ως ολότητας προς τα διακριτά της μέρη (μορφές) είναι διαλεκτική. Εκείνο που είναι χαρακτηριστικό στην κάθε διακριτή μορφή κοινωνικής συνείδησης είναι το ουσιώδες της συγκεκριμένης διάθλασης του περιεχομένου της κοινωνικής συνείδησης, ενώ το επουσιώδες είναι η ολότητα  των αλληλεπιδράσεων και διαδικασιών της κοινωνικής συνείδησης που βρίσκεται σε ανηρημένη μορφή. Έτσι, κάνουμε λόγο για ηθικά αισθήματα, ηθικές σκέψεις, αισθητικές σκέψεις, κτλ.

Όλες οι μορφές κοινωνικής συνείδησης αλληλεπιδρούν. Όσο πιο άμεσα είναι συνδεδεμένη κάποια μορφή της κοινωνικής συνείδησης με το κοινωνικό είναι, τόσο αμεσότερα αντανακλώνται εντός της οι αλλαγές του κοινωνικού είναι[11].

Η ταξινόμηση των μορφών κοινωνικής συνείδησης έγινε αρθρωτά σε σχέση με τον βαθμό αμεσότητας της σύνδεσης της μορφής κοινωνικής συνείδησης με το κοινωνικό είναι. Κατ’ αυτό τον τρόπο,  η αντανάκλαση του κοινωνικού είναι διαμεσολαβείτε λιγότερο στην ηθική μορφή, σε μεγαλύτερο βαθμό στην αισθητική και περισσότερο στην φιλοσοφική μορφή.

 

 

Μορφές κοινωνικής συνείδησης και καταμερισμός εργασίας

Ο ανεπτυγμένος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας αποτελεί θεμέλιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και έχει ως περιεχόμενο την αντίθεση χειρωνακτικής και διευθυντικής εργασίας. Γενικό χαρακτηριστικό του ανεπτυγμένου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας είναι η εξειδίκευση. Τα υποκείμενα της παραγωγικής διαδικασίας εξειδικεύονται σε ειδικές “μεμονωμένου” (ποιοτικά και ποσοτικά) τύπου λειτουργίες-εργασιακές διαδικασίες που ως στόχο έχουν την όλο και μεγαλύτερη παραγωγικότητα-κερδοφορία. Η συνείδηση εννοούμενη ως αντανάκλαση του κοινωνικού Είναι μέσω της δραστηριότητας του υποκειμένου, επί κεφαλαιοκρατίας δεν μπορεί παρά να είναι αλλοτριωμένη συνείδηση.

Ας δούμε τα παραπάνω πιο αναλυτικά: η συνείδηση ως οργανικό όλο διακρίνεται σε δύο διακριτές πλην όμως εσωτερικά ενιαίες μορφές, το ειδέναι που είναι το επουσιώδες της συνείδησης και το συν-ειδέναι που είναι το ουσιώδες της συνείδησης. Το επουσιώδες (ειδέναι) αναφύεται κατά κύριο λόγο από την αμοιβαία σχέση ανθρώπου-φύσης, δηλαδή από τις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ το ουσιώδες (συν-ειδέναι) αναφύεται κατά κύριο λόγο από τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων εντός της παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής.

Από την μια πλευρά, η εξειδίκευση ως ιστορικά συγκεκριμένη μορφή της εργασιακής διαδικασίας συνιστά αφενός παραγωγική σχέση (ως αποτέλεσμα του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας αλλά και της εσωτερικής διάρθρωσης της τελευταίας) αφετέρου συνιστά άρνηση των σχέσεων παραγωγής δεδομένου ότι το εγγενές (η ουσία) των παραγωγικών σχέσεων σε καθαρή μορφή είναι η διεύθυνση της παραγωγής. Από την άλλη πλευρά, η εξειδίκευση υφίσταται ως αποτέλεσμα και ιδιαίτερη νομοτελή μορφή των παραγωγικών δυνάμεων ως συγκεκριμένου τύπου εργασιακή διαδικασία, καθορισμένη από την εσωτερική διάρθρωση της εργασίας στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Τεράστιας σημασίας είναι οι μεταβολές που επισυμβαίνουν στην εσωτερική συνάφεια των συστατικών μερών της εργασίας και αντανακλώνται στην σχέση μεταξύ ζωντανής και νεκρής εργασίας. Το υποκείμενο της εργασίας, αφενός συνιστά υποκείμενο της εργασίας αφετέρου συνιστά αντικείμενο της εργασίας (αντικειμενοποιημένο υποκείμενο ως εργατική δύναμη και μεταβλητό κεφάλαιο) ως συγκεκριμένη αξία χρήσης προορισμένη για κατανάλωση στην παραγωγική διαδικασία. Το  αντικείμενο της εργασίας, τα μέσα της εργασίας και το αποτέλεσμα της εργασίας συνιστούν αφενός αντικείμενα της εργασίας -με την ευρεία σημασία του όρου-  αφετέρου συνιστούν υποκείμενα της εργασίας (υποκειμενοποιημένα αντικείμενα).

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εξειδίκευση ως συγκεκριμένη ιστορική μορφή εργασίας αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο στην δραστηριότητα που αναπτύσσεται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχει ως κύριο περιεχόμενο την αμοιβαία αλληλεπίδραση ανθρώπου και φύσης, δηλαδή το ειδέναι. Ως συνέπεια του τελευταίου, το συν-ειδέναι -ως κατ’ εξοχήν  αντανάκλαση των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων εντός της παραγωγής- συρρικνώνεται (ποιοτικά και ποσοτικά) στο χώρο της παραγωγικής διαδικασίας και το περιεχόμενου του μετατρέπεται σε μια αλλοτριωμένη ψευδή παράσταση οπού οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αντικατασταθεί από τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, η δημιουργική σχέση του συν-ειδέναι  γίνεται κύριο στοιχείο της δραστηριότητας που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια του χρόνου της σχόλης και κατ’ αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο του συν-ειδέναι βρίσκεται σε αντεστραμμένη μορφή. Πιο συγκεκριμένα, αν θυμηθούμε την τρίτη μορφή (αντίθεση) της αναπτυσσόμενης αντίφασης  της δραστηριότητας, διακρίνουμε την δραστηριότητα κατά την παραγωγική διαδικασία (ουσιώδες) και την δραστηριότητα κατά τον χρόνο της σχόλης (επουσιώδες). Η συρρίκνωση του  ουσιώδους (των παραγωγικών σχέσεων), ως κύριου περιεχόμενου  του συν-ειδέναι μέσω της επικράτησης του ειδέναι ( εξειδικευμένη εργασία) θέτει κατά κύριο λόγο -σε συνάρτηση με το βαθμό έντασης και έκτασης της- το επουσιώδες ως δημιουργικό περιεχόμενο του συν-ειδέναι, δηλαδή τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων κατά τον χρόνο της σχόλης. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι η διάκριση μεταξύ δημιουργικού και μη δημιουργικού περιεχόμενου του συν-ειδέναι, εκφράζει την σχέση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού, οι παραγωγικές σχέσεις (εσωτερικό) δεν παύουν να συνιστούν το νομοτελές και για αυτό το λόγο το δημιουργικό περιεχόμενο  του συν-ειδέναι  κατά το χρόνο της σχόλης (εξωτερικό) συνιστά εξίσου ένα αλλοτριωμένο περιεχόμενο.

Ως συνέπεια αυτής της διαδικασίας κυρίαρχη γίνεται (μέσω αυτού του φετιχισμού, όπως κλασσικά απέδειξε ο Κ. Μαρξ) μια καθολική αντιστροφή-φενάκη στη συνείδηση αλλά και στην πρακτική των ανθρώπων: τα πράγματα ανθρωποποιούνται και οι άνθρωποι, οι ανθρώπινες σχέσεις πραγμοποιούνται[12].

Διάφοροι τρόποι ζωής και αξιών προκύπτουν κυρίως από την εν λόγω αντίθεση ,όπως οι ανάδειξη των ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων σε κυρίαρχη μορφή αξίας, το life style και η μίμηση του τελευταίου στον καθημερινό τρόπο ζωής, το κυνήγι ανάδειξης του εαυτού σε οτιδήποτε  το επιφανειακό καθώς και ψυχοπαθολογικά φαινόμενα (ψύχωση, νεύρωση,κτλ).

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εργασιακή διαδικασία εντός κεφαλαιοκρατίας είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη του κεφαλαίου και ιδιαίτερα την ανάπτυξη της αντίφασης μεταξύ νεκρής και ζωντανής εργασίας. Ως εκ τούτου, η εργασιακή διαδικασία ως σχέση της συνείδησης με την πραγματικότητα διακρίνεται στα εξής στάδια:

1)      Εργασιακή διαδικασία ως προς το μοναδιαίο.

Σε αυτό τον τύπο εργασιακής διαδικασίας, η συνείδηση  προσεγγίζει “στοιχεία και ιδιότητες” του μοναδιαίου αντικειμένου της παραγωγικής διαδικασίας (με τον όρο αντικείμενο περιγράφω την ολότητα της συγκεκριμένης εργασιακής διαδικασίας ως εσωτερική ενότητα των μερών της και θα πρέπει να μην γίνεται ταύτιση με το αντικείμενο της εργασίας).

Το μοναδιαίο προβάλει ως “απόλυτο” ποιόν του οποίου οι ποσοτικές διαφορές βρίσκονται σε ανηρημένη μορφή (οι ποσοτικές διαφορές στο βαθμό που προβάλουν ως διακριτά στοιχεία εμβρυακής μορφής προβάλουν κατά κύριο λόγο ως εξωτερικές διαφορές μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου της εργασίας, ως σώματος και εξωτερικού αντικειμένου). Σε αυτό τον τύπο εργασιακής διαδικασίας (που δεν μπορεί παρά να είναι χειρωνακτικός), ο άνθρωπος προβάλει πρωτίστως ως πράγμα, ως μηχανή. Αυτή η εργασιακή διαδικασία, ως προς το υποκείμενο της εργασίας προβάλει κατά κύριο λόγο ως μη αναπτυσσόμενη. Ο τεϊλορισμός-φορντισμός ως διαδικασίες  διάσπασης των εσωτερικών στιγμών της παραγωγικής διαδικασίας μέσω της σταθερής ομοιογενοποίησης και τυποποίησης εντάσσονται κατά κύριο λόγο σε αυτό τον τύπο.

Σε αυτόν τον πρώτο τύπο  διακρίνουμε και την σχετική συρρίκνωση του ειδέναι, το τελευταίο περιορίζεται στην απλή αναγνωρισιμότητα του ειδικού τύπου μηχανικής κίνησης, ενώ το συν-ειδέναι περιορίζεται ως θεμέλιο της δυνατότητας για αναγνωρισιμότητα του ειδέναι. Οι κρίσεις και οι συλλογισμοί ως προς το μερικό και το γενικό καθίστανται ανέφικτες, ενώ οι κρίσεις ως προς το ενικό βρίσκονται σε ανηρημένη μορφή. Η διαρκής επαναλαμβανόμενη μοναδιαία κίνηση (εργασία) ως συνειδητή λειτουργία του εγκεφάλου μετατίθεται όλο και περισσότερο  στη σφαίρα του ασυνείδητου και των αυτοματισμών με αποτέλεσμα να ρυθμίζεται από διαφορετικές ζώνες του εγκεφάλου. Ενας εργάτης που σ’όλη του τη ζωή εκτελεί μια και την ίδια απλή εργασία, μετατρέπει όλο το σώμα του σε αυτόματα μονόπλευρο όργανο της[13]. Το συνήθισμα σε μια μονόπλευρη λειτουργία τον μετατρέπει σε όργανο της που δρά με ενστικτώδικη σιγουριά, ενώ η συνάρτηση του συνολικού μηχανισμού τον αναγκάζει να εργάζεται με την κανονικότητα ενός τμήνατος μηχανής[14]. Σημαντική επίδραση υφίστανται και οι νευροφυσιολογίκες δομές  του ανθρώπινου σώματος. Εδώ διαπιστώνουμε μια άλλη αντιφατική σπείρα της έλικος στην ανάπτυξη του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ενώ η εργασιακή διαδικασία αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα της εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης της συνείδησης και την έξοδο του ανθρώπου από το ζωικό βασίλειο, ο συγκεκριμένος τύπος εργασιακής διαδικασίας έχει την τάση να τον επαναφέρει στην αρχική του, ζωώδη κατάσταση.

2)     Εργασιακή διαδικασία ως προς το ενικό.

Σε αυτόν τον τύπο εργασιακής διαδικασίας, η συνείδηση  προσεγγίζει στοιχεία και ιδιότητες του ενικού αντικειμένου της παραγωγικής διαδικασίας, πρόκειται για  τύπο εργασίας του οποίου ο χαρακτήρας είναι κατ’ εξοχήν χειρωνακτικός ενώ η παρουσία  δημιουργικών στοιχείων υφίσταται σε ανηρημένη μορφή.

Το ενικό προβάλει ως συγκεκριμένο ποσοτικό ποιόν, η εσωτερική  συνάφεια  και οι διαφορετικές πλευρές του οποίου συνιστούν κατά κύριο λόγο ποσοτικές διαφορές της μίας και αυτής ποιότητας. Ως αποτέλεσμα του τελευταίου, η εσωτερική ανάπτυξη του αντικειμένου προβάλει κατά κύριο λόγο από την εκτατική της πλευρά ενώ η εντατική βρίσκεται σε ανηρημένη μορφή.

Σ’ αυτή τη διαδικασία κύριο ρόλο έχει το ειδέναι ενώ το συν-ειδέναι βρίσκεται σε εμβρυακή μορφή. Κυρίαρχη κατά την όλη γνωστική διαδικασία είναι η διάνοια, ενώ ο λόγος υφίσταται σε  στοιχειώδη μορφή. Το αντικείμενο καθαυτό προσεγγίζεται  κατ’ εξοχήν ως αποσπασμένο από τα μέρη του όλου αντικειμένου, του οποίου συνιστά μέρος, με αποτέλεσμα η γνωστική διαδικασία να κινείται κυρίως στην επιφάνεια, αναλύοντας και προσεγγίζοντας συστατικά μέρη και διαδικασίες του φαινομένου.  Κύριο χαρακτηριστικό στις προσπάθειες προσέγγισης του μερικού και του γενικού (τα οποία περιγράφουμε αρθρωτά) αποτελεί η αναγωγή ως απλοποίηση του άλλου μέρους και εν πολλοίς η ταύτιση του με το ενικό, ως εκ τούτου η συνείδηση εκλαμβάνει τα στοιχεία των άλλων αντικειμένων κατά κύριο λόγο ως στοιχεία της ταυτότητας του ενικού αντικειμένου. Όσον αφορά το μοναδιαίο, αυτό συλλαμβάνεται από το ενικό ως απλή εσωτερική του διαφορά.

3)    Εργασιακή διαδικασία ως προς το μερικό.

Στην τρίτη μορφή εργασιακής διαδικασίας, η συνείδηση προσεγγίζει διαδικασίες και νομοτέλειες του μερικού αντικειμένου της παραγωγικής διαδικασίας, πρόκειται για τύπο εργασιακής διαδικασίας του οποίου ο χαρακτήρας  είναι κυρίως διευθυντικός (πνευματικός εκτελεστικού τύπου). Το  μερικό προβάλει κατά κύριο λόγο ως συγκεκριμένο ποιοτικό ποσόν, δηλαδή η εσωτερική συνάφεια των μερών του προβάλει μέσω ποιοτικών διαφορών. Ως εκ τούτου, η εσωτερική ανάπτυξη του αντικειμένου προβάλει κατά κύριο λόγο ως σχέση  μεταξύ εντατικών και  εκτατικών ορίων, ως σχέση ποσοτικής  ανάπτυξης των ποιοτικών πλευρών του αντικειμένου.

Σε αυτόν τον τύπο,  το συν-ειδέναι έχει αναδυθεί ως συνδυαστική και επαγωγική πλευρά της γνωστικής διαδικασίας.

Κυρίαρχη κατά την γνωστική διαδικασία είναι η διάνοια, ενώ ο λόγος έχει δευτερεύουσα σημασία.

Όσον αφορά το ενικό και το μοναδιαίο, αυτά προβάλουν κυρίως ως εσωτερικές ποιοτικές πλευρές του μερικού. Κύριο χαρακτηριστικό στις προσπάθειες προσέγγισης του γενικού αποτελεί  η επαγωγή.

Στην εποχή μας, σημαντική είναι η επίδραση που υφίσταται ο εν λόγω τύπος από τον τύπο 2, ιδιαίτερα στους τομείς της εκπαίδευσης και της ακαδημαϊκής έρευνας. Σε πολλές Ευρωπαικές χώρες, μεγάλος μέρος των διδακτορικών διατριβών έχει ως στόχο την απλή καταγραφή μέσω δημοσιογραφικού τρόπου έρευνας, απόψεων και γνώσεων, με κύριο σκοπό την πρόσθεση είτε αφαίρεση τους στο ενικό αντικείμενο. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος συνιστά η ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη της πνευματικής εργασίας. Σε μεγάλο βαθμό, η αύξηση της πνευματικής εργασίας στα πλαίσια του καπιταλισμού συντελείτε και με τη ταυτόχρονη δημιουργία πνευματικού τύπου εργασίας με έντονο το στοιχείο της επανάληψης και εκτελεστικότητας. Σημαντικές εξίσου είναι οι αλλαγές στο χαρακτήρα της εργασίας, που επιφέρει η λιτή παραγωγή.

4)   Εργασιακή διαδικασία ως προς το γενικό.

Σ’ αυτό τον τύπο εργασιακής διαδικασίας, η συνείδηση  προσεγγίζει την ουσία, τους βαθύτερους νόμους και νομοτέλειες του γενικού αντικειμένου της γνωστικής διαδικασίας, πρόκειται για τύπο εργασίας ο χαρακτήρας του οποίου είναι κατ’ εξοχήν διευθυντικός δημιουργικού τύπου. Σε αυτό τον τύπο, το αντικείμενο της εργασιακής διαδικασίας δεν προβάλει ως κατ’ εξοχήν εργασιακή διαδικασία αλλά ως ιδιαίτερη διαδικασία της ολότητας των κοινωνικών και φυσικών διαδικασιών.

Το γενικό προβάλει ως  ποσόν (καθολικό ποιοτικό ποσόν) διαφορετικών ποιοτήτων και το χαρακτηρίζει η εσωτερική συνάφεια των πλευρών του (εδώ γίνεται λόγος περί οργανικού όλου). Ως αποτέλεσμα του τελευταίου η εσωτερική ανάπτυξη του αντικειμένου προβάλει κατά κύριο λόγο ως εντατική (αυτοανάπτυξη).  Σε αυτόν τον τύπο,  το συν-ειδέναι έχει αναδυθεί στην κατ’ εξοχήν  κύρια πλευρά της γνωστικής διαδικασίας στην οποία κυριαρχεί ο λόγος ενώ η διάνοια βρίσκεται σε υπηγμένη μορφή. Σε αυτού του τύπου την εργασιακή διαδικασία, η γνωστική διαδικασία δεν μπορεί παρά να έχει την μορφή της φιλοσοφικής και επιστημονικής δραστηριότητας.

Θα πρέπει να τονίσω ότι οι παραπάνω τύποι εργασιακής διαδικασίας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως στατικοί αλλά στην συνολική τους αλληλεπίδραση και ότι η ένταξη κάποιας συγκεκριμένης εργασίας σε κάποιον από αυτούς απαιτεί ακριβή εξέταση των ιδιαίτερης υφής της. Για παράδειγμα υπάρχουν εργασίες οι οποίες εμπεριέχουν στοιχεία του πρώτου και  του δεύτερου τύπου, άλλες του τρίτου και του πρώτου ή δεύτερου τύπου, κτλ. Οι κοινωνικές αλλαγές και η ιστορική εξέλιξη αλλάζουν τη μορφή αλλά και το περιεχόμενο (σε κάποιο βαθμό) αυτών των τύπων. Αν θεωρήσουμε για παράδειγμα ότι σε δύο διαφορετικές ιστορικές στιγμές της ίδιας κοινωνίας συναντάμε την ίδια συγκεκριμένη εργασία, τότε είναι  σίγουρο ότι το υποκείμενο της εργασίας (συστατικό μέρος της εργασίας) δεν έχει παραμείνει το ίδιο. Οι ίδια η αλλαγή του συνόλου των παραγωγικών σχέσεων αλλάζει (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό) και την συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία.

 

 

 

Η πολιτική και η συνείδηση χειρωνακτικού και πνευματικού τύπου εργασίας

Στην συνείδηση που επικρατούν οι χειρωνακτικές σχέσεις, η εξουσία και το κράτος συλλαμβάνονται ως τα μέσα υλοποίησης της ιδιαίτερης βούλησης του εκάστοτε πολιτικού αντιπροσώπου. Σε αυτόν τον τύπο συλλογισμού, κύρια μορφή  της συνείδησης αναδεικνύεται η ηθική, η οποία προσεγγίζει την κάθε πολιτική αλλαγή ως σχέση αίτιας και αποτελέσματος, δηλαδή βούλησης και πράξης.

Η ηθική συνείδηση αυτού του τύπου συνιστά κυρίως στατικό, απόλυτο και υπερβατικό μόρφωμα. Το περιεχόμενο του καλού και του κακού προβάλει ως καθολικό και δεδομένο για τους πάντες. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω υποκείμενα επηρεάζονται και κρίνουν κατά βάση την πραγματικότητα, όχι μέσω αυτού που υπάρχει ανεξάρτητα  από τη συνείδηση, αλλά μέσω του συμβολικού αντίκτυπου των πράξεων, δηλαδή από το τι κάνει ο άλλος, πως φαίνεται και τι συναισθήματα εμπνέει. Η ανάλυση ή ακόμη και η περιγραφή δια του λόγου μιας δυσχερούς συγκυρίας, λόγου χάρη οι φόνοι που διαπράττει το καπιταλιστικό σύστημα, όπως ο συχνός θάνατος των εργατών στα ναυπηγεία και στα εργοστάσια, δεν προκαλεί σημαντικό αντίκτυπο σε σχέση με τον αντίκτυπο που θα προκαλούσε ένα τέτοιου είδους περιστατικό εάν βιώνονταν και προβάλλονταν ως προσωπική τραγωδία.

Η αισθητική συνείδηση αυτού του τύπου έχει την τάση να εξιδανικεύει πρόσωπα, ως ιδιαίτερες υπάρξεις και φορείς την συλλογικής βούλησης (θεός, πολιτικούς αρχηγούς, προγόνους,πρόσωπα,κτλ)

Η φιλοσοφική του συνείδηση, κατά κύριο είναι η βουλησιαρχία η οποία στην ακραία της μορφή καταλήγει στην συνομοσιολογία. Θα πρέπει να πούμε, ότι η συνομοσιολογία συνιστά αφενός φιλοσοφική συνείδηση από την άποψη της κοσμοαντίληψης αφετέρου συνιστά  άρνηση της φιλοσοφικής συνείδησης για το λόγο ότι συνιστά έκφανση πρωτίστως της ηθικής συνείδησης αλλά και της αισθητικής-θρησκευτικής συνείδησης (πχ. τα βιβλία του ακροδεξιού παραλληρήματος περί άριας φυλής και εξωγήινης προέλευσης των Ελλήνων).

Στην συνείδηση που επικρατούν οι πνευματικές σχέσεις, η εξουσία και το κράτος  συλλαμβάνονται ως συγκεκριμένα μορφώματα του καθ’ εαυτού κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Σε αυτόν τον τύπο συλλογισμού, σε κύρια μορφή  της συνείδησης αναδεικνύεται η φιλοσοφική-επιστημονική, η οποία προσπαθεί να προσεγγίσει το κάθε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο ως συγκεκριμένη ιδιαίτερη έκφανση των νομοτελειών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος.

Η ηθική συνείδηση αυτού του τύπου συνίσταται στο ότι προσεγγίζει την κοινωνία ως  σύνολο αντικρουόμενων και αντιμαχόμενων συμφερόντων. Το καλό και το κακό του συγκεκριμένου υποκειμένου συνάδουν με το καλό και το κακό της τάξης στην οποία ανήκουν. Εδώ γίνεται λόγος για την τάξη ως τάξη δι’ εαυτήν.

Η αισθητική συνείδηση αυτού του τύπου εκφράζεται κυρίως μέσω της τέχνης που έχει ως περιεχόμενο τους βαθύτερους προβληματισμούς την ανθρωπότητας.

Η φιλοσοφική συνείδηση  παίρνει κατά κύριο λόγο τη μορφή της επιστήμης. Όσο το εν λόγω τύπου υποκείμενο θα υφίσταται εντός κεφαλαιοκρατίας, ιδιαίτερη φιλοσοφική-επιστημονική σχέση με την πραγματικότητα θα συνιστά ο μαρξισμός ως επιστημονική επαναστατική θεωρία. Μείζονος σημασίας κατά την γνώμη μου είναι η ανάπτυξη-άρση του κλασσικού μαρξισμού από τον κορυφαίο στοχαστή-επιστήμονα Βίκτορ Αλεξέγιεβιτς Βαζιούλιν και από την Διεθνή Σχολή Λογική της Ιστορίας.

 

 

Η ιδεολογία του Φασισμού

Η ιδεολογία συνιστά φαινόμενο της συνείδησης, ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης συγκεκριμένων (και διαφορετικών) μορφών κοινωνικής συνείδησης εντός του καταμερισμού εργασίας. Η ιδεολογία συνιστά κοσμοαντίληψη υπό το πρίσμα ότι το περιεχόμενο της έχει συγκροτημένη και συγκεκριμένη σχέση κυρίως με το όλον, δηλαδή με την ολότητα των φαινομένων, όπως αυτά παρουσιάζονται. Η ιδεολογία διακρίνεται από τη συνείδηση σε σχέση με το βαθμό στατικότητας της (ή ρευστότητας της αντίστοιχα). Ως εκ τούτου είναι σαφές ότι η κίνηση και οι αλλαγές της πραγματικότητας αντανακλώνται σε πολύ μικρότερο βαθμό στην ιδεολογία από ότι στη συνείδηση.

Στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες οι οποίες συγκροτούνται μέσω των εθνών κρατών, η κυρίαρχη οικονομικά και πολιτικά τάξη επιβάλει τα δικά της συμφέροντα στους ηττημένους, ως καθολικά και ενιαία.  Η επιβολή αυτή πραγματοποιείται κυρίως μέσω του δικαίου. Η σύλληψη των υλικών συμφερόντων στην σφαίρα της αφηρημένης γενικότητας, δηλαδή στη σφαίρα του έθνους κράτους έχει αντιφατικό χαρακτήρα.

Η δυνατότητα υλοποίησης του μερικού, του ενικού και του μοναδιαίου υλικού συμφέροντος κυρίως ως ιδιοκτησιακή σχέση, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά εντός του γενικού, εννοούμενο το τελευταίο ως συγκεκριμένος-προσδιορισμένος γεωγραφικά και νομικοπολιτικά χώρος. Στις στιγμές και στις περιόδους  κατά τις οποίες η εθνική κυριαρχία θίγεται (κυρίως σε κατάσταση πολέμου), θίγεται ταυτοχρόνως και το κάθε ατομικό συμφέρον. Σε αυτές τις περιόδους το ενικό συμφέρον τείνει προς ταύτιση με το γενικό, η υπεράσπιση του ατομικού συμφέροντος συνάδει με την υπεράσπιση του γενικού. Η έκφανση της συνείδησης που συλλαμβάνει το ενικό ως γενικό συνιστά την ιδεολογία του πατριωτισμού. Ως εκ τούτου, η ιδεολογία του πατριωτισμού συνιστά κατά κύριο λόγο ορθολογική σύλληψη των υλικών συμφερόντων.

Από την άλλη, η σύλληψη των ενικών και μερικών συμφερόντων ως γενικών  σε συνθήκες που το κυρίαρχο διακύβευμα δεν είναι η εθνική κυριαρχία αλλά η οικονομική και γεωγραφική της επέκταση, η έκφανση αυτής της συνείδησης είναι ο εθνικισμός. Η ιδεολογία του εθνικισμού συνιστά κατά κύριο λόγο ανορθολογική-μεταφυσική σύλληψη των υλικών συμφερόντων.

Η ηθική συνείδηση της φασιστικής ιδεολογίας συνιστά υπερβατικό μόρφωμα, οπού η έννοια του καλού ταυτίζεται με το καλό του έθνους και της φυλής, ενώ το κακό είναι οτιδήποτε ξένο προς το έθνος και την φασιστική ιδεολογία. Το έθνος συλλαμβάνεται ως η ενότητα των ομοαίματων αδελφών και η πραγμάτωση του συνιστά την πολεμική, οικονομική και εδαφική του επέκταση.  Στην συγκεκριμένη ιδεολογία η σχέση καλού και κακού βασίζεται σε μια ποσοτική δυσαναλογία.  Το καλό συνιστά αποκλειστικό στοιχείο της φασιστικής ιδεολογίας ενώ το κακό καταλαμβάνει τα πάντα έξω από αυτήν.

Η αισθητική συνείδηση αυτού του τύπου έχει την τάση να εξιδανικεύει πρόσωπα ως ιδιαίτερες υπάρξεις και φορείς την συλλογικής βούλησης (θεός, πολιτικούς αρχηγούς, προγόνους,κτλ). Ιδιαίτερη θρησκευτική σχέση αναπτύσσεται με την σημαία ως σύμβολο του έθνους. Το έθνος συνιστά το υπερβατικό και ιερό της εσωτερικής παράστασης, ενώ η σημαία την εξωτερική του φανέρωση. Επιπλέον, ο μυστικισμός και η παραγωγή ιδεολογικών θρησκευτικών συμβόλων αποτελούν συστατικά στοιχεία της φασιστικής προπαγάνδας. Η κατά καιρούς αισθητική υιοθέτηση-ταύτιση των φορέων της εν λόγω ιδεολογίας με τα σύμβολα του κακού (παγανιστικά, παραθρησκευτικά) προκύπτει κυρίως από την αδυναμία διαχείρησης των κοινωνικών σχέσεων στο επίπεδο του λόγου και των κυρίαρχων σημείων-μέσων κουλτούρας. Η επιβολή του φόβου ως βασικό στοιχείο των συμβόλων του κακού, αφενός συνιστά άρνηση του εαυτού για κοινωνικοποίηση, αφετέρου συνιστά κοινωνικοποίηση ως εξασφάλιση της ύπαρξης του εαυτού στην κοινωνία.  Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση συγκεκριμένου τύπου εαυτού (ένδυσης, συμπεριφοράς, κτλ) συνιστά σε κάποιο βαθμό νέα μορφή κοινωνικοποίησης διότι ο πραγματικός εαυτός έχει κοινωνικά απορριφθεί.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, κοινωνικές όμαδες (ως επί το πλείστον περιθωριακές) που χαρακτηρίζονται από τέτοιου τύπου αισθητικά πρότυπα, εμφανίζουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό προδιάθεση στην ιδεολογία του φασισμού.

Η φιλοσοφική συνείδηση αυτού του τύπου, είναι η συνωμοσιολογία. Η πίστη σε μυστικές συνωμοσίες των δυνάμεων του κακού ενεργοποιεί και την αντίστοιχή πρακτική εξόντωσης τους, τη βία. Η αντίληψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι έκφραση του κακού νομιμοποιεί και τις μαζικές πρακτικές εξόντωσης του τελευταίου. Επιπλέον, η ριζοσπαστική και ανατρεπτική σχέση που εμφανίζει ο φασισμός με την εκάστοτε πολιτική τάξη πραγμάτων βασίζεται στην παραπάνω αντίληψη του κακού.

Θεωρώ ότι η ιδεολογία του φασισμού αν και εκπροσωπεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του κεφαλαίου είναι αποτέλεσμα της επικράτησης των χειρωνακτικών σχέσεων στην κοινωνία. Με αυτό το συμπέρασμα, προσδιορίζω το νομοτελές της αλληλεπίδρασης στην κοινωνία και στην συνείδηση και όχι  της συγκεκριμένης τάξης (ή τάξεων) από την οποία αναδύεται ο φασισμός. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η εσωτερική σύνδεση της εν λόγω ιδεολογίας με τους κρατικούς μηχανισμούς όπως ο στρατός και η αστυνομία, χαρακτηριστικό της εσωτερικής διάρθρωσης της εργασίας των δύο τελευταίων είναι η απουσία πρωτοβουλίας από τα υποκειμένα της εργασίας και η απόλυτη υποκοή τους στις εντολές (διαταγές) των ανωτέρων. Η λειτουργία των εν λόγω κρατικών μηχανισμών βασίζεται σε μια αυστηρά μηχανιστική σχέση των υποκειμένων με την πραγματικότητα.

Μια συστηματική εξέταση και περιγραφή των σταδίων εμφάνισης, διαμόρφωσης και ανάπτυξης του φασιστικού φαινομένου είναι συλλογικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος και ελπίζω ότι θα πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, αυτό που ανακύπτει είναι η έντονη αμφισβήτηση της κατεστημένης εξουσίας και του πολιτικού μηχανισμού. Αυτή η  αμφισβήτηση λαμβάνει χώρα μέσω δύο βασικών πολιτικών υποκειμένων, του επαναστατικού ως ορθολογική-επιστημονική αμφισβήτηση και του φασιστικού ως ανορθολογική-μεταφυσική αμφισβήτηση (δεν είναι τυχαίο ότι σε διάφορες ιστορικές στιγμές ο φασισμός εμφανίζεται και με έναν αριστερό αντιεξουσιαστικό μανδύα). Ο φασισμός συνιστά την πιο ακραία εκδήλωση του καπιταλιστικού συστήματος, όμως όσο πιο έντονη γίνεται η παρουσία του υποκειμένου των ύστερων επαναστάσεων τόσο πιο αδύναμη θα γίνεται η παρουσία του φασιστικού υποκειμένου.

 

Επισημάνσεις για την ελληνική κρίση

Παρά το γεγονός ότι στην ελληνική κοινωνία συναντάμε και τους τέσσερις  βασικούς αναφερόμενους τύπους εργασιακής διαδικασίας, κυρίαρχη είναι η ύπαρξη των χειρωνακτικών σχέσεων (ως προς το περιεχόμενο των χειρωνακτικών σχέσεων στη συνείδηση, θα ενέτασσα στις τελευταίες και  μέρος του τριτογενούς τομέα  του οποίου η εργασία αν και “πνευματική”  συνιστά επαναλαμβανόμενη εκτελεστικού τύπου διαδικασία). Ως εκ τούτου, ακόμη και η συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους των υποκειμένων της πνευματικής εργασίας χαρακτηρίζεται απο σχήματα σκέψης που φέρουν το στίγμα των χειρώνακτων σχέσεων ενώ η ύπαρξη των υποκειμένων που έχουν επιστημονική σχέση ως προς το σύνολο των κοινωνικών φαινομένων είναι περιορισμένη. Ο αναστοχασμός ως προς τα κοινωνικά φαινόμενα, τόσο στο χειρώνακτο όσο και στο κυρίαρχα πνευματικό υποκείμενο παίρνουν κυρίως τη μορφή ηθικοπολιτικής κρίσης.

Για παράδειγμα, μεγάλος μέρος των λαικών στρωμάτων αποδίδει με απόλυτο και καθολικό τρόπο τις αιτίες της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στα πολιτικά πρόσωπα ενώ μεγάλος μέρος των μεσαίων κοινωνικά στρωμάτων αποδίδει τις αιτίες στην βλακεία του λαού. Παρατηρούμε ό,τι και οι δυο απόψεις φέρουν το στίγμα της τάξης από την οποία πηγάζουν. Στην πρώτη περίπτωση, τα χειρώνακτα υποκείμενα εκλαμβάνουν τον εαυτό τους ως υποταγμένο και απόλυτα ανεξάρτητο και  από το πολιτικό σκηνικό ενώ στην δεύτερη περίπτωση τα ‘πνευματικά υποκείμενα’ ως γνώστες της αλήθειας δεν φέρουν ευθύνη και καταδικάζουν τα πρώτα ως υπέυθυνα για την εκλογή και στήριξη της πολιτικής κατάστασης (θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ό,τι την θέση του χειρώνακτου κατηγορουμένου μπορεί πολύ εύκολα να την πάρει κάθε άλλης παρόμοιας μορφής  υποκείμενο, όπως μετανάστης, τσιγγάνος, κτλ). Οι παραπάνω απόψεις, κατά κύριο λόγο ηθικοπολιτικού χαρακτήρα, φέρουν ανεξίτηλα το στίγμα των χειρώνακτων σχέσεων που επικρατούν στην κοινωνία. Θεωρώ ό,τι η πολυδιάσπαση και η ασυμφωνία της αριστεράς, ωφείλεται κατά κύριο λόγο σε αυτή την αντιφατικότητα μεταξύ των δύο κυρίαρχα τύπων υποκειμένου, χειρωνακτικού και πνευματικού (χειρώνακτου περιεχομένου) που έχουν ως βάση τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας. Όσον αφορά την αριστερά, η αντίφαση αυτή εμφανίζεται γλαφυρά στο ιδεολογικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι κύριες διαφωνίες για τον χαρακτήρα της ΕΣΣΔ καθώς και των υπόλοιπων τέως σοσιαλιστικών χωρών παίρνουν την μορφή ηθικοπολιτικής συμφωνίας ή ασυμφωνίας αντίστοιχα. Οι εν λόγω απόψεις περιέχουν τόσο ορθολογικά όσο και ανορθολογικά στοιχεία για την φύση του σοσιαλισμού, η μονομέρεια όμως των οποίων τα οδηγεί είτε σε πλήρη αποδοχή είτε σε πλήρη απόρριψη του τελευταίου.

Σε μια τόσο μεγάλη κρίση στην οποία βρισκόμαστε η δημιουργία ενός ενιαίου αριστερού μετώπου καθίσταται αναγκαία. Εάν δεν μπορέσουν τα δύο παραπάνω υποκείμενα να ανεχτούν το ένα το άλλο, τότε η άνοδος του φασισμού δεν θα συνιστά σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Η τεράστια άνοδος που σημείωσε η Χρυσή Αυγή σε λαικές και υποβαθμισμένες περιοχές οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ελλειψη προτάγματος της αριστεράς. Η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου που  θα συνδυάζει τόσο τα λαίκα αιτήματα (κάθαρσης, δικαιοσύνης και τιμωρίας) όσο και την προοπτική της κοινωνικής χειραφέτησης είναι ο μόνος τρόπος διεξόδου από την κρίση.

Ως εκ τούτου, η μελέτη και η ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας γινέται όλο και πιο επιτακτική. Η προσπάθεια προσέγγισης κομβικών ζητημάτων του κινήματος όπως η φασιστική ιδεολογία, η σχέση δογματισμού-αναθεωρητισμού και η σχέση πρώιμων και ύστερων επαναστατικών υποκειμένων θα επαναπροσδιορίσει την πολιτική μας χαράσσοντας νέους στόχους και στρατηγικές.

Τέλος, θεωρώ ότι θα πρέπει να δώθει μεγάλη προσοχή  στην διαχείριση της πατριωτικής ιδεολογίας ούτως ώστε να αποτελέσει τον αγωγό για την ενδυνάμωση του κομμουνιστικού κινήματος και όχι του εθνικιστικού. Επιπλέον, το πρόβλημα της ανεργίας και οι επιδράσεις της στην συνείδηση του υποκειμένου (παρασιτισμός, ατομικισμός, έντονα συναισθήματα μίσους και εκδίκησης) αποτελούν γόνιμο έδαφος για την φασιστική ιδεολογία. Χρέος του κινήματος είναι να σταθεί δίπλα στον άνεργο λαό,  δημιουργώντας δίκτυα αλληλεγγύης και συλλογικότητες για βοήθεια σίτισης, ρουχισμού και των υπόλοιπων βασικών αναγκών ούτως ώστε η εξαθλιωμένη εργατική τάξη να μην στραφεί προς την αυτοκτονία μέσω του φασισμού αλλά προς ένα ενιαίο επαναστατικό μέτωπο με στόχο την ανθρώπινη δημιουργικότητα και τον κομμουνισμό.

 

 

Βιβλιογραφία:

Βαζιούλιν, Β. Α. Η Ανάβαση από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο.

Βαζιούλιν, Β.Α. Το πρόβλημα της αντίφασης στο Κεφάλαιο του Κ. Μαρξhttp://www.ilhs.tuc.gr/

Βαζιούλιν, Β.Α. Η διαλεκτική του ιστορικού προτσές και η μεθοδολογία της ερευνάς του. Σύγχρονη Εποχή

Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004

Βαζιούλιν, Β. Α. Το σύστημα της Λογικής του Χέγκελ και το Σύστημα Λογικής στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. http://www.ilhs.tuc.gr/

Bologna, S. Ναζισμός και εργατική τάξη, antifa scripta 2011

Vygotski, L. Pensée et langage. La Dispute 1997

Vygotski, L. Psychologie de l’art. La Dispute 2005

Vygotski, L. Conscience, inconscient. Émotions. La Dispute 2003

Δαφέρμος, Μ. Απόκρυψη και μεταμφίεση (πολιτισμικές και κοινωνικές διαστάσεις του φαινομένου) http://www.ilhs.tuc.gr/

Hobsbawm, E. Η Εποχή των άκρων, Θεμέλιο 2004

Ilyenkov, Ε. Διαλεκτική λογική Gutenberg 1983

Ilyenkov, E.  The Dialectics of the Abstract and the Concrete in Marx’s Capital. 1982  http://www.ilhs.tuc.gr/marxistes.org

Lenin, V. Φιλοσοφικά τετράδια. Άπαντα, τ.29 Σύγχρονη Εποχή

Lukacs, G. Prolégomenes à l’ontologie de l’être social. Delga 2009

Lukacs, G. Ontologie de l’être social: le travail. la reproduction. Delga 2011

Marx, Κ. Το Κεφάλαιο (τόμ. 1-3),  Σύγχρονη Εποχή 1978

Marx, K. Grundrisse(τόμ. 1-3); Στοχαστής 1989

Ρόζενταλ, Μ.  Τα προβλήματα διαλεκτικής στο Κεφάλαιο του Μαρξ. Αναγνωστίδη

Πατέλης, Δ. Η θρησκία ως μορφή κοινωνικής συνείδησης.     http://www.ilhs.tuc.gr/

Πατέλης, Δ. Λήμματα στο Φιλοσοφικό-Κονωνιολογικό  Λεξικό Τ. 1-5,ΕΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ 1994-1995

Πατέλης, Δ. Αξίες και κομμουνιστική προοπτική.    http://www.ilhs.tuc.gr/

Πατέλης, Δ. Εθνος:Μύθος και πραγματικότητα.   http://www.ilhs.tuc.gr/

Παυλίδης, Π. Η γνώση στη διαλεκτική της κοινωνικής εξέλιξης. Επίκεντρο 2012

Παυλίδης, Π. Ανθρώπινη φύση, κοινωνική εργασία, παιδαγωγία:οι βιολογικοί και κοινωνικοί συντελεστές της προσωπικότητας   http://www.ilhs.tuc.gr/

Pavlov, I. La Psychopathologie et la psychiatrie. Moscou 1961

Πουλαντζας, Ν. Φασισμός και Δικτατορία, Θεμέλιο 2006

Ricardo, D. Αρχές πολιτικής οικονομίας και φορολογίας. Παπαζήση 2002

Smith, A. Ερευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών.Ελληνικά Γράμματα 2010

Hegel, G.W.F. Η Επιστήμη της Λογικής. Η διδασκαλία περί της ουσίας. Δωδώνη 1998

Hegel, G.W.F. Η Επιστήμη της Λογικής. Η υποκειμενική λογική. Παπαζήση 2005

Hegel, G.W.F. Βασικές κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου. Δωδώνη 2004

Hegel, G.W.F. La Sciene de  la Logique. La Doctrine de l’être (tome1-2) version 1832. Kimé 2006

Hegel, G.W.F. Φαινομενολογία του νου. Εστίας 2007

[1] Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ 229

[2] στο ίδιο σελ 233

[3] στο ίδιο σελ 233

[4] Marx, Κ. Το Κεφάλαιο, τόμ. 1,  Σύγχρονη Εποχή 1978, σελ 367

[5] Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ 252

[6] στο ίδιο σελ 261

[7] στο ίδιο, σελ 262

[8] Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ 263

[9] στο ίδιο σελ 266

[10] στο ίδιο σελ 277

[11] Βαζιούλιν, Β.Α. Η Λογική της Ιστορίας. Ζητήματα θεωρίας και μεθοδολογίας. Ελληνικά Γράμματα 2004, σελ 276

[12] Πατέλης, Δ. Αξίες και κομμουνιστική προοπτική.   http://www.ilhs.tuc.gr/

[13] Marx, Κ. Το Κεφάλαιο, τόμ. 1,  Σύγχρονη Εποχή 1978, σελ 355

[14] στο ίδιο σελ 365

Authors: Rizospastis: Top stories

Διαβάστε περισσότερα

Σχετικά άρθρα
Πολιτική Cookies στην ΕΕ.. Το cookie είναι ένα μικρό τμήμα κειμένου που αποστέλλεται στο πρόγραμμα περιήγησης από έναν ιστότοπο που επισκέπτεστε. Διευκολύνει τον ιστότοπο να απομνημονεύει πληροφορίες σχετικά με την επίσκεψή σας, όπως την προτιμώμενη γλώσσα σας και άλλες ρυθμίσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να διευκολύνει την επόμενή σας επίσκεψη και να κάνει τον ιστότοπο πιο χρήσιμο για εσάς. Τα cookie παίζουν σημαντικό ρόλο. Χωρίς αυτά, η χρήση του ιστού θα ήταν μια πολύ πιο περίπλοκη εμπειρία. Χρησιμοποιούμε τα cookie για πολλούς λόγους. Τα χρησιμοποιούμε, για παράδειγμα, για την απομνημόνευση των προτιμήσεών σας όσον αφορά στην ασφαλή αναζήτηση, για να υπολογίσουμε τον αριθμό των επισκεπτών σε μια σελίδα ή για να σας διευκολύνουμε να εγγραφείτε στις υπηρεσίες μας και για να προστατεύσουμε τα δεδομένα σας. Περισσότερες πληροφορίες για τη χρήση των cookies μπορείτε να βρείτε στη σελίδα http://ec.europa.eu/ipg/basics/legal/cookies/index_en.htm